Μορφές λαϊκής οικονομίας (18ος-20ος αιώνας)

Κατά τη διάρκεια των τριών προηγούμενων αιώνων οργανώθηκαν και λειτούργησαν στον ευρύτερο ελληνικό χώρο ποικίλες μορφές λαϊκής οικονομίας. Οι σχετικοί θεσμοί συνεργασίας, συμμετοχής και ε ένταξης εμφανίστηκαν στο πλαίσιο του κοινοτικού συστήματος πολλών τοπικών κοινωνιών και γνώρισαν διαφορετικό κατά περιοχές και δραστηριότητα βαθμό ανάπτυξης και μετασχηματισμού.

Μορφές λαϊκής οικονομίας (18ος-20ος αιώνας)
Τα σπίτια στα Αμπελάκια υπενθυμίζουν την παλιά ακμή της περιοχής για πάνω από 30 χρόνια

Οι παράγοντες που επέδρασαν σε αυτή την διαφοροποίηση, ανάπτυξη και εξέλιξη, οικονομική και κοινωνική, ήταν απόρροια της δομής της αντίστοιχης κοινοτικής πολιτείας, των υφιστάμενων πλουτοπαταγωγικών πηγών και των σχετικών δραστηριοτήτων, καθώς και του είδους, της έκτασης και της οικονομικής σημασίας αυτών των τελευταίων.

Έτσι, οι κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις κλιμακώνονται από τους απλούστερες και παραδοσιακές «κλειστής οικονομίας» ως τις πιο σύνθετες της εποχής εκείνης, με συσσώρευση κεφαλαίου και τεχνογνωσίας, καθώς και με κοινωνικό μετασχηματισμό.

Οι θεωρητικές συζητήσεις και προτάσεις για την εισαγωγή των τότε ευρωπαϊκού τύπου συνεταιρισμών στην Ελλάδα εμφανίζονται ήδη από το 1869, με τη δημοσίευση μάλιστα από τον Δημήτριο Μαυροκορδάτο έξι επιστολών για τις Πιστωτικές Τράπεζες του Λαού, για το Κοινωνικό Ζήτημα του Συνεταιρισμού, όπως ο θεσμός αυτός είχε μελετηθεί και εφαρμοστεί στη Γερμανία.

Το 1875 κυκλοφορεί στη Γαλλία το γνωστό βιβλίο του αρχιτέκτονα Φρανσουά Μπουλανζέ για τις ελληνικές κοινότητες και τα Αμπελάκια των οποίων ανεύρε και διέσωσε στα γαλλικά το καταστατικό του 1795. Το 1877 κυκλοφορεί επίσης στην Ελλάδα το βιβλιαράκι του Ι. Βαλασόπουλου «Αι Τράπεζαι των Εργατών Γης». Διαπιστώνεται έτσι ο ευρωπαϊκός συνεταιρισμός θεσμός έγινε γνωστός στην Ελλάδα του 19ου αιώνα.

Μορφές λαϊκής οικονομίας

Αλιευτική οικονομία

Στις λιμνοθάλασσες (Μεσολόγγι, Αιτωλικό, Αμβρακικός κόλπος, Πόρτο Λάγος) αλλά και στις ανοιχτές θάλασσες του ευρύτερου ελληνικού χώρου, η εκμετάλλευση του ενάλιου πλούτου ελάμβανε χώρα -και συνεχίζει ακόμη να ασκείται σε πολλές περιοχές ακόμη- κατά συνεργατικό και συμμετοχικό τρόπο.

Από μαρτυρίες, προφορικές και γραπτές, είναι γνωστές. Οι Κοινοτικές Ψαρικές των Ελλήνων που κατοικούσαν ως τις αρχές του 20ου αιώνα π.Χ. στις ακτές της σημερινής Βουλγαρίας (Μεσημβρία, Σωζόπολη, Αγχίαλο).

Οι συνεργαζόμενοι σε αυτές τις ομάδες παραγωγών ήταν τρεις: οι ιδιοκτήτες των ψαρότοπων που ήταν κατοχυρωμένοι με άδειες του αυτοκρατορικού αρχείου της Πόλης και καταχωρισμένοι στον Κώδικα κάθε κοινότητας, οι επικεφαλής των αλιευτικών πλοιαρίων, οι οποίοι εκαλούντο βατάμοι, και οι ψαράδες. Η αλιεία γινόταν επί δήλης πόχης ή στο θαλάσσιο κήπο, υπήρχαν δε πολυάριθμοι τέτοιοι δεσμευμένοι παραθαλάσσιοι αλιευτικοί χώροι με μόνιμες εγκαταστάσεις. Τα ποικίλα αλιεύματα τα επεξεργάζονταν στις πλησιόχωρες ακτές οι οικογένειες των ψαράδων και τα προωθούσαν τελικά στις αγορές της Βαλκανικής ως τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Από τα έσοδα αφαιρούσαν κατ΄ αρχάς το φόρο για το κράτος και τα δοσίματα για τα έργα της κοινότητας (σχολεία, εκκλησίες, ορφανοτροφεία, δρόμοι) και ακολούθως τα έξοδα παραγωγής. Το υπόλοιπο χωριζόταν σε δύο μερίδια, ένα για τους πόχαρους (ιδικτήτες των ψαρότοπων) και ένα για τους υπόλοιπους.

Οικονομία των ορυχείων

Στα κοινοτικά ορυχεία (στον Πόντο, στην Χαλκιδική, στα νησιά του Αιγαίου), η εξόρυξη μετάλλων, ομύριδας και άλλων υλικών γινόταν κατά συντροφιές και ομάδες εργαζομένων. Οι κανόνες εργασίας προσδιορίζονταν γραπτώς στον Κανονισμό της αντίστοιχης δημογεροντίας ή ακολουθούσαν αντίστοιχα άγραφα έθιμα και συνήθειες.

Οι εργασίες της ομάδας των μεταλλωρύχων γίνονταν σύμφωνα με αυστηρές τεχνικές προδιαγραφές από τις οδηγίες και την ευθύνη συνήθως ενός αιρετού συντρόφου. το προϊόν από την πώληση των μεταλλευμάτων και των λοιπών υλικών χρηματοδοτούσε αφ’ ενός τα έργα της κοινότητας και αφ’ ετέρου διανεμόταν στα μέλη της ομάδας ανάλογα με τις ώρες δουλειάς τους και τη συμβολή τους στην παραγωγή.

Στην περίπτωση της Χαλκιδικής, η οργάνωση τόσο της παραγωγής αργύρου όσο και των κοινοτήτων της περιοχής είχε εξελιχθεί σε μια περιφερειακή ομοσπονδιοποίηση με ευρύτερες πολιτικές και διοικητικές λειτουργίες.

Κτηνοτροφική οικονομία

Οι αυθόρμητοι και άτυποι συνεταιρισμοί των τσελιγκάτων αποτελούν και πολυάριθμη και εκτεταμένη από γεωγραφική άποψη στην επιχειρηματική οργάνωση του κτηνοτροφικού κεφαλαίου.

Οι μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σκηνίτες Σαρακατσάνοι της Ελλάδας και της Βαλκανικής, καθώς και οι Βλαχόφωνοι, νομάδες και ημινομάδες προβατοτρόφοι, οργάνωναν την παραγωγή και διάθεση των ζωοκομικών, γαλακτοκομικών και λοιπών προϊόντων τους με την ομαδική εκμετάλλευση του γνωστού κτηνοτροφικού τσελιγκάτου. Η κοινωνική δομή του τσελιγκάτου στηριζόταν σε ένα περιορισμένο αριθμό οικογενειών και συγγενικών ατόμων.

Η ανά εξάμηνο (καλοκαιρινό, χειμερινό) οργάνωση και διοίκηση της επιχείρησης ανήκε στον αρχηγό της, ο οποίος επέλεγε τους συνέταιρους τους, καθόριζε το παραγωγικό έργο των μελών, επέβλεπε τις αρμοδιότητες και φρόντιζε για την ενοικίαση λιβαδότοπων από κοινότητες και μονές, διέθετε στην αγορά τα προϊόντα και εξασφάλιζε την επιβίωση της ομάδας.

Τα σαρακατσάνικα μόνο τσελιγκάτα στο Μεσοπόλεμο ήταν περίπου 3.000 ομαδικές εκμεταλλεύσεις με περισσότερα από 2 εκατομμύρια κεφάλια ζώων και πάνω από 150.000 άτομα.

Ναυτική οικονομία

Οι συντροφικές και συμμετοχικές νησιωτικές κοινωνίες αφ’ ενός του ναυτικού εμπορίου, όπως της Ύδρας, πιο γνωστής και χαρακτηριστικής περίπτωσης της Άνδρου, των Σπετσών, των Ψαρών, του Τρικερίου, τους Γαλαξιδίου, της Ικαρίας και αφ’ ετέρου εκείνες της σπογγοαλιείας της Καλύμνου, της Σύμης και άλλων νήσων του αρχιπελάγους.

Σε αυτές τις περιπτώσεις κεφαλαιούχοι και εργαζόμενοι, πλοιοκτήτες, ναυτικοί και σφουγγαράδες «ξεκινητές» και σύντροφοι συνεργάζονταν στο ναυτικό εμπόριο και στη σπογγοαλιεία και συμμετείχαν στη διανομή των αποτελεσμάτων της κοινής επιχείρησης αναλογικά με την εργασία και την ικανότητα κάθε ομάδας και κάθε μέλους της. Δεν υπήρχε συνεπώς το σύστημα της μισθωτής και εξαρτημένης εργασίας, παρά μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις και για περιθωριακές εργασίες.

Το παραγωγικό σύστημα, το συντροφοναυτικό για το θαλάσσιο εμπόριο και το συντροφοσπογγοαλιευτικό, στηριζόταν σε γραπτούς εθιμικούς κανόνες, οι οποίοι καθόριζαν επακριβώς την κατανομή της εργασίας, την περιγραφή των όρων εκτέλεσης του έργου κατά κατηγορία εργαζομένων και των εκ των προτέρων καθορισμό των προϋποθέσεων και όρων συμμετοχής στα κέρδη και στις ζημίες.

Ο Εμποροναυτικός Νόμος του 1818 στην περίπτωση της Ύδρας και ο Κανονισμός της Σπογγοαλιείας του 1884 στην περίπτωση της Καλύμνου, που υπογράφεται σχεδόν από το σύνολο των αρχηγών των οικογενειών εφαρμοζόταν από τον πολιτειακό φορέα της εποχής, ήτοι τις αντίστοιχες κοινοτικές δημογεροντίες.

Ο Σπογγοαλιευτικός Κανονισμός της Καλύμνου εκσυγχρονίστηκε με την εισαγωγή από την ΑΤΕ (Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος) εκατοντάδας περίπου σύγχρονων συνεταιρισμών σπογγοαλιείας στην περιοχή μετά την απελευθέρωση-ενσωμάτωση του συμπλέγματος αυτού του αρχιπελάγους (1947).

Απαραίτητος αλληλοβοηθητικός θεσμός, που λειτούργησε και στήριξε το συμμετοχικό συντροφοναυτικό σύστημα της εποχής εκείνης ήταν το αλληλοασφαλιστικό των καραβιών. Με κανονισμό των οποίων οι συμβατικοί όροι ήταν ομοιόμορφοι, οι καραβοκύρηδες αναλάμβαναν να συντρέξουν ο ένας τον άλλον σε περίπτωση ναυαγίου, πειρατείας κ.α. Το σύστημα αυτό λειτούργησε ως την εμφάνιση της ατμοκίνητης ναυτιλίας και τη δημιουργία των Lloyd’s της Αγγλίας. 25 αλληλασφαλιστικές εταιρείες αυτού του συνεταιριστικού τύπου, που λειτουργούσαν το 1867, είχαν περίπου 18 εκατομμύρια δραχμές της τότε εποχής ως καταβληθέν μετοχικό κεφάλαιο. την ίδια περίοδο ιδρύονται και τα Συνεταιριστικά Αλληλασφαλιστικά Ταμεία για τους ναυτικούς και τη σύνταξη τους, όπως αυτό του Πλωμαρίου Λέσβου (1882).

Οικονομία των υφασμάτων

Μαζική παραγωγή υφασμάτων, ειδών ένδυσης και παραγωγής νημάτων είχε ήδη παρατηρηθεί στη Φιλιππούπολη, στη Ζαγορά Πηλίου, στην Τσαρίτσανη. Η διαφορά με τα βαφεία της αμπελακιώτικης «κοκκινάδικης τέχνης» και την εξαγωγή τους στη Βιέννη και στη Δυτική Ευρώπη, ήταν ότι στα Αμπελάκια οι παραγωγικές σχέσεις για περισσότερα από τριάντα χρόνια και σε ολόκληρη τη διαδικασία παραγωγής και εμπορίας στηρίχθηκαν και έλαβαν χώρα σύμφωνα με ένα καθετοποιημένο οικονομικό και εργασιακό σύμφωνο, το οποίο προηγήθηκε κατά 65 χρόνια του πρώτου ευρωπαϊκού συνεταιρισμού της Ροσντέιλ Αγγλίας (1844).

Όλες οι δραστηριότητες από την αγορά των πρώτων υλών ως την πώληση των κόκκινων νημάτων και την επιστροφή των εισπράξεων στα Αμπελάκια, σε ρευστό ή σε εμπορεύματα για μεταπώληση εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στηρίζονται και εκτελούνται σύμφωνα με τους κανόνες και τους όρους του Καταστατικού. Τα καταστατικά αυτά είχαν γίνει αποδεκτά από όλα τα μέλη της «Κοινής Συντροφιάς και Αδελφότητας» της πολίχνης αυτής.

Η συμμετοχή στην επιχειρηματική αυτή μονάδα, τόσο για τον καταμερισμό των εργασιών όσο και για την διανομή των κερδών, ήταν διπλή, κατά ομάδες και κατ’ άτομο σε ομόκεντρους κύκλους. Ο εσωτερικός πρώτος κύκλος αποτελούνταν από τα μέλη των τριών κύριων παραγωγικών μονάδων -βαφειάδες, έμποροι, εργαζόμενοι- και ο τελευταίος εξωτερικός, από τους εργαζόμενους με μισθό.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *