Μιχαήλ Ζ’ Δούκας και Νικηφόρος Βοτανειάτης

Ο Μιχαήλ Ζ’ Δούκας ήταν πρωτότοκος γιος του Κωνσταντίνου Ι’ Δούκα και της Ευδοκίας. Όταν ακόμη ήταν νήπιο αναγορεύτηκε από τον πατέρα του συναυτοκράτορας. Μετά τον θάνατο του πατέρα του (όταν ο Μιχαήλ ήταν δεκαετής), επιτροπευόταν από τη μητέρα του, η οποία όμως παντρεύτηκε τον Ρωμανό Δ’ Διογένη. Μετά την έκπτωση του Ρωμανού από τον αυτοκρατορικό θρόνο, λόγω της ήττας στο Μαντζικέρτ, και τη βίαιη απομάκρυνση της Ευδοκίας στο μοναστήρι της Πιπερούς στην Προποντίδα, ο Μιχαήλ Ζ’ ανακηρύχθηκε μόνος αυτοκράτορας (24 Οκτωβρίου 1071).

Μιχαήλ Ζ' Δούκας και Νικηφόρος Βοτανειάτης
Μιχαήλ Ζ’ Δούκας

Μετά τον θάνατο του Ρωμανού Δ’ οι Σελτζούκοι προφασιζόμενοι ότι η συνθήκη που είχαν συνάψει με αυτόν δεν ίσχυε πλέον, άρχισαν έναν επιθετικό και κατακτητικό πόλεμο εναντίον του Βυζαντίου. Η Αυτοκρατορία βρισκόταν και πάλι, όπως την εποχή των μεγάλων αραβικών επιδρομών, μπροστά σε θανάσιμο κίνδυνο να κυριευθεί από τους εχθρούς της. Τότε, όμως είχαν αντιταχθεί οι διάδοχοι του Ηρακλείου με ηρωισμό και πείσμα για την άμυνα της Αυτοκρατορίας. Αντίθετα, τώρα τα πάντα βρίσκονταν σε διάλυση. Ο Μιχαήλ Ζ’ ήταν κατώτερος των περιστάσεων. Δεν υπήρχε καμιά ελπίδα για τη Μικρά Ασία. Ο δρόμος ήταν ανοιχτός για τους Σελτούκους και καμιά δύναμη ή θέληση δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει. Παρόλα αυτά έγιναν κάποιες προσπάθειες να αντιμετωπιστούν.

Κταά την εποχή της βασιλείας του Μιχαήλ Ζ’ το Βυζαντινό κράτος έχασε και την τελευταία κτήση στη Νότιο Ιταλία, τη Βάρη (σημερινό Μπάρι), η οποία έπεσε στα χέρια του ικανότατου αρχηγού των Νορμανδών Ροβέρτου Γυισκάρδου. Έτσι ολοκληρώθηκε η κατάκτηση των βυζαντινών κτήσεων στην Ιταλία από τους Νορμανδούς και ένας μεγάλος κίνδυνος άρχισε να απειλεί την αυτοκρατορία από τα δυτικά.

Το 1072 ξέσπασε μια νέα επανάσταση στη Βουλγαρία. Οι Βούλγαροι, που υπέφεραν από τις υπερβολικές καταπιέσεις (ιδίως οικονομικές) του αυτοκράτορα, επαναστάτησαν βοηθούμενοι και από τους Σέρβους. Εναντίον τους έστειλε ο Μιχαήλ Ζ’ τον Δαμιανό Δαλασσηνό, ο οποίος νικήθηκε. Στη συνέχεια έστειλε τον Νικηφόρο Βρυέννιο (παππούς του συζύγου της Άννας Κομνηνής), ο οποίος όχι μόνο πέτυχε να καταστέλει την εξέγερση των Βουλγάρων, αλλά και να εκδιώξει τους Σέρβους από τη Βουλγαρία και να κατατροπώσει τους Χρωβάτες (στην Ιλλυρία) και στους Νορμανδούς (στα ανατολικά παράλια της Αδριατικής).

Αυτή ήταν η κατάσταση στο Βυζαντινό κράτος, όταν στις 7 Ιανουαρίου 1078 ο στρατηγός του θέματος των Ανατολικών, Νικηφόρος Βοτανειάτης, αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και κινήθηκε προς την Κωνσταντινούπολη, όπου τον Μάρτιο του 1078 ξέσπασε μια επανάσταση των κατοίκων της πρωτεύουσας στην οποία έλαβε ενεργό μέρος και η Εκκλησία. Ο Μιχαήλ Ζ’, ο οποίος είχε συλληφθεί από τον επαναστημένο λαό, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον θρόνο και να καρεί μοναχός στη μονή του Στουδίου.

Μιχαήλ Ζ' Δούκας και Νικηφόρος Βοτανειάτης
Νικηφόρος Βοτανειάτης

Ο Νικηφόρος Βοτανειάτης στις 24 Μαρτίου 1078 εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη και την ίδια μέρα στέφθηκε αυτοκράτορας από τον Πατριάρχη. Ήταν γιος και εγγονός στρατηγών, του Μιχαήλ και του Θεοφύλακτου Βοτανειάτη, οι οποίοι διακρίθηκαν στους πολέμους του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου κατά των Βουλγάρων. Ανήκε σε ισχυρή στρατιωτική οικογένεια της Μικράς Ασίας που αποτελούσε κλάδο της μεγάλης οικογένειαςτων Φωκάδων.

Όταν ο Νικηφόρος Βοτανειάτης ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Νικηφόρος Βρυέννιος (ο ανταγωνιστής του) είχε υπό την εξουσία του τις ευρωπαϊκές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας έστειλε εναντίον του τον Αλέξιο Κομνηνό (μετέπειτα αυτοκράτορα) ο οποίος τον νίκησε και τον συνέλαβε αιχμάλωτο. Κατά τη μεταφορά του στην Κωνσταντινούπολη τυφλώθηκε από απεσταλμένους του αυτοκράτορα.

Μετά από λίγο καιρό ένας άλλος στασιαστής, ο Νικηφόρος Μελισσηνός, με τη βοήθεια των Τούρκων ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας στη Νίκαια της Βιθυνίας. Τότε ο Νικηφόρος Βοτανειάτης σκέφτηκε να στείλει εναντίον του τον Αλέξιο Κομνηνό, αλλά ο τελευταίος επειδή είχε και ο ίδιος αρχίσει να σκέφτεται τον αυτοκρατορικό θρόνο προτίμησε να παραμείνει στην πρωτεύουσα για να διεκδικήσει με μεγαλύτερες πιθανότητες την άνοδο του σε αυτόν.

Οι δυο σύμβουλοι του αυτοκράτορα, Βορίλλος και Γερμανός, επειδή υποπεύονταν τον Αλέξιο αποφάσισαν να τον τυφλώσουν. Όμως τα σχέδια τους αποκαλύφθηκαν και ο Αλέξιος διέφυγε μαζί με τους συγγενείς και φίλους του στην Θράκη. Στη συνέχεια ο Αλέξιος αφού συνεννοήθηκε με τον αρχηγό των Γερμανών μισθοφόρων της αυτοκρατορικής φρουράς κινήθηκε προς την Κωνσταντινούπολη. Την 1η Απριλίου κατάφερε να εισέλθει στην πρωτεύουσα, η οποία παραδόθηκε σε φοβερή λεηλασία για τρεις μέρες.

Ο Πατριάρχης έπεισε τότε τον ανίσχυρο Βοτανειάτη να παραιτηθεί. Στις 4 Απριλίου ο Αλέξιος Κομνηνός στέφθηκε αυτοκράτορας στη Μεγάλη Εκκλησία. Άρχιζε μια νέα περίοδος της Βυζαντινής Ιστορίας γεμάτη δόξα και λαμπρότητα, η περίοδος της δυναστείας των Κομνηνών (1081-1185).