Μετά το 1130 και ως κοντά στο τέλος του 9ου π.Χ. αιώνα σημειώθηκαν πολλές μετακινήσεις ελληνικών φύλων ή τμημάτων τους από τα ορεινότερα και πιο άγονα διαμερίσματα της ηπειρωτικής Ελλάδας προς τις πεδινότερες και παραγωγικότερες εκτάσεις και από τον ελληνικό κορμό προς τα νησιά του Αιγαίου, τα μικρασιατικά παράλια και την Κύπρο.
Οι ειδήσεις που έχουμεαπό τους αρχαίους για αυτές τις μετακινήσεις είναι άνισης αξίας. Ανάμεσα τους βρίσκονται γνήσιες αναμνήσεις, δυστυχώς αποσπασματικές και ελλερπτικές, αλλά και προϊόντα ποιητικής σημασίας, λόγιων συνδυασμών κια πολιτικής προπαγάνδας. Τα γνησιότερα στοιχεία προέρχονται από παραδόσεις πόλεων που δεν διαδραμάτισαν αργότερα σημαντικό ρόλο, ενώ τα πλαστά πλεονάζουν στις αφηγήσεις, που απηχούν απόψεις των Αθηναίων και των Σπαρτιατών, οι οποίοι χρειάσθηκαν να αιτιολογήσουν κατακτήσεις και αξιώσεις, καθώς επίσης στις περισσότερο συστηματοποιημένες εκθέσεις.
Δωριείς και Αιτωλοί στην Πελοπόννησο
Οι Δωριείς σχηματίστηκαν στην Στερεά Ελλάδα, λίγο πριν το τέλος της Μυκηναϊκής Εποχής, από ένα επιχώριο φύλο που είχε επικεφαλής το γένος των Ηρακλειδών, από μια ομάδα Μακεδόνων που είχε μεταναστεύσει εκεί προγενέστερα και είχε ζητήσει την προστασία αυτού του φύλου και από διάφορα άλλα στοιχεία.
Οι Ηρακλείδες είχαν βλέψεις στην Αργολίδα από παλαιότερα. Είχαν μάλιστα αποπειραθεί να περάσουν τον Ισθμό της Κορίνθου σε μια εποχή που η παράδοση την τοποθετεί πριν τα τρωικά. Τότε οι Αχαιοί και οι σύμμαχοί τους κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν την επιδρομή. Αλλά, έπειτα από την πολιτική, οικονομική και δημογραφική εξασθένηση των αχαϊκών και άλλων κρατών της Πελοποννήσου, ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν ευνοϊκός για τους Δωριείς.
Σύμφωνα με μια αρχαία μαρτυρία η δωρική ομάδα που εγκαταστάθηκε στην Σπάρτη αριθμούσε 2.000 πολεμιστές. Πολλοί ιστορικοί θεωρούν τον αριθμό αυτό υπερβολικό και πιστεύουν ότι αφορά τους μάχιμους της Σπάρτης κατά τους πρώτους αιώνες μετά την κατάκτηση. Ο αριθμός όμως των 2.000 πολεμιστών δεν βρίσκεται έξω από τα πλαίσια του πιθανού.
Οι Δωριείς που έφθασαν στηνΠελοπόννησο αποτέλεσαν τέσσερα διαφορετικά σώματα και καθένα ανέλαβε μια συγκεκριμένη περιοχή για λογαριασμό του. Ούτε οι αρχηγοί ούτε οι πολεμιστές δέχονταν να ανήκουν σε σώμα που μειονεκτούσε αριθμητικά, γιατί θα αντιμετώπιζαν περισσότερες δυσκολίες και θα είχαν μικρότερες ελπίδες επιτυχίας. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό οι μάχιμοι να κατανεμήθηκαν εξίσου στα τέσσερα σώματα. Με αυτή τη λογική το σύνολο των Δωριέων μαχητών που πέρασαν στην Πελοπόννησο θα ανέρχονταν σε 8.000 και οι άμαχοι θα ήταν τρεις φορές περισσότεροι.
Βέβαια η ιστορική Δωρίδα με τα 200 τετραγωνικά χιλιόμετρα, και αυτά ορεινά, δεν θα μπορούσε να θρέψει 32.000 ψυχές. Δεν αποκλείεται από τους Ηρακλείδες και άλλες ομάδες, τόσο από γειτονικές χώρες, όπως η Φωκίδα και η Ανατολική Λοκρίδα, όσο και πιο μακρινές, όπως η Ήπειρος. θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η τρίτη δωρική ομάδα, οι «Πάμφυλοι», σχηματίστηκε την παραμονή της εξόρμησης, ακριβώς για να πλαισιώσει τις παντοδαπές ομάδες, που δέχτηκαν να ακολουθήσουν τους Ηρακλείδες, με την προσδοκία συμμετοχής στην διανομή της λείας. Επίσης ίχνη Βοιωτών που διαπιστώνονται στην Αρκαδία και στη Λακωνία, μπορούν να ανήκουν σε τμήματα που συνέπραξαν με τους Δωριείς. Αυτά τα τμήματα θα προέρχονταν από περιοχές βορειότερες από την κεντρική Στερεά όπου κατοικούσαν Βοιωτοί, πριν από την κάθοδό τους στην Βοιωτία.
Διάφορα δεδομένα πείθουν ότι οι Ηρακλείδες έδρασαν με ένα γενικό σχέδιο. Μοίρασαν τις δυνάμεις τους σε τέσσερα τμήματα και καθένα από αυτά ανέλαβε να έφερε εις πέρας χωριστή αποστολή. Οι περιοχές που κατέληξαν αυτά τα τμήματα, η κεντρική Μεσσηνία, η κεντρική Λακωνία, η πεδιάδα του Άργους, η περιοχή του Ισθμού, βρίσκονται πολύ μακριά από το σημείο της κοινής αφετηρίας και σε μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους, όλες ωστόσο είχαν κοινό ιστορικό παρελθόν, ως κτήσεις των ισχυρών αχαϊκών κρατών της Μυκηναϊκής Εποχής. Για να φθάσουν σε κάθεμια από αυτές τα δωρικά τμήματα διέσχισαν άλλες χώρες που δεν κίνησαν το ενδιαφέρον τους.
Τα στοιχεία που συνθέτουν την κατάκτηση των παραπάνω χωρών από τους Δωριείς αφήνουν να φανεί η εικόνα στρατιωτικών επιχειρήσεων μάλλον παρά μεταναστεύσεις ενός λαού που εγκαταλείπει μια περιοχή με περιορισμένους πόρους, για να εγκατασταθεί στην πρώτη σχετικά πλουσιότερη χώρα που θα συναντήσει στον δρόμο του. Αν οι Δωριείς είχαν κινηθεί σαν μετανάστες, δεν θα έμεναν αδιάφοροι στις πρώτες χώρες που συνάντησαν μετά την απόβασή τους στο Ρίο.
Οι Ηρακλείδες για αυτό το εγχείρημα ζήτησαν σύμπραξη και πληροφορίες από τους Αιτωλούς, οι οποίοι δέχθηκαν να συνεργαστούν με τους Δωριείς, συλλαμβάνοντας το σχέδιο να καταλάβουν την Ήλιδα, γι΄αυτό και απέφυγαν να οδηγήσουν εκεί τους συμμάχους τους. Αυτές οι πληροφορίες των αρχαίων αφηγήσεων είναι ολοφάνερα επινοήσεις νεότερες από τα γεγονότα, γιατί είναι απίθανο οι Δωριείς να χρειάζονταν δηγούς για να περάσουν από τη Ναύπακτο στο Ρίο και να εισχωρήσουν στην Πελοπόννησο. Ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία για την ιστορικότητα του γεγονότος ότι οι Αιτωλοί επωφελήθηκαν από την ευκαιρία που παρείχε η διαπεραίωση των Δωριέων στην Πελοπόννησο, για να αποικίσουν ένα τμήμα τους στην πλούσια Ήλιδα.
Θεσσαλοί και Βοιωτοί
Γύρω στο 1200π.Χ. οι Βοιωτοί εγκατέλειψαν την περιοχή που κατείχαν από αιώνες στην Κεντρική Πίνδο, κοντά στους Θεσσαλούς, και εγκαταστάθηκαν στην Άρνη, στο κέντρο περίπου του διαμερίσματος που αργότερα θα ονομαστεί Θεσσαλιώτις.
Οι Θεσσαλοί μετακινήθηκαν με τη σειρά τους προς την ίδια κατεύθυνση. Οι σχετικές με τη Θεσσαλική μετανάστευση αφηγήσεις περιέχουν νεότερα στοιχεία, αλλά η μνεία της διάβασης του Αχελώου είναι ένα στοιχείο που επιτρέπει την υπόθεση ότι οι Θεσσαλοί πέρασαν ανάμεσα στα Άγραφα και στον Τυμφρηστό.
Ευρήματα από διάφορες θέσεις της Θεσσαλίας χρονολογούμενα από τον 11ο και τον 10οπ.Χ. αιώνα αποκαλύπτουν τρεις τοπικούς πολιτισμούς. Ο πρώτος, που εκτεινόταν στη δυτική και την κεντρική Θεσσαλία, φαίνεται ότι ήταν προϊόν των εισβολέων. Ο δεύτερος, στην περιοχή της Λάρισας, και ο τρίτος στα παράλια του Παγασητικού, οφείλονταν σε προθεσσαλικά στοιχεία που δεν είχαν ακόμη υποκύψει. Από τον 9ο π.Χ. αιώνα και έπειτα η πολιτιστική ενότητα αποκαθίσταται, γεγονός που δείχνει ότι ολοκληρώθηκε η κατάκτηση χώρας από τους Θεσσαλούς.
Ένα μέρος των Βοιωτών με τον βασιλιά Οφέλτα μετανάστευσε στη χώρα που ονομάστηκε Βοιωτία. Εν τω μεταξύ αυτή είχε καταληφθεί από ορδές Θρακών και Πελασγών που είχαν διεισδύσει ως εκεί γύρω στα 1200π.Χ. Οι Βοιωτοί κατέλαβαν πρώτα τη Χαιρώνεια και έπειτα τον Ορχομενό και την Κορώνεια, αφού απώθησαν τους Θράκες, που κατέφυγαν στον Παρνασσό, και ίδρυσαν στην Κορώνεια ιερό της Ιτωνίας Αθηνάς, την λατρεία της οποίας είχαν πάρει από τον καιρό της παραμονής τους στην Άρνη.
Και μετά την πολιτική διάσπασή τους σε μια δωδεκάδα κρατών, οι Βοιωτοί εξακολούθησαν σε όλη την αρχαιότητα να τιμούν την Ιτωνία ως εθνική θεά και κάνουν στο ιερό της μια κοινή γιορτή, τα Παμβοιώτια. Φαίνεται λοιπόν ότι η Κορώνεια υπήρξε η πρωτεύουσα του βασιλείου που ίδρυσαν οι Βοιωτοί μόλις κατέλαβαν το δυτικό τμήμα της χώρας. Από εκεί αργότερα επεκτάθηκαν στα ανατολικά. Ως αρχηγός των Βοιωτών που κατέλαβαν την Θήβα δεν αναφέρεται ο Οφέλτας, αλλά ο Πολεμάτας, ένας νεότερος βασιλιάς. Οι Βοιωτοί νίκησαν τους Πελασγούς επίσης στο Πάνακτον, κοντά στα φυσικά σύνορα της Βοιωτίας με την Αττική. Οι Πλαταιές και άλλες πόλεις περιήλθαν στους Βοιωτούς αργότερα.
Μάγνητες και Αινιάνες
Όπως φαίνεται από την ετυμολογική σχέση των ονομάτων Μακεδόνες, Μάγνητες, το φύλο που έφερε το δεύτερο από αυτά τα ονόματα είναι κλάδος των Μακεδόνων. Η μετανάστευση των Μάγνητων στην περιοχή του Πηλίου είναι νεότερη από τα τέλη της Μυκηναϊκής Εποχής, αλλά δεν μπορεί να χρονολογηθεί με ακρίβεια.
Από τη βόρεια Περραιβία ξεκίνησαν οι Αινιάνες που κατέληξαν στην ιστορική Αινίδα έπειτα από μακρά διαδρομή και ενδιάμεσους σταθμούς, η ανάμνηση των οποίων διατηρήθηκε με πολλή σαφήνεια στις παραδόσεις του φύλου. Αρχικά οι Αινιάνες μετανάστευσαν κοντά στις όχθες του Αώου, όπου ήρθαν σε επαφή και με δύο άλλα ελληνικά φύλα, τους Μολοσσούς και τους Παραυαίους, ίσως μάλιστα προσάρτησαν και ένα τμήμα Μολοσσών.
Οι ιστορικοί Αινιάνες απένειμαν λατρεία στον Νεοπτόλεμο, ήρωα αυτού του φύλου, και είχαν ονόματα που δεν απαντούν αλλού, παρά μόνο στους Μολοσσούς. Από την περιοχή εκείνη οι Αινιάνες κατέβηκαν στην Κασσωπαία, τμήμα της μεσημβρινής Ηπείρου, αλλά έφυγαν από εκεί, γιατί τα εδάφη που είχαν στην κατοχή τους δεν τους ικανοποιούσαν και γιατί είχαν ενοχλήσεις από τους γείτονες. Οι ιστορικοί Αινιάνεςέστελναν κάθε χρόνο στην Κασσωπαία ένα βόδι για θυσία.
Ο επόμενος σταθμός ήταν η Κίρρα της Φωκίδας. Την εγκατέλειψαν όμως έπειτα από ξηρασία. Τέλος οι Αινιάνες κατέληξαν στην κοιλάδα του Ινάχου, παραπόταμου του Σπερχειού, από όπου εκτόπισαν τους παλιούς κατοίκους, που αναφέρονται ως Αχαιοί και ως Ιναχιείς. Φαίνεται όμως ότι πρέπει να νοηθούν ως Αχαιοί Ιναχιείς, δηλαδή Αχαιοί του Ινάχου.
Η εγκατάσταση των Αινιάνων στην Κίρρα και ακόμη περισσότερο η διαδρομή τους διαμέσου της κεντρικής Στερεάς και η οριστική εγκατάσταση τους στην Αινίδα θα έγινε αφού η περιοχή είχε αδειάσει από τους Δωριείς εκτός από το μικρσοσκοπικό τμήμα που εξακολουθούσε να φέρει το όνομα Δωρίδα. Η προγενέστερη εγκατάστασή τους στην Κασσωπαία, είναι αρχαιότερη από την κάθοδο των Δωριέων στην Πελοπόννησο και η παραμονή τους στον Αώο αρκετά παλαιότερη. Η πορεία των Αινιάνων από την Περραιβία ως την Κίρρα με τους δύο ενδιάμεσους σταθμούς θα κράτησε τρεις έως τέσσερις γενιές.
Χάρη στις λεπτομέρειες που μας διέσωσαν οι παραδόσεις των Αινιάνων και αποτύπωσαν μερικές πηγές γνωρίζουμε ένα τύπο μετανάστευσης ελληνικών φύλων στο τέλος της Χαλκοκρατίας, διαφορετικό από εκείνο που αντιπροσωπεύει η λεγόμενη κάθοδος των Δωριέων. Ενώ οι Δωριείς κινήθηκαν ως στρατιωτικές φάλαγγες και κατευθύνθηκαν σε στόχους που είχαν επιλεγεί και ορισθεί από πριν, διασχίζοντας χώρες που συναντούσαν στον δρόμο τους, χωρίς να σταματήσουν, οι Αινιάνες αποπειράθηκαν τρεις φορές να εγκατασταθούν σε χώρες που θεώρησαν κατάλληλες, τελικά όμως τις εγκατέλειψαν γιατί δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες τους.
Άλλες μετακινήσεις
Συγχρόνως περίπου με τους Δωριείς έφθασε στην Λακωνία μια ομάδα Μινύων και εγκαταστάθηκε σε κάποια πτυχή του Ταϋγέτου. Μερικοί από τους Αχαιούς που εγκατέλειψαν την Αργολίδα τον καιρό της δωρικής εισβολής αποσύρθηκαν στα βόρεια παράλια της Πελοποννήσου και απώθησαν τους Ίωνες που ζούσνα εκεί από αιώνες. Από τότε η περιοχή αυτή πήρε το όνομα Αχαΐα, με το οποίο πέρασε στην ιστορία.
Επειδή οι Δωριείς δεν είχαν καταλάβει ακόμα την Σικυώνα, την Κορινθία, την Επίδαυρο, οι Ίωνες της Πελοποννήσου διέρρευσαν προς τον Ισθμό και τα παράλια του Σαρωνικού ως την Αττική. Αργότερα, σε ακαθόριστη εποχή η Αχαΐα κατακτήθηκε από άλλο φύλο που μιλούσε η δυτική ελληνική διάλεκτο. Δεν γνωρίζουμε το όνομά του, γιατί έχασε το αρχικό του και πήρε το όνομα των Αχαιών. Από αυτούς αποικίσθηκε μεταγενέστερα η Ζάκυνθος.
Στην Αχαΐα έφθασε επίσης μια μικτή αποικία Αχαιών και Δωριέων από η Σπάρτη. Οι άποικοι έφεραν μαζί τους την λατρεία της Λιμνάτιδος (από τις Λίμνες, κώμη της Σπάρτης) και ίδρυσαν στα δυτικά παράλια του Πατραϊκού τη Μεσόα ή Μεσάτιδα, δίνοντάς της το όνομα μιας άλλης σπαρτιατικής κώμης. Αργότερα έχτισαν την πόλη των Πατρών.
Τέλος, στην Στερεά Ελλάδα σημιεώθηκαν ακόμη μετακινήσεις Ακαρνάνων που εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στις ακτές του Ιονίου και στον Αχελώο ποταμό, και Λοκρών, από την Ανατολική Λοκρίδα, στην περιοχή που θα ονομασθεί Δυτική Λοκρίδα.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους