Μετά θάνατον ζωή

Η πίστη στην μετά θάνατον ζωή σε ένα τόπο κατοικήσιμο είναι μέγιστη υπόσχεση των ρωσικών λαϊκών δοξασιών. Ωστόσο δεν υπάρχει ένας μοναδικός ορισμός για τον κόσμο μετά τον τάφο. Η ρωσική έκφραση «φεύγω για τον άλλο κόσμο» είναι συνώνυμη του «πεθαίνω».

Μετά θάνατον ζωή
Παιχνίδια που απέθεσαν σε έναν παιδικό τάφο κοντά στη Μόσχα

Οι πολυάριθμες προετοιμασίες του νεκρού για την ταφή υπαινίσσονται τη συνέχιση της ύπαρξης του πεθαμένου σε ένα άλλο μέρος, αν και σε διαφορετική κατάσταση. Το φέρετρο αναφερόταν ως ντομοβίνα (ντομ=σπίτι) ή ως «το νέο καθιστικό», ένα «σκοτεινό δωμάτιο χωρίς παράθυρα και πόρτες». Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα αυτό το «σπίτι» είχε φαγητά και ποτά, χρήσιμα ή αγαπημένα αντικείμενα, καθώς και εργαλεία που φανέρωναν το επάγγελμα ή τις ασχολίες του νεκρού, εργαλεία υφαντικής για την γυναίκα, ένα τσεκούρι για τον άνδρα. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν κτερίσματα στους τάφους, φυσικά σε υποτυπώδη μορφή.

Γλυκίσματα, νερό, ακόμα και ένα μπουκάλι βότκα προσφέρονταν στον νεκρό, μαζί με χρήματα για να πληρώσει τον βαρκάρη που θα τον περάσει στην απέναντι όχθη του πύρινου ποταμού, ο οποίος χωρίζει τον δικό μας κόσμο από τον άλλο, ή για να αγοράσει οίκημα στο νεκροταφείο.

Ένα άλλο είδος ντομοβίνα είναι τα υπόγεια νεκρικά δωμάτια που χαρακτηρίζουν τους τάφους των Ανατολικών Σλάβων από τον 6ο ως τον 8ο μ.Χ. αιώνα. Μια πιθανή προέκταση αυτών των αρχαίων ταφικών κτισμάτων είναι το ξύλινο ντομοβίνι, υπέργειο κτίσμα σε νεκροταφεία, που επέζησε σε ορισμένες περιοχές της Ρωσίας μέχρι τον 20ο αιώνα. Αυτές οι κατασκευές έμοιαζαν με σπιτάκια με σκεπή και παράθυρο, από το οποίο, έλεγαν, η ψυχή μπορούσε να μπαινοβγαίνει κατά βούληση. Άφηναν μάλιστα φαγητό για τον νεκρό. Οι απλοί ξύλινοι σταυροί με «σκεπές» που υπάρχουν σε φτωχότερους τάφους στην αγροτική Ρωσία σήμερα μπορούν να θεωρηθούν κατάλοιπα αυτού του είδους του νεκρικού «σπιτιού».

Η συνέχιση της ύπαρξης των νεκρών κάτω από τη γη αποτελεί πεποίθηση ακόμη και σήμερα με επιμνημόσυνες δεήσεις στα νεκροταφεία σε ημερομηνίες σημαντικές για το άτομο, όπως σαράντα μέρες μετά το θάνατο και σε ημερομηνίες που ορίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Στο απότερο παρελθόν έρριχναν κάποιο ποτό απευθείας στον τάφο. Σήμερα, μια κούπα ή ένα ποτήρι αφήνονται αναποδογυρισμένα δίπλα στον τάφο.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί την ψυχή ως καθαρά πνευματική οντότητα με πνευματικές χαρές και λύπες. Πνευματικό επίσης είναι το ταξίδι της προς τον Παράδεισο μετά θάνατον για να υποστεί ατομική κρίση. Η λαϊκή παράδοση, από την άλλη πλευρά, έβλεπε και βλέπει την ψυχή με υλικό τρόπο. Μερικοί πίστευαν ότι είναι μικρή σαν παιδί. Άλλοι έλεγαν ότι είναι φτερωτό πλάσμα, πεταλούδα ή πουλί. Με τη φτερωτή της μορφή η ψυχή έμενε στη γη για σαράντα μέρες και τριγυρνούσε σε μέρη που ήταν οικεία όσο ζούσε.

Ώσπου να φύγει η ψυχή για τον τελικό της προορισμό, οι ζώντες φρόντιζαν για τις σωματικές της απαιτήσεις. Ένα ποτήρι βότκα αφηνόταν στο περβάζι του παραθύρου, ένα μπολ νερό και μια πετσέτα να πλυθεί. Την τεσσαρακοστή μέρα ο νεκρός καλούνταν να έρθει σπίτι του. Το λουτρό ζεσταινόταν, κάτι που θυμίζει τα παγανιστικά έθιμα που καταδίκαζαν οι πρώτοι χριστιανοί συγγραφείς, και μια θέση του προσφερόταν στο τραπέζι. Μετά το γεύμα ο φανταστικός νεκρός ξεπροβοδιζόταν στον δρόμο, που οδηγούσε προς το νεκροταφείο, και του έλεγαν να επιστρέψει στο «δικό του σπίτι».

Ο τελικός προορισμός της ψυχής διέφερε από άτομο σε άτομο. Η ψυχή μπορούσε να φτάσει εκεί είτε με τα πόδια είτε περνώντας πάνω από νερό είτε ανεβαίνοντας ένα απότομο και γλιστερό βουνό. Μερικοί μάλιστα πίστευαν ότι η ψυχή πετούσε στο φέρετρο, για να κατοικήσει μαζί με το σωματικό κατάλοιπο. Όπου κι αν πήγαινε περίμεναν ότι δεν θα επέστρεφε.