Ενώ ακόμη ο Ιμπραήμ έπλεε με τον στόλο προς τη μεσσηνιακή χερσόνησο και αποβίβαζε τα στρατεύματα του σπέρνοντας παντού τον τρόμο και την ταραχή, τα τουρκικά στρατεύματα υπό τον Κιουταχή, ετοιμάζονταν να εισβάλουν στη Στερεά Ελλάδα. Κύριος στόχος τους ήταν να εκπορθήσουν το Μεσολόγγι και κατόπιν να εκκαθαρίσουν τη Στερεά.
Ο Κιουταχής είχε ξεκινήσει από τη Λάρισα στις 20 Φεβρουαρίου 1825, πέρασε από τα Τρίκαλα, μπήκε στον Ασπροπόταμο και έσπειρε τον πανικό στους κατοίκους που σκορπίσθηκαν στα χιονισμένα γύρω βουνά. Πολλές οικογένειες οπλαρχηγών κατέφυγαν σε κακή κατάσταση στο Μεσολόγγι.
Το Μεσολόγγι τότε αποτελούσε σε μικρογραφία μια μικρή Ελλάδα, στην καρδιά της Ελλάδας, γιατί μέσα στην πόλη εκείνη δεν ήταν κλεισμένοι μόνο Μεσολογγίτες και Πελοποννήσιοι, αλλά και αντιπρόσωποι όλων των ελληνικών πληθυσμών από τον Ισθμό και πάνω.
Η κυβέρνηση απηύθυνε διαταγές κατευθείαν στους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς, ενώ το Βουλευτικό, ενέκρινε τον διορισμό δύο επιτροπών, μιας για τη δυτική Στερεά και μιας για την ανατολική Στερεά. Η «Διευθυντική Επιτροπή της Δυτικής» (Ι. Παπαδιαμαντόπουλος, Γ. Κανναβός, Δ. Θέμελης) έφθασε στο Μεσολόγγι στις 12 Απριλίου 1825, τρεις μέρες δηλαδή προτού οι εμπροσθοφυλακές του εχθρού, 6.000 περίπου άνδρες, πεζοί και ιππείς, κάνουν την εμφάνιση τους στις 9 το πρωί στους ελαιώνες του Μεσολογγίου.
Περίπου 400 Έλληνες που φύλαγαν στον Κραβασαρά και στη Λαγκάδα, υπό τον Νότη Μπότσαρη, τον Γιάννη Σιούκα και στον Σπυρομίλιο, είχαν αναγκασθεί να συμπτυχθούν εμπρός στον χείμαρρο των εχθρικών δυνάμεων και να τοποθετηθούν στο Καστέλι του Αιτωλικού. Για λόγους ασυμφωνίας όμως έκαναν το μεγάλο σφάλμα να το εγκαταλείψουν και, ύστερα από εντολή της «Διευθυντικής Επιτροπής», πέρασαν στο Μεσολόγγι για να ενισχύσουν τη μικρή φρουρά.
Οι Τούρκοι στρατοπέδευσαν έξω από τη βολή των πυροβόλων του Μεσολογγίου και, για να ασφαλισθούν από ενδεχόμενες εξόδους των Ελλήνων, περιτριγύρισαν το στρατόπεδο τους με τάφρους. Επίσης, ο Μεχμέτ Ρεσήτ πασάς φρόντισε να εξασφαλίσει τα νώτα του καθώς και τους δρόμους επικοινωνίας με την Άρτα. Έβαλε και έκοψαν τους λόγγους των στενών του Μακρυνόρους, που αποτελούσαν τόπους για ενέδρες, και κάλυψε όλη την απόσταση από την Άρτα ως το Μεσολόγγι με οχυρά που απείχαν 5-10 χλμ. το ένα από το άλλο. Τοποθέτησε το ιππικό του στο Βραχώρι, για να κρατεί σε υποταγή τις γύρω επαρχίες, και έστειλε 10.000 άνδρες για να καταλάβει τα Σάλωνα και όλη την ανατολική Στερεά Ελλάδα.
Κατά τις 20 Απριλίου, ο Ρεσήτ ήρθε μπροστά στο Μεσολόγγι και τις νύχτες άρχισε να κατασκευάζει ελικοειδή χαρακώματα παράλληλα προς τα οχυρώματα του φρουρίου. Κατά τα τέλη του μηνός, με 5 πυροβόλα, δύο όλμους και 2 οβούζια, άρχισε τον βομβαρδισμό με σκοπό να προξενήσει ρήγματα στα αμυντικά έργα και να προπαρασκευάσει το έδαφος για έφοδο. Αλλά και οι Έλληνες δεν παρέλειπαν να ανταποδίδουν τα πυρά και να ενισχύουν τα οχυρωματικά τους έργα. Οι αντίπαλοι βρίσκονταν αρχικά σε απόσταση 250-300 οργυιών, αλλά η απόσταση αυτή διαρκώς μίκραινε γιατί οι Τούρκοι πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο προς το φρούριο κατασκευάζοντας νέα χαρακώματα. Οι τουφεκιές και οι κανονιές αντηχούσαν στην απέναντι βορειοδυτική ακτή της Πελοποννήσου.
Τα μεσάνυχτα της 6ης Μαΐου οι Έλληνες, αφού έριξαν αρκετές βόμβες και γρανάτες, επιχείρησαν την πρώτη μικρή έξοδο και προκάλεσαν μεγάλο φόβο και σύγχυση στις προφυλακές του εχθρού. Μολαταύτα, τα εχθρικά χαρακώματα εξακολούθησαν να πλησιάζουν και τα τουρκικά κανόνια να κεραυνοβολούν τα αμυντικά έργα του φρουρίου. Στις 10 Μαΐου οι αντίπαλοι απείχαν μόνο 80 οργυιές και άρχισαν το τουφεκίδι. Πρώτος Έλληνας νεκρός ήταν ο πυρπολητής του κανονιοστασίου Τερρίμπιλε Κωστής Μπαλτάς από τις Σέρρες. Για να παρατείνουν την αντίσταση τους είχαν αρχίσει να ανοίγουν πίσω από τις τέσσερις κύριες θέσεις τους αντιτάφρους και αντιπρομαχώνες και να δημιουργούν δεύτερη αμυντική γραμμή. Στην εσωτερική αυτή γραμμή, όπου έβαλαν και 3 πυροβόλα, θα μπορούσαν να υποχωρήσουν σε περίπτωση ανάγκης.
Για να ανεφοδιάσει τους πολιορκημένους ο ελληνικός στόλος πλησίασε τις ακτές του Μεσολογγίου φορτωμένος με τρόφιμα και άλλα εφόδια. Την εποχή αυτή ο Καραϊσκάκης και ο Κίστος Τζαβέλλας αποσπάσθηκαν με κυβερνητική διαταγή από το στρατόπεδο των Σαλώνων με 3.000 άνδρες, για να σχηματίσουν ένα μεγάλο στρατόπεδο στη δυτική Ελλάδα και να ενισχύσουν τους πολιορκημένους. Η παρουσία το θρυλικού Καραϊσκάκη και των άλλων οπλαρχηγών ανόρθωσε το ηθικό των κατοίκων της υπαίθρου.
Για να ανακουφισθούν οι πολιορκούμενοι από τις συνεχείς εργασίες των Τούρκων και από το αδιάκοπο πυρ επιχειρούν μια θυελλώδη έξοδο. Το σύνθημα της εξόδου το δίνει η έκρηξη μιας υπονόμου κάτω από τα εχθρικά χαρακώματα. Η μάχη κρατάει μια ώρα και ανυψώνει πολύ το ηθικό των Ελλήνων γιατί προξενούν σοβαρές απώλειες στον εχθρό και κυριεύουν πλούσια λάφυρα.
Από 5-6 αιχμαλώτους, που έπιασαν, έμαθαν ότι ο σκοπός του Μεχμέτ Ρεσήτ ήταν να γεμίσει σε τέσσερα σημεία τις τάφρους που προάσπιζαν τις ελληνικές γραμμές και να κάνει γενική έφοδο. Κατά τα μέσα Ιουλίου, δύο μικρές τοπικές επιθέσεις εναντίον ενός από τα τέσσερα αυτά σημεία, του προτειχίσματος Μπότσαρη (Μεγάλης Τάμπιας), αποκρούσθηκαν με μεγάλες απώλειες. Μολαταύτα, στο σημείο αυτό, καθώς και στους προμαχώνες Τερρίμπιλε, Μακρή και στων Γερμανών, οι Τούρκοι πλησίασαν σε απόσταση μερικών οργυιών, γέμισαν την τάφρο και με βομβαρδισμό ισοπέδωσαν τα ελληνικά κανονιοστάσια και όλο το περιτείχισμα. Οι απώλειες των Ελλήνων στα σημεία αυτά ήταν σοβαρές, αλλά και των άλλων προμαχώνων οι άνδρες κινδύνευαν, ίσως μάλιστα περισσότερο, γιατί ήταν υποχρεωμένοι να τρέχουν σε βοήθεια εκείνων που πολεμούσαν. Παρ’ όλα αυτά, δυο φορές μέσα στο μήνα Ιούλιο οι πολιορκούμενοι απέρριψαν προτάσεις του Μεχμέτ Ρεσήτ πασά για παράδοση του φρουρίου με όρους.
Την αυγή της 21ης Ιουλίου τρομερή έκρηξη τουρκικής υπονόμου κάτω από τον προμαχώνα Τερρίμπιλε συγκλόνισε την πόλη. Συγχρόνως άρχισε γενική επίθεση των Τούρκων στην οποία πήραν μέρος 24.000 άνδρες, ενώ ο τουρκικός στόλος πλησίασε και βομβάρδισε τα παράλια κανονιοστάσια. Οι Έλληνες όμως, που ημέρα και νύχτα παρακολουθούσαν άγρυπνοι και αυτοκυριαρχημένοι την κάθε κίνηση του εχθρού, βρίσκονταν έτοιμοι στις θέσεις τους. Οι φρουροί των τεσσάρων προμαχώνων, σύμφωνα με διαταγή που είχαν πάρει, αποσύρθηκαν αμέσως στους αντιπρομαχώνες. Οι Τούρκοι ανέβηκαν στους ελληνικούς προμαχώνες έστησαν, περίπου 20 σημαίες, και, μολονότι πολλοί έπεσαν, όρμησαν εναντίον των νέων ελληνικών θέσεων. Όσοι τολμηροί κατόρθωσαν να περάσουν τις νέες τάφρους, δυσκολεύτηκαν να υποχωρήσουν, να περιορισθούν στα χαρακώματα τους και ο στολίσκος να αποσυρθεί. Σε αυτό το μικρό διάστημα είχαν χάσει περίπου 1.500 νεκρούς και τραυματίες, ενώ οι απώλειες των Ελλήνων ήταν ασήμαντες.
Το ίδιο βράδυ οι πολιορκημένοι δοκίμασαν νέα, μεγαλύτερη χαρά: γράμμα από τον Καραϊσκάκη τους πληροφορούσε ότι βρισκόταν στα Κράβαρα με σκοπό να τους απαλλάξει από τον κλοιό. Ενθουσιασμένοι ζήτησαν να έλθουν σε επαφή μαζί του και πρότειναν, επωφελούμενοι από την απογοήτευση και την ανησυχία του εχθρού, να πέσουν πάνω του και να του καταφέρουν μαζί νέο δυνατό χτύπημα. Κατέστρωσαν οι ίδιοι το σχέδιο των επιχειρήσεων και όρισαν σύνθημα τη λέξη «τσεκούρι», ώστε να αποφύγουν την αλληλομαχία. Το σημείο της κοινής επιθετικής ενέργειας θα το έδιναν οι έξω Έλληνες με μια φωτιά από τη Βαράσοβα.
Με πληροφορίες: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών
[…] Στις 25 Μαρτίου τα ελληνικά σώματα εγκατέλειψαν τη Συρία άπρακτα. Επιστρέφοντας οι οπλοφόροι αυτοί προσέγγισαν στην Κύπρο, όπου άρπαξαν τροφές και ζώα με αποτέλεσμα να τρομοκρατήσουν Τούρκους και Έλληνες κατοίκους, έπιασαν στα παράλια της Κιλικίας ένα αυστριακό καράβι γεμάτο χρυσοΰφαντα του Χαλεπίου και άλλα συριακά χειροτεχνήματα και ξαναγύρισαν άδοξα στην Ελλάδα. Με τέτοιες απερίσκεπτες επιχειρήσεις κατατριβόταν η ελληνική αυτή δύναμη, ενώ ο εχθρός έδινε συντονισμένα και μεθοδικά τα τελευταία χτυπήματα στο Μεσολόγγι. […]