Ολόκληρος ο Πόντος δέχθηκε τον χριστιανισμό από τους Αποστόλους Πέτρο και Ανδρέα (1ος μ.Χ. αιώνας). Ο πρώτος είχε εκχριστιανίσει τον εσωτερικό, ενώ ο δεύτερος τον παραλιακό Πόντο. Τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ξεχώριζε η Μητρόπολη Νεοκαισάρειας, λόγω της επιρροής των Μ. Πατέρων της Εκκλησίας Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Γρηγορίου Νύσσης και Ιωάννου Χρυσοστόμου. Όμως από τον 6ο αιώνα υπερισχύει η Μητρόπολη Τραπεζούντος, γιατί ο Ιουστινιανός ανέδειξε την Τραπεζούντα ως πολιτικό και εκκλησιαστικό κέντρο ολόκληρης της περιοχής. Ωστόσο οι συνέπειες των εξισλαμισμών στην περιοχή ήταν οδυνηρές: από τις 8 μητροπόλεις και τις 27 επισκοπές του 13ου αιώνα, η Εκκλησία του Πόντου συρρικνώνεται στις 6 μητροπόλεις και 1 επισκοπή τον 19ο αιώνα. Συνολικά σε όλη την Μικρά Ασία οι απώλειες του χριστιανισμού, μέχρι τον 15ο αιώνα, υπολογίζονται γύρω σε 17 αρχιεπισκοπές, 15 μητροπόλεις και 470 επισκοπές.
Στο β’ μισό του 19ου αιώνα, ολόκληρος ο Πόντος ήταν κατανενημένος, εκκλησιαστικά, σε μητροπολιτικές επαρχίες Τραπεζούντος, Ροδοπόλεως, Χαλδίας, Νεοκαισάρειας, Αμάσειας και Κολωνίας. Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι ελληνικοί πληθυσμοί, κατά μητροπολιτικές επαρχίες εμφανίζονται με διαφορετικά μεγέθη από διαφορετικές πηγές.
Μητροπόλεις του Πόντου
Μητρόπολη Τραπεζούντος: Η Τραπεζούντα δέχθηκε τον χριστιανισμό από τον Απόστολο Ανδρέα. Πρώτος επίσκοπος της πόλης ήταν ο Άγιος και μάρτυρας Ευγένιος, που έγινε και πολιούχος της πόλης. Συνολικά υπολογίζονται σε πάνω από 60 οι ιεράρχες που λάμπρυναν τη Μητρόπολη Τραπεζούντας, από την ίδρυση της μέχρι το 1922. Η Εκκλησία της Τραπεζούντας αναγνωρίστηκε ως ημιαυτοκέφαλη το 1282. Τότε ο αυτοκράτορας Τραπεζούντας Ιωάννης Β’ Κομνηνός παντρεύτηκε την Ευδοκία, κόρη του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιόλογου, και ονομάστηκε «Αυτοκράτωρ Ανατολής, Ιβήρων και Περατίας». Από τότε καθιερώθηκε και ο μονοκέφαλος αετός. Τελευταίος μητροπολίτης Τραπεζούντας ήταν ο Χρύσανθος Φιλιππίδης, ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος (1938-1941).
Μητρόπολη Ροδοπόλεως: Ιδρύθηκε το 1863, με απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ύστερα από τη μαζική φανέρωση των κρυπτοχριστιανών της περιοχής, λόγω του Χάτι Χουμαγιούν (1856). Καταργήθηκε, όμως, το 1867 και ανασυστάθηκε το 1902, με πρώτο μητροπολίτη τον Γερβάσιο Σαρασίτη, από τη μεγάλη οικογένεια των αρχιμεταλλουργών του Πόντου. Πρόκειται, ουσιαστικά, για την μητρόπολη της εκκλησιαστικής επαρχίας Γαλίανα. Είχε έδρα τη Λιβερά και περιελάμβανε γύρω στις 80 εκκλησίες. Εξάλλου, στην πνευματική της δικαιοδοσία υπάγονταν 46 ελληνικές κοινότητες και περίπου 70 σχολεία.
Μητρόπολη Χαλδίας-Κερασούντος και Χερροιάνων: Όλοι σχεδόν οι μητροπολίτες αυτής της μητρόπολης κατάγονταν από την περιοχή της Χαλδίας. Στη μητρόπολη αυτή υπάγονταν 280 εκκλησίες και 227 σχολεία, με περίπου 14.000 μαθητές, καθώς και το Φροντιστήριο Αργυρούπολης. Η δικαιοδοσία, όμως, του μητροπολίτη Χαλδίας απλωνόταν στα βιλαέτια Τραπεζούντας, Σεβαστείας, Ικονίου, Αγκύρας και Ερζερούμ. Σε περιοχές, δηλαδή, όπου έφταναν τα πνευματικά του τέκνα και ασκούσαν το επάγγελμα του μεταλλωρύχου, διότι η μεταλλουργία ήταν κύρια ασχολία των κατοίκων της περιοχής Αργυρούπολης.
Μητρόπολη Κολωνίας και Νικοπόλεως: Περιελάμβανε εννέα τμήματα, 120 ελληνικές κοινότητες, 155 εκκλησίες και 140 σχολεία, με 5.200 μαθητές. Βρίσκεται στα νότια της Κερασούντας, με την οποία συνδέεται με αμαξωτό δρόμο. Η περιοχή ήταν γνωστή από τη ρωμαϊκή εποχή για τα στυπτούχα μεταλλεία της, γι΄ αυτό και ονομαζόταν Σεμπίν Καρά Χισάρ. Έδρα του μητροπολίτη ήταν το Καρά Χισάρ.
Μητρόπολη Αμασείας και Αμισού: Η μητρόπολη της μαρτυρικής Αμασείας περιελάμβανε τις περιφέρειες Σινώπης, Αμισού, Πάφρας. Ήταν από τις μεγαλύτερες, σε έκταση και πληθυσμό, του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Είχε στη πνευματική της δικαιοδοσία 392 οικισμούς, 392 εκκλησίες, 325 σχολεία (10.000 μαθητές). Στη Μητρόπολη Αμασείας ανήκε και η επισκοπή Ζήλων, περιφέρειας Πάφρας, τελευταίος επίσκοπος της οποίας ήταν ο εθνομάρτυρας Ευθύμιος Αγριτέλης. Καταδικάστηκε σε θάνατο από τα «Δικαστήρια Ανεξαρτησίας» της Αμάσειας (1921).
Μητρόπολη Νεοκαισάρειας: Πρόκειται γαι την αρχαιότερη μητρόπολη με πολύ μεγάλη έκταση. Περιελάμβανε τις περιφέρεις Σεβαστείας, Γαγγρών, Κασταμονής, Ινέπολης, Τοκάτης Σαφράπολης, Φάτσας, Οινόης, Κοτυώρων, Έρπαια κ.α. Η έδρα της μητρόπολης μεταφέρθηκε διαδοχικά από τη Νεοκαισάρεια στην Τοκάτη και τελευταία στα Κοτύωρα (Ορντού). Στη μητρόπολη αυτή υπάγονταν 425 εκκλησίες και 396 σχολεία, με 30.000 μαθητές.
Μοναστικά κέντρα στον Πόντο
Ο Πόντος θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μία εκτεταμένη μοναχική πολιτεία, με τα πολυάριθμα ιστορικά του μοναστήρια, που απλώνονταν σε όλο το πλάτος και το μάκρος της περιοχής και ανατρέχουν από τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Εκτός από τα τρία μεγάλα μοναστήρια, της Παναγίας Σουμελά, του Αγίου Ιωάννη του Βαζελώνα και του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, πάμπολλα άλλα ιδρύθηκαν και λειτούργησαν ως κυψέλες και ως κιβωτοί της Ορθοδοξίας και του Γένους. Υπολογίζονται γύρω στα 50 τα μοναστήρια που ιδρύθηκαν στον Πόντο από τις αρχές του μοναχισμού (3ος μ.Χ. αιώνας).
Η πνευματική τροφή που προσέφεραν οι μονές και η εμπιστοσύνη που ενέπνεαν στους πιστούς, είναι οι κύριες αιτίες της διάσωσης του χριστιανισμού στις απόμακρες περιοχές του Πόντου, παρόλο που η τουρκική κατακτητική πορεία προσχώρησε προς τα ενδότερα.
Είναι αξιοσμείωτο το πώς κατάφεραν τα μοναστήρια να επιβιώσουν ανά τους αιώνες κάτω από την τουρκική κατάκτηση. Πρώτα, πρώτα, οι αμύθητοι θησαυροί τους παραχωρούνταν κατά καιρούς στους πασάδες, στους σουλτάνους και αποσπούσαν έτσι την εύνοια τους. Έπειτα, η διαθήκη του Μωάμεθ στο όρος Σινά, αντίγραφα της οποίας σώζονταν στα μοναστήρια του Πόντου, κατοχύρωνε το απρόσβλητο των μονών.
Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν η αυτοθυσία, η αυταπάρνηση των πατέρων των μονών, η επιτηδειότητα εκμετάλλευσης της κατάστασης, των περιστάσεων και των προσώπων, που είχαν πολύ θετικά αποτελέσματα ως προς τη διάσωση του χριστιανικού στοιχείου. Με ενέργειες των ηγουμένων των τριών μεγάλων μονών (Σουμελά Χριστοφόρου, Βαζελώνα Χρύσανθου, Περιστερεώτα Αζαρία) κατορθώθηκε, μέσω Κωνσταντινούπολης, η απαλλαγή των περιοχών τους από τη φοβερή μάστιγα των ντερεμπέηδων Εγίπιδων, οι οποίοι αποτελούσαν μόνιμη διαρκή απειλή του χριστιανικού στοιχείου (1831-1836). Ακόμη έγιναν κέντρα παιδείας και φυτώρια Ορθοδοξίας, ιδιαίτερα στη σκοτεινή περίοδο των 16ου και 17ου αιώνα.
Ο ρόλος της Εκκλησίας, ως προς τη διάσωση και την αναγέννηση του Ελληνισμού, δεν ήταν μόνο καθοριστικός αλλά και αποκλειστικός στην περιοχή του Πόντου. Τα μοναστήρια εκτός του ότι είχαν στα χέρια τους το έργο της παιδείας, και μάλιστα σε περίοδο έλλειψης σχολείων, πρόσφεραν στους χριστιανικούς πληθυσμούς της περιοχής θερμή προστασία και φρόντιζαν να επαναφέρουν στο χριστιανισμό κατά περιόδους εξομόσαντες. Με το σεβασμό και την εκτίμηση που απολάμβαναν, ακόμη και από Τούρκους, και με την επίσημη προστασία των σουλτανικών προνομίων, αναδείχθηκαν σωτήρια και παρήγορα κέντρα των χριστιανών μέχρι την Ανταλλαγή.