Μετά τα Τρωικά, δηλαδή τον Τρωικό πόλεμο, και κατά τα πρώτα χρόνια του 12ου π.Χ. αιώνα συνέβησαν σε διάφορα μικρά και μεγάλα κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας, ακροπόλεις δηλαδή, ανάκτορα και συνοικισμούς, καταστροφές που έχουν κατά κανόνα μορφή γενικής πυρκαγιάς.
Πολλοί ερευνητές δέχονται ότι φείλονται σε επιδρομές ξένων ή όμορων λαών που δεν άφησαν όμως εκτός από τα πυρπολημένα κτίρια κανένα ίχνος διάβασης και πολύ περισσότερο της παραμονής τους. Αυτό οδήγησε στο συμπέρασμα ότι, αφού λεηλάτησαν και ανάγκασαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού να καταφύγει προς την Αχαΐα και την Κύπρο, εγκατέλειψαν και εκείνοι τη χώρα φεύγοντας προς άγνωση κατεύθυνση.
Άλλοι ερευνητές αποδίδουν τις πυρκαγιές σε εσωτερικές συγκρούσεις και αναστατώσεις, οφειλόμενες στην παράλυση της κεντρικής εξουσίας εξαιτίας της μακρόχρονης απουσίας των ηγεμόνων στην εκστρατείαστην Τροία. Χωρίς να αποκλείεται αυτό το ενδεχόμενο οι τοπικές εξεγέρσεις εκείνη την περίοδο στον ελλαδικό χώρο είναι μόνο 8: η Κρίσα στη Φωκίδα, ο Γλας στη Βοιωτία, ένας μέρος του συνοικισμού των Ζυγουριών στην Κορινθία, τμήμα των ακροπόλεων των Μυκηνών και της Τίρυνθας στην Αργολίδα, το ανάκτορο του Εγκλιανού και ο συνοικισμός Νιχώρια στη Μεσσηνία και το Μενελάιο στη Λακωνία.
Η καταστροφή του Γλα, ο οποίος άλλωστε δεν κατοικήθηκε ποτέ μόνιμα, ανάγεται στην αμέσως προηγούμενη περίοδο και μοιάζει να ήταν πράγματι προμελετημένη. Από τις υπόλοιπες επτά θέσεις, οι Μυκήνες, η Τίρυνθα και τα Νιχώρια εξακολούθησαν να κατοικούνται χωρίς διακοπή και μόνο οι τέσσερις άλλες εγκαταλείπονται οριστικά.
Σε μια χώρα τόσο πυκνοκατοικημένη όσο η ηπειρωτική Ελλάδα το 13ο π.Χ. αιώνα , ο αριθμός των καταστροφών αυτών είναι πολύ μικρός και η διασπορά τους ανάμεσα στα άλλα κέντρα που έμειναν ανέπαφα πολύ μεγάλη, ώστε να ειναι δυνατόν να οφείλονται σε μεγάλης ή μικρής κλίμακας εχθρική επιδρομή.
Η Πύλος, το τελευταίο ασφαλές κέντρο στον δρόμο οποιουδήποτε επιδρομέα από τον βορρά που θα είχε διασχίσει τη Φωκίδα, τον Ισθμό, την Αργολίδα, δεν ήταν βέβαια δυνατόν να αιφνιδιαστεί από τέτοια εισβολή. Και όμως οι πινακίδες του Εγκλιανού, απολύτως σύγχρονες με την πυρκαγιά, μιλούν για κάθε είδους καθημερινά διαχειριστικά ζητήματα, αλλά δεν αναφέρουν πουθενά αύξηση των στρατιωτικών προετοιμασιών ή ειδικά μέτρα ασφαλείαςστην περιοχή.
Οι καταστροφές είναι αναμφισβήτητες και δεν αποτελούσαν σπάνιο φαινόμενο σε κατοικίες κτισμένες με άφθονη και εκτεταμένη ξυλεία, με ανοιχτές φωτιές και χωρίς ιδιαίτερα μέσα κατάσβεσης. Μερικές καταστροφές ίσως να οφείλονται σε εχθροπραξίες, τοπικές όμως και περιορισμένες, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι δεν σημειώθηκε διακοπή της ζωής ούτε στις ευρύτερες περιοχές ούτε σε καμία από τις μεγάλες ακροπόλεις.
Εκείνη την εποχή μια θεομηνία διέλυσε το κράτος των Χετταίων, και κατά συνέπεια καταστράφηκαν και τα εμπορικά κέντρα της Χαναάν, που ήταν το σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου. Το τελευταίο γεγονός προκάλεσε τον μαρασμό των ανακτόρων και την διάλυση της Μυκυναϊκής Κοινής, που βασιζόταν ακριβώς στη συγκέντρωση και τον συντονισμό του οικονομικού και του πολιτιστικού βίου.
Η διασπορά του μκηναϊκού πληθυσμού
Όπως ήταν φυσικό οι Αχαιοί επεδίωξαν από την πρώτη στιγμή να αποκαταστήσουν την προηγούμενη τάξη πραγμάτων. Η προσπάθεια όμως αυτή και η αδυναμία της ηπειρωτικής Ελλάδας να εξασφαλίσει το παλιό βιοτικό επίπεδο προκάλεσαν μεγάλο κύμα εκπατρισμού προς την γνωστή και οικεία περιοχή της Εγγύς Ανατολής.
Στο διάστημα της δεκαετίας ή πεντηκονταετίας που ακολούθησε την κάθοδο των «λαών της Θάλασσας» οι 22 συνοικισμοί της Ρόδου αυξήθηκαν σε 36 και κάλυψαν ολόκληρο το νησί ενώ στην Κύπρο νεοφερμένοι Αχαιοί άποικοι ξανάχτισαν το Κίτιο και την Έγκωμη, αποίκησαν την Σίντα, το Κούριον και την Παλαίπαφο και ίδρυσνα νέο συνοικισμό στο Παλαίκαστρο -Μάα. Μία άλλη ομάδα εγκαταστάθηκε στη Ταρσό, που είχε εγκαταλειφθεί από τους Χετταίους. Οι αποικίες της Μιλήτου, της Εφέσου και της Αλικαρνασσού διατηρήθηκαν και πιθανόν ενισχύθηκαν.
Η μεταναστευτική αυτή κίνηση είχε το αντίκτυπό της στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου προκάλεσε σοβαρότατη αραίωση του πληθυσμού: από τους γνωστούς 328 οικισμούς μόλις 137 εξακολουθούν να κατοικούνται. Τα μεγαλύτερα κενά παρουσιάζουν η Μεσσηνία, η Τριφυλία και η Πισάτις, μετά η Λακωνία, η Αργολίδα, η Βοιωτία, η Φθιώτιδα και η Λοκρίδα. Πουθενά όμως η αραίωση δεν φθάνει ως την ερήμωση.
Παράλληλα με την, μειωμένη μεν αλλά, συνεχή λειτουργία των κέντρων της ηπειρωτικής Ελλάδας, ιδρύονται και νέα στην Ιθάκη, την Κεφαλλονιά και ιδίως την Αχαΐα και την Ήλιδα, που εμφανίζονται τώρα πυκνότερα κατοικημένες. Παρουσιάζονται επίσης μερικά στην Αττική, στην Αίγινα, την Εύβοια, τη Χίο και τη Νάξο.
Κατά το 1150π.Χ. η νέα κατάσταση έχει πλέον διαμορφωθεί. Οι συνοικισμοί λιγότεροι και αραιότεροι, καλύπτουν ολόκληρη την έκταση όπου υπήρχαν και πριν. Σχετικά πυκνότεροι είναι τώρα στην περιοχή της Λάρισας και του Πηνειού, στην Αττική και ιδίως στην πεδιάδα των Μεσογείων και τα ανατολικά παράλια, στην Κόρινθο, στην Αργολίδα και στην Πυλία, στον κόλπο του Γυθείου στον ρου του Αλφειού, στην περιοχή του Αιγίου και των Πατρών, στην ορεινή Αχαΐα, στη Κεφαλλονιά και την Ιθάκη.
Οι περισσότεροι από τους οικισμούς που καταργήθηκαν βρίσκονταν στην ενδοχώρα ενώ εκείνοι που διατηρήθηκαν περιορίζονται σχεδόν όλοι στις ακτές ή τα νησιά, όπου ακριβώς ιδρύονται και νέοι. Η ενδοχώρα πάσχει από μαρασμό και εγκατάλειψη και παρατηρείται μετακίνηση πληθυσμού προς την παραλία. Το Αιγαίο εξακολουθεί να είναι ασφαλές και οι Αχαιοί είναι πάντοτε στραμμένοι προς τη θάλασσα, η οποία αποτελεί οδό επικοινωνίας και πηγή πλουτισμού.
Η εσωτερική δομή του μυκηναϊκού κόσμου άλλαξε ριζικά μέσα σε μια εικοσιπενταετία. Στη θέση των ανακτόρων που βασίζονταν στην συστηματοποιημένη παραγωγή μεγάλων αγροτικών περιοχών και στον συντονισμό της εισαγωγικής και εξαγωγικης κίνησης, υπάρχουν τώρα πολλά, μικρά αστικά, θα έλεγε κανείς, κέντρα χωρίς μεγάλη πολιτική ισχύ, με ανάλογες περιοχές, περιορισμένες δυνατότητες και κίνηση μικρής κλίμακας.
Οι προσπάθειες τους να ανασυνδέσουν τις σχέσεις με το περιβάλλον τους και να ανασυγκροτήσουν τις παλαιές συναλλαγές τους μέσα στα πλαίσια του συγκλονισμένου κόσμου της Ανατολικής Μεσογείου κατέληξαν στη σύσταση μιας δεύτερης περιορισμένης και βραχύβιας μικρής Κοινής. Σε αυτήν περιλαμβάνονται παραλιακά κέντρα της Αττικής και τηςανατολικής Πελοποννήσου, η Νάξος, η Μήλος και πιθανόν μερικές ακόμη Κυκλάδες, η Κρήτη, όπου ιδρύθηκαν νέοι συνοικισμοί στην Φαιστό και την Γόρτυνα, η Δωδεκάνησος με προχωρημένη βάση την Κύπρο, που δέχτηκε κατά το 1150π.Χ. μεγάλο κύμα μεταναστών και έγινε πλέον ολότελα αχαϊκή. Οι επαφές των κέντρων με την Ανατολή είναι έμμεσες και γίνονται μέσω της Κύρπου. Οι επαφές με την Αίγυπτο όμως ήταν άμεσες.
Γενικά, αντίθετα με ό,τι γινόταν στο παρελθόν, τα κέντρα της Μικρής Κοινής διατηρούσαν παφές λιγότερο με το εξωτερικό, με τις χώρες δηλαδή που βρίσκονταν οι πηγές των εξωτικών ειδών, και περισσότερο με την Κύπρο και το Αιγαίο. Δηλαδή οι Αχαίοι με την πάροδο του χρόνου αναγκάζονταν να παραιτηθούν από τις πολυτελέστερες εκδηλώσεις τηε ζωής και να περιορίζονται στα καθημερινά και αναγκαία. Παράλληλα, χάρη στη διάλυση της αυτοκρατορίας των Χετταίων που κρατούσαν ζηλότυπα το μονοπώλιο της παραγωής και επεξεργασίας του σιδήρου, το μέταλλο αυτό αρχίζει να κυκλοφορεί ευρύτερα και στην Ελλάδα, όπου εμφανίζονται όχι πια κοσμήματα αλλά όπλα και εργαλεία.
Η διάλυση του μυκηναϊκού κόσμου
Η γενική μείωση του πληθυσμού και η μετακίνηση του προς τις ακτές και τη θάλασσα επέφερε την παραμέληση, αν όχι την εγκατάλειψη αρκετών εκτεταμένων αγροτικών περιοχών της ενδοχώρας που αφέθηκαν κατά μεγάλο μέρος ανεκμετάλλευτες. Φυσικό ήταν να προσελκύσουν αυτές οι περιοχές μερικά από τα ορεινά φύλα που ζούσαν στην περίμετρο του μυκηναϊκού χώρου, εκμυκηναϊσμένα ως ένα σημείο, αλλά με έντονα τοπικά στοιχεία και με αρκετή επαφή και επιδράσεις από τον Βορρά, τα οποία άρχισαν από τα μέσα του 12ου π.Χ. αιώνα να κατεβαίνουν προς τα πεδινά και να εισδύουν στις κενές εκτάσεις.
Την κάθοδο αυτή γνώριζαν και οι αρχαίοι από την παράδοση που έλεγε ότι 60 χρόνια μετά τα Τρωικά εισέβαλαν οι Θεσσαλοί από την Θεσπρωτία στην Αιολίδα εκτοπίζοντας από εκεί τους Βοιωτούς προς την Καδμηίδα την οποία άλλωστε αυτοί είχαν εν μέρει αποικήσει και ονομάσει Βοιωτία.
Οι μετακινήσεις αυτών των όμορων και λιγότερο προνομιούχων πληθυσμών προς τα κενά υπήρξαν πια πρόδρομοι και ίσως οι πρόξενοι άλλων πολύ σοβαρότερων γεγονότων. Ενώ δεν είχαν τον χαρακτήρα οργανωμένης εκστρατείας και ενιαία συστηματική μορφή, ενώ έγιναν με ρυθμό βραδύ και σχεδό διστακτικό, πέτυχαν τελικά να αλλάξουν την σύνθεση των βορειότερων πληθυσμών της χώρας και να προκαλέσουν σειρά αναστατώσεων και συνεπειών.
Παράλληλα δημιούργησαν κρίκους επαφής της Ελληνικής χερσονήσου με την Ιλλυρία και την Χερσόνησο του Αίμου και τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, με πολιτισμούς δηλαδή των οποίων τα πρώτα στοιχεία, αραιά ακόμη και μεμονωμένα έφθασαν κατά το τέλος του αιώνα ως την Αττική και την Αργολίδα. Εκεί καθώς και στην υπόλοιπη Πελοπόννησο, η ζωή εξακολουθεί χωρίς καμιά ένδειξη εχθρικής ενέργειας. Στις Μυκήνες η πυρκαγιά του Σιτοβολώνα φαίνεται να οφείλεται σε τυχαία αίτια και όχι στην εκπόρθηση και την δήωση ολόκληρης της ακρόπολης. Έστω όμως και χωρίς καταστροφές η γενική κακοδαιμονία εντείνεται με την πάροδο του χρόνου.
Ο 12ος π.Χ. αιώνας χαρακτηρίζεται από μία συνεχή μετακίνηση ανθώπων που εγκαταλείπουν τη γενέτειρά τους για να αναζητήσουν καλύτερη τύχη. Πολλοί Αχαιοί πιθανότατα οι ζωηρότεροι και δραστηριότεροι, άφηναν την Ελλάδα για να εγκατασταθούν στην Ανατολή, κοντά στις πηγές του πλούτου και της αφθονίας, δημιουργώντας, χωρίς να το επιδιώκουν, τις προϋποθέσεις για τον μελλοντικό ελληνικό αποικισμό της Μεσογείου. Στην θέση τους κατέβαιναν πληθυσμοί τραχείς και καθυστερημένοι. Γι’ αυτούς η ζωή στην Ελλάδα ανάμεσα στα κατάλοιπα της μυκηναϊκής ευημερίας αντιπροσώπευε μια βελτίωση συνθηκών διαβίωσης μεγαλύτερη απο την βελτίωση που επεδίωκαν οι Αχαιοί εγκαταλείποντας τη χώρα τους.
Η διαδικαίαι αυτή βρισκόταν στην αρχή και θα αργούσε να ολοκληρωθεί. Ωστόσο είχε επιφέρει μια γενική πτώση αντοχής και ζωτικότητας. Ο βαθμιαίος μαρασμός εκδηλώνεται στα παράλια και στα νησιά χωρίς να υπάρχουν οι δυνατότητες πια να αποτραπεί η παρακμή. Λίγο μετά το 1100π.Χ. ατονούν οι τελευταίες προσπάθειες να συγκρατηθεί η υπερπόντια οικονομία. Οι τελευταίες ακροπόλεις εγκαταλείπονται καθώς και μερικοί οικισμοί που αποζούσαν από την υπερπόντια οικονομία, όπως το Λευκαντί, η Περατή, η Ασίνη και η Φυλακωπή. Γενικά η εξέλιξη πρέπει να υπήρξε ήρεμη χωρίς εχθροπραξίεςή βιαιότητες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διάλυση της μικρής Κοινής θα έτρεψε πολλούς ναυτικούς και νησιώτες στην πειρατεία και τον τυχοδιωκτισμό. Το Αιγαίο των αρχών και ιδίως των μέσων του 11ου π.Χ. αιώνα πρέπει να είχε γίνει πολύ ανήσυχη περιοχή. Δεν υπήρχε λοιπόν καμία δύναμη ικανή να εξασφαλίσει την ναυσιπλοΐα. Ο μυκηναϊκός κόσμος ύστερα από προσπάθειες ενός αιώνα είχε εξαντλήσει την δημιουργική ικμάδα και είχε περάσει σε ένα στάδιο μαρασμού και αγώνα επιβίωσης, ενώ διαφαίνονται ήδη νέες ζωτικές ανακατατάξεις που θα οδηγήσουν σε νέους προσανατολισμούς και νέες εξελίξεις.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους