Μετά τη μάχη στο Μανιάκι ο υπουργός Πολέμου, Ανδρέας Μεταξάς και ο Ιωάννης Μακρυγιάννης έστρεψαν την προσοχή τους στο χωριό Μύλοι Αργολίδας και την οχύρωση του.
Οι Μύλοι Αργολίδας ήταν ένα μικρό χωριό με 30 σπίτια. Βρισκόταν σε επίκαιρη και οχυρή θέση: ήταν το επίνειο, η «σκάλα» των χωριών της Τριπολιτσάς και εξυπηρετούσε το εμπόριο της. Περιτριγυρισμένο από πολλές πηγές και ρυάκια αποτελούσε θαυμάσιο προκάλυμμα για την άμυνα του Ναυπλίου. Η κυβέρνηση είχε συγκεντρώσει εκεί τα τρόφιμα και το πολεμικό υλικό που προόριζε για τον Κολοκοτρώνη και από εκεί θα μετέφεραν το νερό σε περίπτωση που ο εχθρός θα κατέστρεφε το υδραγωγείο του Ναυπλίου.
Μία-δύο μέρες μετά την εγκατάσταση του Μακρυγιάννη στους Μύλους, άρχισαν να έρχονται ενισχύσεις: ο Χατζημιχάλης με το σώμα του, Ο Κων. Μαυρομιχάλης με λίγους και ο Δημήτριος Υψηλάντης με 15 άνδρες, οι αδελφοί Χατζηστεφανής και Χατζηγιώργης με τους δικούς τους και 33 ελληνικά καράβια. Γενικός αρχηγός των δυνάμεων ορίστηκε από την κυβέρνηση ο Δ. Υψηλάντης και υπαρχηγός ο Κων. Μαυρομιχάλης, αλλά στην πραγματικότητα καθένας ενεργούσε με δική του πρωτοβουλία συνεργαζόμενος με τους άλλους. Συνολικά στις 12 Ιουνίου οι δυνάμεις των Ελλήνων ανέρχονταν σε 480 άνδρες.
Στις 13 Ιουνίου, ο Ιμπραήμ από την Τριπολιτσά, όπου είχε στρατοπεδεύσει μετά τη μάχη στο Μανιάκι, έφθασε μπροστά στους Μύλους. Ο Ιμπραήμ ξαπλώθηκε στην πεδιάδα του Άργους, κατέλαβε το Άργος και έπιασε όλον τον τόπο γύρω, ενώ συγχρόνως έρχονταν ενισχύσεις και στους Έλληνες, δύο μίστικα ψαριανά με κάμποσους Κρητικούς. Οι Αιγύπτιοι όλη την ημέρα αδράνησαν, ενώ ο Μακρυγιάννης επωφελήθηκε για να συμπληρώσει την οχύρωση των θέσεων και να συνεννοηθεί με τους Υψηλάντη και Μαυρομιχάλη για την άμυνα.
Οι Αιγύπτιοι πλησίασαν και κύκλωσαν τις θέσεις των Ελλήνων που μόνο τα νώτα τους είχαν καλυμμένα χάρη στη θάλασσα. Ο Υψηλάντης έπιασε ένα μικρό μύλο δυτικά και ο Μαυρομιχάλης με τον Χατζημιχάλη κράτησαν ένα μονοπάτι, που οδηγούσε προς το Κυβέρι, και ο Μακρυγιάννης το κέντρο της παράταξης. Θα έτρεχε οπουδήποτε παρατηρούνταν μεγάλη πίεση από τις εχθρικές δυνάμεις.
Στις 4:30 το απόγευμα οι Αιγύπτιοι, χωρισμένοι σε τρία τμήματα, εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση. Τρεις αλλεπάλληλες επιθέσεις τους αποκρούστηκαν από τους άνδρες του Μαυρομιχάλη. Ταυτόχρονα άλλοι Αιγύπτιοι κινούνταν εναντίον του Μακρυγιάννη και των ανδρών του, που είχαν οχυρωθεί στον κήπο του αγά, στον πύργο και στα άλλα σπίτια. Μπροστά στην πίεση των πολυάριθμων αντιπάλων, οι Έλληνες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν ως τον ανατολικό τοίχο του κήπου, που βρισκόταν κοντά στην παραλία, αλλά εκεί η θέση τους έγινε απελπιστική. Αντιλαμβανόμενοι τότε ότι η ορμητικότητα των Αιγυπτίων προερχόταν από τις απειλητικές προτροπές των αξιωματικών τους, αυτούς έβαλαν σημάδι κατά προτίμηση και άρχισαν να τους εξοντώνουν. Η τακτική αυτή είχε άμεσα αποτελέσματα: οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση.
Ο Ιμπραήμ που παρακολουθούσε τη μάχη με το τηλεσκόπιο του, έστειλε ενισχύσεις και εξαπέλυσε νέο κύμα επίθεσης που ανέτρεψε τους Έλληνες και τους πισωδρόμισε στις παλιές τους θέσεις. Οι Έλληνες, όμως, ανασυντάχθηκαν, αντεπιτέθηκαν, τους προξένησαν απώλειες και τους κατεδίωξαν μέχρι νέο κύμα Αιγυπτίων τους παρέσυρε πάλι προς τα πίσω. Τότε κινδύνευσε να πιαστεί αιχμάλωτος ο Μακρυγιάννης, προσπαθώντας να σύρει το πτώμα του παλικαριού του, του Κατζούγια, ως τις θέσεις των Ελλήνων.
Ακολούθησε νέα ανάπαυλα και οι Έλληνες ενισχύθηκαν με νέες ξεκούραστες δυνάμεις. Τότε ήρθε από τον Όλυμπο και ο Μήτρος Λιακόπουλος με πενήντα εμπειροπόλεμους αξιωματικούς και στρατιώτες. Τότε οι Έλληνες αποφάσισαν να προλάβουν τους Αιγύπτιους και τους ρίχτηκαν για τρίτη φορά από τρεις μεριές: ο Λιακόπουλος από το αριστερό του περιβολιού, ο Γκίκας από το δεξιό και ο Μακρυγιάννης στο κέντρο. Στην επίθεση αυτή ο Μακρυγιάννης πληγώθηκε στο δεξί του χέρι και του έπεσε το σπαθί, αλλά ψύχραιμος έκρυψε το πληγωμένο χέρι του για να μην το δουν οι άνδρες του και συνέχισε τη μάχη ως τη δύση του ηλίου. Οι Αιγύπτιοι είχαν αποκρουσθεί.
Η μάχη των Μύλων είναι η πρώτη λαμπρή νίκη των Ελλήνων έπειτα από μια σειρά ηττών. Και έκρινε την τύχη του Ναυπλίου. Την ίδια νύχτα ο εχθρός αποσύρθηκε και στάθμευσε στο Κεφαλάρι.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών