Δεν είναι μόνο τα αρχαιολογικά ευρήματα και μνημεία κάθε είδους που πλαισιώνουν τις ιστορικές μαρτυρίες και πιστοποιούν τη βυζαντινή παρουσία στην ιταλική χερσόνησο. Οι βυζαντινοϊταλικές σχέσεις απεικονίζονται ευκρινέστατα και σε πάρα πολλά «μνημεία του λόγου», που συναποτελούν την αξιολογότατη και πολυποίκιλη πνευματική παραγωγή των λογίων της Βυζαντινής Ιταλίας, κείμενα γραμμένα στα ελληνικά.

Η ελληνική γλώσσα είχε ευρεία διάδοση σε μεγάλες περιοχές της Ιταλίας και κυρίως στο νότιο τμήμα, στη Σικελία, στην Καλαβρία και στην περιοχή του Οτράντο. όσον αφορά τα γραπτά μνημεία η χρήση της ελληνικής γλώσσας δεν περιοριζόταν στα λογοτεχνικά κείμενα, ήταν η επίσημη γλώσσα και των διπλωματικών εγγράφων, αλλά και των συμβολαιογραφικών πράξεων. Οι γλωσσολόγοι έχουν εκφράσει διάφορες απόψεις για να ερμηνεύσουν την παρουσία και την αντοχή στο χρόνο των γλωσσικών αυτών θυλάκων.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι κατάλοιπα των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων, άλλοι αντιθέτως θεωρούν ότι πρέπει να ανάγονται σε νεότερα χρόνια, σε μεταγενέστερα μεταναστευτικά κύματα Ελλήνων αποίκων της μεσαιωνικής εποχής.
Η πνευματική παραγωγή των λογίων της περιοχής εκδηλώθηκε με τρεις μορφές: α) μεταφράσεις από τα ελληνικά στα λατινικά και αντιστρόφως, β) αντιγραφή χειρογράφων διαφόρων ελληνικών έργων και γ) το κυριότερο, συγγραφή πρωτότυπων έργων στα ελληνικά. Ως προς την πρώτη περίπτωση, των μεταφράσεων υπάρχουν δείγματα και πριν από την εγκαθίδρυση της βυζαντινής κυριαρχίας: ο λόγιος Μάριος Βικτωρίνος (4ος αιώνας) είναι γνωστός για τις μεταφράσεις του στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη., ενώ πολύ γνωστοί είναι και ο Βοήθιος και ο Κασσιόδωρος. (τέλη 5ου-αρχές 6ου αιώνα), οι οποίοι συστηματικά ασχολήθηκαν με τη μετάφραση στα λατινικά του αριστοτελικού έργου, αλλά και των πλατωνικών διαλόγων, καθώς και άλλων αρχαιοελληνικών συγγραμμάτων πρακτικού χαρακτήρα.
Ο Διονύσιος ο Μικρός είναι μια πολύ ξεχωριστή προσωπικότητα της Σικελίας. Είναι περισσότερο γνωστός επειδή καθιέρωσε το χρονολογικό υπολογισμό «από Χριστού γεννήσεως». Μετέφρασε μεταξύ άλλων και το Περί κατασκευής ανθρώπου του Γρηγορίου Νύσσης.
Μετά την ανακατάληψη της Ιταλίας από τις δυνάμεις του Ιουστινιανού, ο πρώτος πάπας που ήξερε ελληνικά ήταν ο Πελάγιος Α’. Μεταξύ των άλλων δραστηριοτήτων που ασχολήθηκε με τη μετάφραση στα ελληνικά των κειμένων που είναι γνωστά ως Αποφθέγματα πατέρων, της συλλογής δηλαδή διαφόρων διδακτικών ιστοριών και ρητών που αποδίδονται σε ονομαστούς μοναχούς της Ανατολής.
Το 748 ο πάπας Ζαχαρίας, καταγόμενος από την Καλαβρία, με απώτερες ελληνικές ρίζες, μετέφρασε από τα λατινικά στα ελληνικά τους Διαλόγους του πάπα και ονομαστού θεολόγου Γρηγορίου Α’ του Μεγάλου. Μάλιστα στη μετάφραση του έχει προτάξει ένα επίγραμμα 33 δωδεκασύλλαβων στίχων, στο οποίο διαφημίζει κατά κάποιον τρόπο το πόνημα του.
Τον επόμενο αιώνα, ο λόγιος Αναστάσιος αποκαλούμενο και «βιβλιοθηκάριος», ο οποίος πάνω από όλα ήταν εισηγητής και εκπρόσωπος της παπικής εκκλησίας, συνέθεσε τη γνωστή Chronografia Tripartita (Τριμερής χρονογραφία), κείμενο το οποίο σε μεγάλο βαθμό αποτελείται από μεταφράσεις εκτενών αποσπασμάτων από το Χρονογραφικόν Σύντομον του πατριάρχη Νικηφόρου Α’, και δύο άλλα ονομαστά χρονογραφικά κείμενα της μεσοβυζαντινής εποχής, τη Χρονογραφία του Γεωργίου Συγκέλλου και το ομώνυμο έργο του Θεοφάνη του Ομολογητή. Οι σκοποί της μετάφρασης αυτής ήταν προφανέστατα πρακτικοί, να εξυπηρετήσουν σκοπούς πολιτικούς. Ο Αναστάσιος μετέφρασε κα πλήθος άλλων θεολογικών και αγιολογικών κειμένων καθώς και πρακτικά εκκλησιαστικών συνόδων. Αξίζει να αναφερθεί η μετάφραση του Βίου του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονος και η Μυσταγωγία του Μάξιμου του Ομολογητή.
Ως προς την αντιγραφή χειρογράφων οι έρευνες των ειδικών εντοπίσει πολύπλευρη δραστηριότητα, που αρχίζει πολύ πριν το 7ο αιώνα και φτάνει ως την Αναγέννηση. Το κέντρο της αντιγραφικής δραστηριότητας βρισκόταν στα μοναστήρια της περιοχής (τα οποία ακολουθούσαν το ορθόδοξο τυπικό) και ο ρόλος τους ήταν σπουδαίος όχι μονό στην πνευματική, αλλά και στην οικονομική ζωή της περιοχής. Μάλιστα έχουν χαρακτηριστεί ως ένα είδος αυτόνομων οικονομικών μονάδων.
Ευρεία ήταν η κλίμακα που αντιγράφτηκαν σε ιταλικό έδαφος: τα έπη του Ομήρου και του Ησιόδου. λυρικοί και τραγικοί ποιητές, αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, και, σε μεγαλύτερη συχνότητα, ευαγγέλια, ψαλτήρια, κείμενα των πατέρων της Εκκλησίας, βίοι Αγίων και διάφορα άλλα θεολογικά κείμενα, αλλά βεβαίως και κείμενα της βυζαντινής λογοτεχνίας. Η μαζική αυτή παραγωγή έχει επιτρέψει στους ειδικούς παλαιογράφους να διακρίνουν και αντιγραφικές σχολές, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γραφής η κάθε μία.
Ως προς την πρωτότυπη λογοτεχνική δημιουργία, μπορούμε να διακρίνουμε κυρίως τέσσερις ομάδες: α) αγιολογία, β) θεολογία, γ) υμνογραφία, δ) κοσμική ποίηση, που όλες σημείωσαν αξιοσημείωτη άνθηση.
Η αγιολογία κυρίως στράφηκε στις βιογραφίες σημαντικών τοπικών αγίων, που ακολουθούν τα παραδοσιακά πρότυπα της αγιολογικής βιογραφίας, όπως είχαν καθιερωθεί έπειτα από πολύχρονη καλλιέργεια του είδους στο Βυζάντιο. Σημαντικά κείμενα είναι ο Βίος του Αγίου Φαντίνου του Νέου, του Οσίου Νείλου του Καλαβρού, του Ηλία του Σπηλαιώτη, του Φιλάρετου του Νέου, του Νικοδήμου, και πολλά άλλα.
Η ομάδα αυτή των αγιογραφικών κειμένων, καθώς είναι γραμμένα συνήθως από μαθητές των αγίων και αυτόπτες μάρτυρες των περιγραφόμενων γεγονότων, έστω και αν είναι άνισης αξίας, είναι χρήσιμη για την προσωπογραφία, την τοπογραφία, τα ήθη και τα έθιμα της περιοχής, την κοινωνική ιστορία, καθώς και για την εικόνα του επιπέδου του πνευματικού πολιτισμού. Ορισμένοι βίοι, όμως, κυρίως της περιόδου από τον 9ο ως τον 11ο αιώνα, έχουν μια τάση εναντίον του Ισλάμ, που απορρέει, όπως είναι ευνόητο, από τις ταραγμένες συνθήκες της εποχής.
Στο χώρο της Θεολογίας διακρίθηκε ο επίσκοπος Ακράγαντος Γρηγόριος, συγγραφέας σχολίων στον Εκκλησιαστή. Ο Πέτρος ο Σικελιώτης ήταν πρεσβευτής του αυτοκράτορα Βασιλείου Α’ του Μακεδόνα στη Μικρά Ασία και συγγραφέας της Ιστορίας των Μανιχαίων, βασικής πηγής, για την αίρεση των Παυλικιανών. Μαθητής και διάδοχος του Μιχαήλ Ψελλού ήταν ο περίφημος Ιωάννης ο Ιταλός, ο οποίος καταδικάστηκε για τις απόψεις του, που θεωρήθηκαν αιρετικές.
Λίγο μεταγενέστερες είναι ο Νείλος Δοξαπατρής (12ος αιώνας), ο οποίος μεταξύ των άλλων συνέθεσε, κατόπιν παραγγελίας του Νορμανδού Βασιλιά Ρογήρου Β’ (1101-1154), πραγματεία Περί των πέντε πατριαρχικών θρόνων, έργο σημαντικό για την ανασύνθεση της ιεραρχίας της χριστιανικής εκκλησίας και προσφιλές στους Βυζαντινούς εφ’ όσον υποστηρίζει την ισοτιμία του πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης και του πάπα, με βάση συνοδικούς κανόνες.
Σύγχρονος του Νείλου ήταν ο μοναχός Φιλάγαθος, ο οποίος διακρίθηκε κυρίως στην εκκλησιαστική ρητορική: ήταν ο επίσημος κήρυκας του Ευαγγελίου στην αυλή των Νορμανδών ηγεμόνων. Στις ομιλίες του δεν ήταν σπάνιες οι αναφορές σε σύγχρονα του γεγονότα, συνεχίζει τη βυζαντινή παράδοση της ομιλητικής και συντελεί ποικιλοτρόπως στην καλλιέργεια των ελληνικών γραμμάτων αφού είχε και καλή κλασική παιδεία. Μεταξύ άλλων έγραψε και μια αλληγορική ερμηνεία των Αιθιοπικών του Ηλιόδωρου.
Η υμνογραφία, ακολουθώντας τα παραδεδομένα πρότυπα, καλλιεργήθηκε επίσης σε μεγάλο βαθμό. Ο Γρηγόριος (7ος αιώνας), ο Θεοδόσιος (8ος αιώνας) και ο Μεθόδιος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (9ος αιώνας), του οποίου είναι γνωστοί τρεις κανόνες, κατάγονταν από τις Συρακούσες. Από το Παλέρμο καταγόταν ο πιο παραγωγικός από τους υμνογράφους της περιοχής, ο Ιωσήφ ο Υμνογράφος (9ος αιώνας), ο οποίος το μεγαλύτερο μέρος του έργου του το συνέθεσε στην Κωνσταντινούπολη. Του προσγράφονται πάνω από 400 κανόνες.
Τα υμνολογικά κείμενα της περιοχής δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον μόνο για τον μελετητή της λειτουργικής ποίησης, αλλά και για τον ιστορικό, καθώς συχνά περιέχουν υπαινιγμούς και αναφορές σε κρίσιμα γεγονότα της εποχής εκείνης.
Οι λόγιοι της εποχής ασχολήθηκαν και με την κοσμική ποίηση. Ο Κωνσταντίνος ο Σικελός, μαθητής του Λέοντος του Φιλοσόφου, συνέθεσε βυζαντινά ανακρεόντεια γαι να θρηνήσει το θάνατο των γονέων του, και σε ένα άλλο ωδάριον ερωτικό διεκτραγωδεί τις συμφορές του έρωτα. Ένας σύγχρονος του, ο Θεοδόσιος, περιέγραψε την καταστροφή των Συρακουσών από τους Άραβες (878) επίσης με ανακρεόντειους στίχους.
Περίπου σύγχρονος του Φιλάγαθου (12ος αιώνας) και με αντίστοιχη κλασική παιδεία ήταν ο Ευγένιος από το Παλέρμο, ο οποίος είχε και πολιτική δραστηριότητα και ανάμιξη στα κοινά. Η ποίηση του βασίζεται στη βυζαντινή παράδοση. Έγραψε στίχους για τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, για τις αρετές για τη ματαιότητα του βίου καθώς και για άλλα θρησκευτικά θέματα.
Οι λόγιοι, Ιωάννης Γράσσος, Ιωάννης και Νικόλαος Υδρουντηνός και Γεώργιος Καλλιπολίτης, συνεχίζοντας τη βυζαντινή παράδοση έγραψαν τα στιχουργήματα τους τα χρόνια του Φρειδερίκου Β’ (1194-1250), και δικαίως θεωρούνται η γέφυρα που ενώνει τη βυζαντινή παράδοση με τους Ιταλούς ποιητές, που εκείνη ακριβώς την εποχή αποτολμούσαν τις πρώτες δειλές συνθέσεις τους στα ιταλικά.