Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Δ’ ανήλθε στον θρόνο ο γιος του εργάτη του λιμανιού Στέφανου και θετός γιος της Ζωής, Μιχαήλ Ε’, ο λεγόμενος Καλαφάτης, ο οποίος επρόκειτο να έχει σύντομη βασιλεία. Ο νεαρός αυτοκράτορας υπήρξε εγωιστής και φιλόδοξος. Στην αρχή προσποιήθηκε σεβασμό στη Ζωή και προς τον θείο του Ιωάννη Ορφανοτρόφο, τον οποίο συμβουλευόταν σε όλα τα ζητήματα. Όμως λόγω της φιλοδοξίας του άλλαξε στάση και έδειξε τις πραγματικές του προθέσεις, δηλαδή η θέληση του να κυβερνά ο ίδιος το Βυζαντινό Κράτος.
Σύντομα στράφηκε κατά του θείου του Ι. Ορφανοτρόφου τον οποίο συνέλαβε και εξόρισε. Η εκτόπιση του Ιωάννη Ορφανοτρόφου έγινε δεκτή από το λαό με ανακούφιση γιατί ήταν σε όλους μισητός εξαιτίας της αυταρχικής του πολιτικής και της βαριάς φορολογίας. Συγχρόνως για να αυξήσει τη λαϊκή συμπάθεια αποφυλάκισε τα θύματα του θείου του, Ιωάννη Ορφανοτρόφου, Κωνσταντίνο Δαλασσηνό και Γεώργιο Μανιάτη, και ανέθεσε τη διεύθυνση των κοινών στο νομομαθή, Κωνσταντίνο Λειχούδη. Στη συνέχεια ο νεαρός αυτοκράτορας εκλέγει σύμβολο τον άλλο θείο του, τον Κωνσταντίνο, τον οποίο προάγει στο μέγα αξίωμα του νοβελλίσιμου=ευγενέστατου.
Έπειτα μεθοδεύει της εφαρμογή του δεύτερου μέρους του σχεδίου του, που ήτνα η απομάκρυνση της Ζωής, η οποία όμως ήταν αγαπητή στο λαό, γιατί εκπροσωπούσε τη δυναστική νομιμότητα. Στην αρχή της έκλεισε στο γυναικωνίτη και στη συνέχεια την νύχτα της 18ης προς την 19η Απριλίου διέταξε ανθρώπους την να την συλλάβουν με την κατηγορία ότι σχεδίαζε να τον δηλητηριάσει. Ευθύς αμέσως την επιβίβασαν σε πλοιάριο και την μετέφεραν στην Πρίγκιπο, όπου κατά διαταγή του αυτοκράτορα εξαναγκάστηκε να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα.
Στη συνέχεια ο Μιχαήλ Ε’ ανακοινώνει τα γεγονότα στη σύγκλητο και στους δήμους. Οι συγκλητικοί τα εγκρίνουν καθώς και μερικοί από τους ηγέτες του δήμου. Βέβαιος για την επιτυχία του απευθύνει διάγγελμα προς το λαό στο οποίο προσπαθούσε να δικαιολογήσει την προς την θετή μητέρα του αγνώμονα συμπεριφορά του. Όταν αναγνώσθηκε από τον έπαρχο της πόλης το βασιλικό διάταγμα στην πλατεία του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο λαός αντέδρασε κεραυνοβόλα φωνάζοντας: «Ημείς σταυροπάτην και Καλαφάτην βασιλέα ου θέλομεν, αλλά την αρχέγονον και κληρονόμον και ημετέραν μητέρα Ζωήν».
Ο Μιχαήλ, επειδή τρομοκρατήθηκε, έσπευσε να επαναφέρει τη Ζωή στα ανάκτορα. Όμως το πλήθος εξαγριώθηκε όταν αντίκρισε τη Ζωή χωρίς την αυτοκρατορική εσθήτα. Ο Μιχαήλ πείθεται ότι δεν υπάρχει γι’ αυτόν σωτηρία και καταφεύγει ικέτης σε κάποια εκκλησία, ενώ ο λαός οδηγεί και τη Θεοδώρα, την αδελφή της Ζωής, από το μοναστήρι (όπου μόναζε) στην Αγία Σοφία, την αναγορεύει αυτοκράτειρα μαζί με την Ζωή. Έτσι ο θρόνος περιέρχεται για λίγο στις δύο γραίες αδελφές οι οποίες διέταξαν τη σύλληψη του Μιχαήλ Ε’ και του θείου του Κωνσταντίνου που είχαν καταφύγει στη Μονή Στουδίου. Αφού συνελήφθησαν και διαπομπεύθηκαν και τυφλώθηκαν, στάλθηκαν σε εξορία (20 Απριλίου 1042).