Ο ομοειδής πολιτισμός που βασιζόταν στην ύπαρξη πολλών διάσπαρτων ομόγλωσσων και ομοεθνών κοινοτήτων ονομάστηκε, κατ’ αναλογία προς το παραπλήσιο φαινόμενο της Ελληνιστικής Εποχής, και όχι χωρίς κάποια δόση υπερβολής, Μυκηναϊκή Κοινή.
Η ακμή που γνώρισε η Μυκηναϊκή Ελλάδα τον 13ο αιώνα π.Χ., θεμελιωμένη στην επιτυχή προσαρμογή των κρητικών προτύπως εσωτερικής οργάνωσης και στη στροφή προς τη θάλασσα, βασίζεται εξ ολοκλήρου στην έκταση και την πυκνότητα των επαφών της με τον γύρω κόσμο. Στο εσωτερικό της χώρας τα μεγάλα ανάκτορα δημιουργησαν τις προϋποθέσεις για την διαρκή και γόνιμη διακίνηση όχι μόνο των βιωτικών αγαθών αλλα και διαφόρων πολιτιστικών στοιχείων και συρμών εντόπιας και ξένης έμπνευσης,που ξεκινούσαν κατά κανόνα από την Αργολίδα.
Οι συστηματικές και συνεχείς αυτές αλλληλεπιδράσεις οδήγησαν στην διαμόρφωση ενός πολιτισμού με απόλυτα ενιαίες εκδηλώσεις σε ολόκληρο τον χώρο της ηπειρωτικής Ελλάδας, του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Η τέχνη, η αρχιτεκτονική, τα όπλα, η ενδυμασία, τα κοσμήματα αλλά και τα λατρευτικά σκεύη, οι τρόποι και τα έθιμα της ταφής είναι παντού τα ίδια. Τα προϊόντα της βιοτεχνίας τους είναι, όχι απλώς ομοιόμορφα, αλλά και σαφώς πλέον τυποποιημένα.
Το εμπόριο, ζωηρό και ακατάπαυστο, διασχίζει τη θάλασσα και κατακλύζει την Αίγυπτο, την Χαναάν και τα μικρασιατικά παράλια με αγγεία διαφόρων σχημάτων και χρήσεων. Τα περισσότερα περιέχουν αρωματικό λάδι, απαραίτητη προστασία του δέρματος στα ζεστά αυτά κλίματα. Είναι δοχεία πολυτελείας, συνήθως από πηλό, κάποτε από φαγεντιανή. Έτσι, η παρουσία των Αχαιών επισημείνετα κυρίως από την κεραμική. Εξάγονται και όπλα πολυτελείας, κοσμήματα και διάφορα σκεύη και μικροτεχνήματα από ευγενή ξύλα και ελεφαντοστό. Πιθανώς εξάγονταν κρασιά, ίσως και υφάσματα.
Όλα αυτά ανταλλάσσονταν με κασσίτερο από την Μικρά Ασία και τον Καύκασο, με κρασί πολυτελείας από τη Χαναάν, άργυρο, υφάσματα και ίσως άλογα από την Τρωάδα, χρυσάφι, φαγεντιανά αντικείμενα, αλάβαστρο, ημιπολύτιμους λίθους, είδη πολυτελείς από την Αίγυπτο και λιπαρίτη λίθο από την Νότια Ιταλία.
Πολύ συχνά οι Αχαιοί ακολουθούσαν τα προϊόντα τους. Ταξίδευαν για αναζήτηση εργασίας και τελικά έμεναν εκεί που έβρισκαν ευνοϊκές συνθήκες. Στην Κύπρο υπήρχε μεγάλη κοινότητα Αχαιών, που, χωρίς να αποξενωθούν από τις εξελίξεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, έδιναν στα προϊόντα τους ένα έκδηλο τοπικό χαρακτήρα. Άλλοι δοκίμαζαν την τύχη τους ως μισθοφόροι στην υπηρεσία της Αιγύπτου ή των Χετταίων. Οι περισσότεροι μετανάστευαν για να εγκατασταθούν ως άποικοι ή ως έμποροι στα νησιά και διάφορα σημεία των ακτών της Ανατολικής Μεσογείου.
Η ακτινοβολία της μυκηναϊκής τέχνης σε πολλά σημεία της Ανατολικής Μεσογείου οδήγησε στην δημιουργία ενός καλλιτεχνικού συρμού και στην μεταφύτευση βασικότερων και πολυπλοκότερων πολιτιστικών στοιχείων. Τα σοιχεία αυτά, ιδιότυπα και έντονα, διαδόθηκαν σε ολόκληρο τον χώρο της ανατολικής μεσογειακή λεκάνης, όπου άφησαν σαφή την σφραγίδα τους και κατέληξαν στη δημιουργία ενός κοινού πολιτισμού με επίκεντρο την ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά βασικά αιγαιακού με διάφορα αφομοιωμένα κρητικά και ανατολικά συστατικά. Στεριανής προέλευσης αλλά εξαρτημένος ως προς τον εμπλουτισμό και την εξάπλωση του απόλυτα από τη θάλασσα, περιλάμβανε εκτός από την ηπειρωτική Ελλάδα, τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο και διάφορα σημεία της απέναντι ακτής.
Η Μυκηναϊκή Κοινή, τριγυρισμένη στην ηπεριωτική Ελλάδα από πληθυσμούς λιγότερο προηγμένους, στους οποίους εισέδυσε σιγά-σιγά η εκπολιτιστική της επίδραση, είχε ως επίκεντρο μεν την Αργολίδα, αλλά περισσότερους πολιτικούς φορείς, με έδρες τα μεγάλα ανάκτορα και επικράτειες περίπου αντίστοιχες προς την ΒΑ και την ΝΔ Πελοπόννησο, τη Βοιωτία και τη Θεσσαλία, τις μεγαλύτερες δηλαδή και παραγωγικότερες περιοχές της χώρας. Ανάμεσά τους υπήρχαν και άλλες μικρότερες, όπως η περιοχή των Αθηνών, η Ελευσίνα με το Θριάσιο πεδίο και η Τετράπολη του Μαραθώνα.
Ο 13ος π.Χ. αιώνας είναι η εποχή ανόδου και της μεγάλης ακμής των Μυκηνών. Κατά τα μέσα της περιόδου αυτής χτίστηκε το δυτικό τείχος της ακρόπολης που διπλασίασε την έκταση της. Η ακρόπολη περιέβαλε την μία από τις δύο παλαιότερες βασιλικές ταφικές συστάδες και ενισχύθηκε με δύο επιβλητικές και οχυρές εισόδους, την Πύλη των Λεόντων και την Βόρεια Πυλίδα. Ανάλογες κατασκευές τεχνικά άρτιες, πολυτελείς και εντυπωσιακές στην εμφάνιση είναι οι τελευταίοι θολωτοί τάφοι, οι λεγόμενοι του Ατρέα, της Κλυταμνήστρας και των Λεόντων. Έξω από την Ακρόπολη ο άναξ των Μυκηνών διατηρούσε μία σειρά από εργαστήρια και εμπορικές εγκαταστάσεις και όταν το 1240π.Χ. το ανάκτορο του υπέστη ζημιές από μια πυρκαγιά, το ξαναέχτισε μεγαλύτερο και μεγαλοπρεπέστερο προσθέτοντας μια αολόκληρη πτέρυγα στην ανατολική πλευρά.
Είναι άδηλο αν η δραστηριότητα αυτή πρέπει να συνδεθεί προς την αλλαγή δυναστείας, αν όμως αυτό είναι γεγονός πρέπει να συνέβη ομάλα, χωρίς εχθροπραξίες και ταραχές, αφού οι νέοι άνακτες περιποιήθηκαν με προσοχή και σεβασμό τους τάφους τω παλαιών ηγεμόνων και συνέχισαν χωρίς διακοπή το έργο τους και τον τρόπο ζωής τους.
Το κυριότερο ιστορικό γεγονός της περιόδου που ονομάστηκε Μυκηναϊκή Κοινή είναι η ολοσχερής καταστροφή και οριστική εγκατάλειψη του ανακτόρου των Θηβών. Ο πλούτος, η ισχύς και οι μακρινές και πολυσχιδείς εξωτερικές επαφές των Θηβών είχαν στη Βοιωτία και γενικότεα στη Στερεά Ελλάδα την ίδια θέση που είχαν οι Μυκήνες στην Πελοπόννησο. Έτσι, από τη στιγμή που η μία ή η άλλη από τις δύο αυτές δυνάμεις θα φιλοδοξούσε να εξασφαλίσει το προβάδισμα στη μυκηναϊκή Ελλάδα, η αναμέτρηση τους ήταν αναπόφευκτη.
Οι αρχαίοι είχαν διατηρήσει την ανάμνηση των δύο επάλληλων εκστρατειών των Πελοποννησίων (χωρίς περιέργως, την συμμετοχή των Μυκηνών) που κατέληξαν σε εκπόρθηση των Θηβών, της εξόντωσης της οικογένειας των Λαβδακιδών και την καταστροφή της πόλης, από όπου, κατά συμβουλή του Τειρεσία, έφυγαν όλοι οι κάτοικοι που επέζησαν.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ολοκαύτωμα και η ερείπωση του ανακτόρου των Θηβών, πρέπει να οφείλεται σε εσωτερικό πόλεμο που έφερε αντιμέτωπες τις δύο μεγάλες γειτονικές, και καθώς φαίνεται αντίζηλες ομοσπονδίες, την πελοποννησιακή με κέντρο την Αργολίδα και την βοιωτική υπό την ηγεμονία των Θηβών, πόλεμο που κατέληξε στην επικράτηση των Αργείων.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους