Μουσολίνι: «Εισέβαλα στην Ελλάδα»

Μουσολίνι: «Ο Χίτλερ με έθετε πάντα προ τετελεσμένων γεγονότων. Αυτή τη φορά θα μάθει από τον Τύπο ότι εγώ εισέβαλα στην Ελλάδα».

Μουσολίνι: «Εισέβαλα στην Ελλάδα»
Η συνάντηση του Χίτλερ με τον Μουσολίνι λίγες μέρες πριν την εκδήλωση της ιταλικής επίθεσης κατά της Ελλάδας

Η γερμανική επέλαση στα νοτιοανατολική Ευρώπη υπήρξε, κατά δήλωση του Χίτλερ αρχές Μαΐου του 1941, «ένα προληπτικό μέτρο κατά της προσπάθειας των Βρετανών να εγκατασταθούν μέσε στις συνθήκες χάους του ελληνοΐταλικού πολέμου, κρυφά στα Βαλκάνια, προκειμένου να επιφέρουν κάποια εξέλιξη, κατά το πρότυπο των στρατευμάτων (που αποβιβάστηκαν) στη Θεσσαλονίκη τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο».

Το απόσπασμα ρίχνει φως σε δύο πλευρές της πολιτικής σκέψης του Χίτλερ, που διευκολύνουν την κατανόηση της γερμανικής στάσης απέναντι στην Ελλάδα πριν από την 28η Οκτωβρίου. Από τη μία πλευρά ο Χίτλερ έπαιρνε στα σοβαρά αποκλειστικώς τις Μεγάλες Δυνάμεις ως συνεργούς της πολιτικής σκηνής, ενώ η πολιτική του προς τις μικρότερες χώρες ήταν συνάρτηση διεθνών συνθηκών. Από την άλλη πλευρά αντιμετώπιζε όλα τ απολιτικά και στρατιωτικά δρώμενα μέσα από το πρίσμα της γερμανικής ήττας του 1918, που δεν μπορούσε να «χωνέψει», όπως και πολλοί συμπατριώτες του, και είχε την πρόθεση να μετατρέψει σε μεγαλειώδη θρίαμβο σε μα επόμενη προσπάθεια.

Το σκοπό αυτό εξυπηρετούσε η τακτική, να θεωρηθούν «μαθήματα» τα λάθη και οι εμπειρίες από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή να αποφευχθεί ο πόλεμος των δύο μετώπων, αφού παρουσιάζει δυσχέρειες στον ανεφοδιασμό και ευαισθησία στις επιθέσεις, ή σύμφωνα με «θετική» διατύπωση, να διεξαχθούν πολεμικές επιχειρήσεις συμμαχικών δυνάμεων με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βαθμό αυτάρκειας, έως ότου η Γερμανία φθάσε σε επίπεδο υπερδύναμης, όπου δεν θα είχε να φοβηθεί κανέναν συνασπισμό στον κόσμο.

Παρόλο που η ναζιστική χώρα βρισκόταν σε κατάσταση πολεμικής προετοιμασίας, υπήρχε ανάγκη να διατηρηθούν ήπιοι τόνοι. Κατ’ αρχάς έπρεπε να εξασφαλιστούν εξοπλισμοί, κατά παράβαση της Συνθήκης των Βερσαλλιών, δηλαδή κρυφά και υπό την κάλυψη συνεχών προσπαθειών ειρηνικής διπλωματίας. Οι εξοπλισμοί υπήρξαν όχι μόνον πολιτικό, αλλά και οικονομικό πρόβλημα, αφού κοστίζουν πολύ περισσότερο από όσο ήταν σε θέση να διαθέσει η Γερμανία. Γι’ αυτό ελήφθη μέριμνα για σύναψη διμερών συμφωνιών εξωτερικού εμπορίου βασισμένων σε συμψηφισμό, δηλαδή ανταλλαγή προϊόντων και καταγραφή τυχόν υπολοίπου.

Στην Ευρώπη οι πρώτοι εταίροι των Γερμανών στον τομέα του συμψηφισμού υπήρξαν σε πρώτη γραμμή οι βαλκανικές χώρες. Η νοτιοανατολική Ευρώπη εφοδίαζε τη Γερμανία όχι μόνο σε γεωργικά προϊόντα -στη περίπτωση της Ελλάδας με καπνά- αλλά και με ορυκτά, το ζωτικής σημασίας πετρέλαιο από τη Ρουμανία, όπως κα μεταλλεύματα, ιδιαίτερα χρώμιο -στοιχείο απαραίτητο στον εξευγενισμό του χάλυβα των εξοπλισμών -όπως βωξίτη, χρήσιμο στη κατασκευή αεροσκαφών.

Ενώ στην Γερμανία οι εξοπλισμοί αναπτύσσονταν με εκρηκτικούς ρυθμούς, οι εμπορικοί εταίροι συνέρχονταν από την παγκόσμια οικονομική κρίση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε ένα απόθεμα προϊόντων προς εξαγωγή, όπως και πιστώσεων συμψηφισμού προς όφελος των βαλκανικών χωρών, πράγμα που σημαίνει ότι είτε θα υπήρχε ανάγκη αύξησης των εισαγωγών από τη Γερμανία είτε περιορισμού των εξαγωγών προ το Ράιχ. Προκειμένου να μη θιγούν τα αποθέματά τους, οι βαλκανικές χώρες κατέβαλλαν προσπάθεια να επενδύσουν στη Γερμανία με ολοένα περισσότερες παραγγελίες.

Προς επίλυση του προβλήματος του πλεονάζοντος συμψηφισμού της Ελλάδας -με το τριπλό σενάριο κρίσης στα καπνά, ανεργίας και πολιτικής- ως αναγκαία κρινόταν η σύναψη σημαντικών συναλλαγών με τη Γερμανία όπου εξαιτίας των εντάσεων και των προσπαθειών εξοπλισμού ήταν απαραίτητη η αγορά όπλων. Εάν όμως κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν να ευδοκιμήσει σε έδαφος κοινοβουλευτισμού θεωρείται αμφίβολο. Γι’ αυτό την 23η Ιουλίου 1836 ο βασιλιάς παραχώρησε στον Ιωάννη Μεταξά εξουσιοδότηση για εγκαθίδρυση δικτατορίας -όχι μόνο επειδή δε συμφωνούσε με την αποκατάσταση των βενιζελικών (που είχε προηγηθεί την 22α Ιουλίου 1936), αλλά και για να προωθήσει τον εκσυγχρονισμό του στρατεύματος και για να αναχαιτίσει την εξάπλωση του κομμουνισμού.

Από το 1938 έκαναν την οικονομική τους εμφάνιση στα Βαλκάνια οι Βρετανοί και παραχώρησαν στις στρατηγικά σημαντικές χώρες, δηλαδή Ελλάδα και Τουρκία, δάνεια εξαγωγών. Μετά την έναρξη του πολέμου κατέβαλαν στο πλαίσιο της τακτικής αποκλεισμού, έντονες προσπάθειες για τον τερματισμό ειδικών εμπορικών συμφωνιών, όπως και για την αγορά των αποθεμάτων. Έτσι επιτεύχθηκε η σχεδόν ολοκληρωτική παύση των εισαγωγών στη Γερμανία χρωμίου, που προέρχονταν από τη νοτιοανατολική Ευρώπη. Με την κυβέρνηση των Αθηνών οι Βρετανοί σύναψαν την 7η Σεπτεμβρίου 1939 προσωρινή συμφωνία σε καιρό πολέμου, βάσει της οποίας καθορίζονταν τα ανώτατα επιτρεπτά όρια εξαγωγών ελληνικών προϊόντων στη Γερμανία.

Οι Γερμανοί κατέστησαν σαφές στην Ελλάδα ότι θεώρησαν την προτίμηση του αντιπάλου ως «σοβαρή απόκλιση από τη γραμμή ουδετερότητας», χρειάστηκε όμως να το αποδεχτούν. Και μόνον όταν η κατάρρευση της Γαλλίας ανέτρεψε τα κέντρα βάρους των πολιτικών εξουσιών, η Αθήνα αναγκάστηκε, Σεπτέμβριο του 1940, να κάνει συμβιβασμούς και να συνεχίσει τις εξαγωγές χρωμίου στη Γερμανία σε ίσες ποσότητες με το ήμισυ των προπολεμικών.

Μετά την κατάρρευση της Γαλλίας η βρετανική αντίσταση δεν φάνηκε να κάμπτεται. Ο Χίτλερ, καλοκαίρι του 1940, είχε να αντιμετωπίσει το ερώτημα πως θα συνεχίσει τον πόλεμο. «Οι ελπίδες της Αγγλίας», σύμφωνα με τη γενική ανάλυση της κατάστασης, «αφορούν Ρωσία και Αμερική. Εάν εξανεμιστούν οι ελπίδες για τη Ρωσία θα συμπαρασύρουν και την Αμερική, επειδή την «εξαφάνιση» της Ρωσίας θα ακολουθήσει μια «ανόρθωση» της Ιαπωνίας σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό της ανατολικής Ασίας». Ο Χίτλερ προετίθετο να κάνει μια προσπάθεια ώστε Βερολίνο, Ρώμη, Τόκιο και Μόσχα να σχηματίσουν ένα «μπλοκ» διηπειρωτικό, να στρέψουν τις επεκτατικές βλέψεις τους προς το Νότο και από κοινού να αποσκοπήσουν στο να διαδεχθούν τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Αυτό θα πετύχαινε με την κατάληψη του Γιβραλτάρ και της Αιγύπτου με σκοπό την εκδίωξη των Βρετανών από τη Μεσόγειο, την εξασφάλιση των πρώτων υλών της Μέσης Ανατολής και την απελευθέρωση του ιταλικού στόλου για εκστρατείες εναντίον των Ινδιών.

Η περαιτέρω εξέλιξη του πολέμου εξαρτιόταν από, λοιπόν, από τις γερμανοσοβιετικεές σχέσεις, η διαφάνεια και επαναπροσδιορισμός των οποίων ήταν ουσιαστικά ληξιπρόθεσμα.

Φυσικά ο Χίτλερ ακολουθούσε τακτική «δύο παράλληλων γραμμών». Για να δημιουργήσει ευνοϊκές προϋποθέσεις εκκίνησης στην περίπτωση επίθεσης εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και ιδιαίτερα να εξασφαλίσει τις πηγές πρώτων υλών της Ανατολικής Ευρώπης, δεν απέστειλε δυνάμεις μόνο στη Φινλανδία -σφαίρα σοβιετικής επιρροής και συμφερόντων-, αλλά και μια μοίρα πεζικού στη Ρουμανία, πράγμα που υπήρξε ο σπινθήρας για το φιτίλι της ιταλικής επιχείρησης στην Ελλάδα.

Η άποψη ότι ο Χίτλερ γνώριζε για την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα δεν επιβεβαιώνεται, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι το Βερολίνο δεν είχε λάβει γνώση των ιταλικών σχεδίων περί επίθεσης. Από την 18η Οκτωβρίου, μεταδίδονταν από την Ιταλία σχετικώς σαφείς ειδήσεις, εκ των οποίων όμως, δεν γινόταν γνωστή η ακριβής ημερομηνία.

Ο Χίτλερ ήθελε να καταλάβει την Κρήτη, ενώ ο Μουσολίνι επιθυμούσε να καταλάβει όσο το δυνατόν περισσότερη ξηρά. Η γερμανική αποστολή συνδέσμων, συνοδευτική των ιταλικών στρατευμάτων, εμήνυε πως μια προέλαση προς το Σουέζ υποσχόταν επιτυχία μόνο εάν υπήρχαν ενισχύσεις από τη Μεγαλόνησο. Το αντίθετο σενάριο ήταν ακόμα πιο «άβολο»: η απώλεια της Κρήτης προς όφελος των Βρετανών απειλούσε να καταστήσει τις στρατιωτικές θέσεις των Ιταλών στη Λιβύη ασταθείς και έτσι να κλονίσει τος προθέσεις τους για συνέχιση του πολέμου.

Από την πλευρά του Χίτλερ το ιταλικό σχέδιο επίθεσης παρέλειπε το σπουδαιότερο, λόγος για τον οποίο προσέφερε την 28η Οκτωβρίου στον Μουσολίνι μια αερομεταφερόμενη μεραρχία και μία αλεξιπτωτιστών για την επιχείρηση κατά της Κρήτης. Όμως ο σύμμαχος της Γερμανίας απέρριψε την προσφορά, δείχνοντας παιδιάστικη αδιαφορία για τους εγγύς στρατηγικούς σχεδιασμούς.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *