Η Πρώιμη Μυκηναϊκή Εποχή (1600-1500 π.Χ. περίπου) αποτελεί στην αρχή παρέκταση της Μεσοελλαδικής. Είναι η μεταβατική ή πειραματική φάση. Πολλά στοιχεία παραδοσιακά επιζούν και συνεχίζονται. Είναι γνωστή κυρίως ή μόνο από τάφους, ένας ταφικός πολιτισμός που μπορεί να αναπαρασταθεί.
Στο τέλος της Μεσοελλαδικής στον ελλαδικό χώρο συμβαίνουν κοσμοϊστορικές αλλαγές. Θεμελιώνονται στην Κρήτη τα νέα ανάκτορα. Ο άλλοτε καθαρά αγροτικός πληθυσμός της ηπειρωτκής Ελλάδας βγαίνει από την απομόνωση και θέλει να κερδίσει την καθυστέρηση, προετοιμάζεται δυναμικά για τις νέες εξελίξεις. Χαρακτηριστικά ελλαδικά δημιουργήματα όπως η μινυακή κεραμεική απλώνεται ευρύτατα στον χώρο και στο εσωτερικό διοχετεύονται εκλεκτά προϊόντα των ανεπτυγμένων παραλιακών κέντρων.
Στα παραλιακά κέντρα πρέπει να να συγκεντρώθηκε η προοδευτική τάση για ανάπτυξη, παράλληλα με μερικά εξαιρετικά ευνοημένα μεσογειακά. Μπορούμε να υποθέσουμε πως ορισμένοι παραλιακοί συνοικισμοί, όπως η Λέρνα, η Αίγινα, η Ελευσίνα, η Χαλκίδα, η Βραυρώνα, η Ιωλκός κ.α. είχαν ήδη αναπτύξει ναυτική δράση, στον εσωτερκό αιγαιακό χώρο τουλάχιστον.
Μερικές αλλαγές στο μέγεθος και στον αριθμό των τάφων, οχυρώσεις που προϋποθέτουν συλλογική δράση και ο διαφαινόμενος επηρεασμός της κεραμεικής από την μινωϊκή και κυκλαδική, μπορεί να θεωρηθούν επίσης σημάδια κάποιας γενικότερης μεταστροφής: είχε προφανώς ξεπεραστεί η παλαιά κλειστή αγροτική οικονομική οργάνωση.
Πρέπει επίσης να υποθέσουμε ότι η κίνηση των ελληνόγλωσσων (πρωτοελληνικών) φύλων προς τα νότια θα είχε ήδη συμπληρωθεί και ότι το φυλετικό καταστάλαγμα, με την οριστική συγχώνευση των παλαιότερων «αιγαίων» πρωτοελλαδικών στοιχείων του πληθυσμού, τόνωσε την δεκτικότητα του μεσοελλαδικού κόσμου, που ανοίγει τους πόρους του για την εισδοχή του νέου. Έτσι τώρα η πίεση που ασκούσε ο γειτονικός υψηλός πολιτισμός της μινωικής Κρήτης μπόρεσε να καρποφορήσει.
Οι Μυκήνες υπήρξαν ακμαιότατο μυκηναϊκό κέντρο. Σε αυτό είχε συντελέσει η καίρια θέση τους στην άκρη του αργολικού πεδίου, πάνω σε ένα κλειδί για τους σπουδαιότερους δρόμους της Πελοποννήσου, σε φυσικά οχυρό λόφο. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί ο πλούτος στα χέρια των ισχυρών και φιλόδοξων ηγεγόμων.
Το οίκημα όμως του άρχοντα στην φυσικά οχυρωμένη ακρόπολη ήταν ένα απλό μεγάλο σπίτι με λιθόκτιστα θεμέλια και δάπεδα από πατημένο πηλό, γενικά «μεσοελλαδικής» δομής. Τίποτα δεν υπάρχει που να μπορεί να παραβληθεί με τις εγκαταστάσεις της δεύτερης Νεοανακτορικής φάσης στη Κρήτη. Υπάρχει εμφανής διαφορά μεταξύ πολιτιστικής στάθμης και πλούτου ή τέχνης κτερισμάτων.
Όσον αφορά όμως τους θησαυρούς των λακκοειδών τάφων, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τέχνη των αντικειμένων που βρέθηκαν έχει στο σύνολό της καταφανώς μινωική και κυκλαδική εμφάνιση. Χωρίς την ύπαρξη του λαμπρού πολιτισμού της μινωικής Κρήτης και των Κυκλάδων θα ήταν αδύνατο να υπάρξουν και οι θησαυροί των λακκοειδών τάφων και ο ίδιος ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός.
Υπάρχουν και γενικότερες εξωτερικές επιδράσεις, μινωικές και κυκλαδικές, εξαιτίας της πυκνής επικοινωνίας και της συναλλαγής, αλλά όχι πλήρης μεταλαμπάδευση πολιτισμού. Τα επιχώρια στοιχεία της ηπειρωτικής Ελλάδας αποτελούσαν τον κορμό του Πρώιμου Μυκηναϊκού Πολιτισμού που δέχτηκε τα επείσακτα υπερπόντια στοιχεία.
Νεοφερμένοι σχετικά στο κατώφλι του υψηλού πολιτισμού, οι Μεσοελλαδικοί φαίνονται να θαμπώνονται από το εξωτερικό μεγαλείο του πρώτου ανώτερου πολιτισμού με τον οποίο ήρθαν σε επαφή, του Μινωικού. Μιμηρική κατ΄ ανάγκην ήταν η πρώτη φάση της γνωριμίας και αυτή είναι προφανώς η περίπτωση των θησαυρών των λακκοειδών τάφων.
Οι Μυκηναίοι άρχοντες ζούσαν σύμφωνα με τα πάτρια αυστηρά έθιμα της λιτότητας που ταιριάζουν σε πολεμικό λαό και παρέμεναν μέσα στο λιτό περιβάλλον των πατέρων τους. Ήταν όμως προσηλωμένοι στα αγαθά που απέκτησαν με κόπο και θυσίες στον πολυκύμαντο βίο τους. Γι’ αυτό φρόντιζαν να αποτεθούν τα υπάρχοντά τους στους τάφους. Ήταν προσωπικά τους αποκτήματα. Οι ζωντανοί είχαν ή έπρεπε να είχαν ή μπορούσαν να αποκτήσουν τα δικά τους.
Άμεσα ή έμμεσα η μινωική επίδραση υπήρξε ευεργετική. Η θαλασσινή δύναμη των Κρητών κρατούσε υπό τον έλεγχο της το οργανωμένο εμπόριο στην Αιγαιΐδα αναπτύσσοντας μάλλον παράλληλα συνθήκες οικονομικής συνεργασίας και γόνιμες ανταλλαγές. Στα πλαίσια ενός υψηλού πολιτισμού δεν αποκλείεται παράπλευρη ειρηνική δραστηριότητα.
Με οποιονδήποτε όμως τρόπο και να μαθήτευσαν οι Μυκηναίοι στους Μινωίτες, βέβαιο είναι ότι προς το τέλος της όψιμης Μυκηναϊκής Περιόδου είχαν ήδη αρκετή ναυτική εμπειρία και ανεξάρτητη εμπορική υπόσταση, αφού τους βλέπουμε εγκατεστημένους στην Μίλητο.
Ο μετασχηματισμός της «μεσοελλαδικής» σε «μυκηναϊκή» ολοκληρώνεται. Η εξέλιξη αυτή θα έχει μεγάλες συνέπειες για το μέλλον του πολιτισμού στην Αιγαιΐδα. Οι ελλαδικοί Μυκηναίοι θα είναι έτοιμοι σε λίγο να απλωθούν στον χώρο, όταν θα αρχίσει η μινωική υποχώρηση (1500π.Χ. περίπου) και αργότερα θα πάρουν φυσιολογικά την σκυτάλη από τον μινωικό κόσμο που έσβηνε για να συνεχίσουν την πολιτιστική πορεία του.
Η Μυκηναϊκή Εποχή που εκτείνεται χρονικά στα 1500-1425π.Χ. είναι η περίοδος που οριστικά θεμελιώνεται η δύναμη των Μυκηναίων, συντελείται το αμάγαλμα των διαφορετικών τάσεων, ώστε αυτή η εποχή να θεωρείται «κρητομυκηναϊκή». Ωστόσο δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις χωρισμού από την προηγούμενη. Ίσως μόνο ο συνέπειες της έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας να επηρέασαν, έμμεσα, την εξέλιξη, με την καταστροφή πολλών κτηρικών θέσεων.
Γεγονός πάντως είναι ότι οι βασιλείς της Κνωσού ελέγχουν ακόμα το Αιγαίο ως το μέσα του 15ου π.Χ. αιώνα. Ωστόσο, στη Μίλητο η μυκηναϊκή επιρροή μεγαλώνει σε βάρος της μινωικής. Ελλαδικά προϊόντα απλώνονται με το εμπόριο σε μακρινές ακτές, ως τη νότια Ιταλία, και στη Ρόδο ιδρύεται γνήσια μυκηναϊκή εγκατάσταση -σταθμός για την επέκταση προς την Ανατολή.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους