Η κατάκτηση της Κύπρου από τον βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο Α’ τον Λεοντόκαρδο το 1191 υπήρξε επεισοδιακό γεγονός κατ’ αρχήν άσχετο προς τους στόχους της Γ’ Σταυροφορίας. Ο Ριχάρδος, εμμένοντας στους αρχικούς του σκοπούς, αρκέστηκε στην ένταξη της κατάκτησης του στα πλαίσια της επεκτατικής του πολιτικής. Αυτό γινόταν δυνατό με την παραχώρηση του πολιτικού ελέγχου του νησιού σε ηγέτη εμφορούμενο από την ιδεολογία των Λατίνων Σταυροφόρων, πράγμα που θα μετέτρεπε την Κύπρου σε διασυμμαχικό χώρο. Τελικά, ο Ριχάρδος παραχώρησε τον ποιοτικό έλεγχο της Κύπρου στο Τάγμα των Ναϊτών, με αντάλλαγμα 100.000 χρυσά δηνάρια. Η σκληρή όμως φορολογία που εφάρμοσαν οι Ναΐτες στο νησί έφερε επανάσταση του κυπριακού λαού, η οποία ανάγκασε τους Ναΐτες να εγκαταλείψουν το νησί. Ο Ριχάρδος τότε παραχώρησε το νησί στον Γκυ de Lusignan, γεγονός που σήμανε την απαρχή μιας νέας περιόδου της πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας που σε συνδυασμό με την βενετική κυριαρχία του 15ου αιώνα χαρακτηρίζεται ως περίοδος της φραγκοκρατίας. Το Μεσαιωνικό Βασίλειο της Κύπρου ιδρύεται.
Οι καθαρά πολιτικές εξελίξεις στο μεσαιωνικό βασίλειο της Κύπρου αφορούν άμεσα τη δυναστεία των Lusignan και σχετίζονται περισσότερο με τις τύχες των πολιτικών εγκαταστάσεων των σταυροφόρων στην ανατολική Μεσόγειο παρά με την ιστορία του αμέτοχου σε αυτό κυπριακού ελληνισμού.
Από τη στιγμή που αναδείχθηκε πολιτικά ανεξάρτητη η Κύπρος εμπλέχθηκε στο σύστημα διεθνών σχέσεων του κρίσιμου γεωγραφικά χώρου της ανατολικής Μεσογείου σε μια εποχή αναβίωσης της ισλαμικής ιδεολογίας και των επερχόμενων συγκρούσεων μεταξύ ανατολικού και δυτικού κόσμου. Από τη φύση του το μεσαιωνικό βασίλειο της Κύπρου είχε ενταχθεί στη ιδεολογία των σταυροφόρων και συνεπώς η εξωτερική του πολιτική ευθυγραμμιζόταν με τις διαδοχικές επιχειρήσεις των σταυροφόρων, τις οποίες θεωρητικά έπρεπε να ενισχύει είτε με συμμετοχή είτε με ενισχύσεις. Παράλληλα με τις εξωτερικές σχέσεις οι Κύπριοι μονάρχες είχαν να αντιμετωπίσουν εσωτερικά προβλήματα, μερικά από τα οποία συνεπάγονταν σοβαρές περιπλοκές που συνέβαλαν αποφασιστικά στην παρακμή του βασιλείου.
Ο διάδοχος του Γκυ Αμάλριχος κατόρθωσε μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα να εξασφαλίσει στη δυναστική επικράτεια τα χαρακτηριστικά εκείνα που ήταν απαραίτητα για να αποκτήσει στη θεωρία και στην πράξη τη διεθνή αναγνώριση μιας φεουδαρχικής μοναρχίας. Ο Αμάλριχος πέτυχε να στεφθεί μονάρχης το 1197 στη Λευκωσία με όλο το τυπικό του φεουδαρχικού δικαίου. Επίσης εγκαθίδρυσε ως επίσημο θεσμό του βασιλείου την καθολική Εκκλησία. Γι’ αυτό απευθύνθηκε στον πάπα, ο οποίος έστειλε αντιπροσώπους που ανέλαβαν τη διοργάνωση της λατινικής επισκοπής Κύπρου. Η εγκαθίδρυση αυτή έγινε εις βάρος της ορθόδοξης Εκκλησίας, της οποίας τα γαιοκτητικά δικαιώματα παραχωρήθηκαν στην καθολική Εκκλησία.
Με την εγκατάσταση της καθολικής Εκκλησίας στο νησί, ο Αμάλριχος πέτυχε δύο πράγματα, αφ’ ενός την ιδεολογική ένταξη του κυπριακού βασιλείου στη Δύση και τον ιδεολογικό προσεταιρισμό του δυτικού κόσμου και αφ’ ετέρου την αποδυνάμωση και υποταγή της αυτοκέφαλης ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου που ασκούσε απόλυτη ηθική και πνευματική εξουσία στον πληθυσμό.
Ο Αμάλριχος πέθανε το 1205 και τον διαδέχθηκε ο ανήλικος γιος του Ούγος Α’, ο οποίος κηδεμονεύτηκε ως την ενηλικίωση του, μετά από την οποία δραστηριοποίησε την εξουσία του επάνω στις γραμμές του που χάραξε ο Αμάλριχος. Έλαβε ενεργό μέρος στην Ε’ Σταυροφορία και πολέμησε στην Πτολεμαΐδα και την Τρίπολη, όπου και πέθανε σε ηλικία 23 ετών. Αξιοσημείωτη παραμένει η εξωτερική πολιτική του Ούγου Α’, η οποία καθιέρωσε τις διεθνείς σχέσεις του μεσαιωνικού βασιλείου της Κύπρου με το γειτονικό χώρο της Μικράς Ασίας. Επί της βασιλείας του Ούγου Α’ άρχισε η οικοδόμηση του μεγάλου καθεδρικού ναού της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία, που αποπερατώθηκε επί Ερρίκου Α’ το1228. Ο ναός αποτελεί έξοχο δείγμα της γοτθικής τέχνης και συγκεκριμένη έκφραση της μεταφύτευσης των δυτικών φεουδαρχικών θεσμών της λατινικής ιδεολογίας στον βυζαντινό χώρο της Κύπρου.
Κατά τη διάρκεια βασιλείας του Ερρίκου Α’, οι πολιτικές εξελίξεις σχετίζονται με σημαντικά πολιτικά θέματα. Καθώς ο Ερρίκος ήταν βρέφος όταν πέθανε ο Ούγο Α’, η Υψηλή Αυλή διόρισε την μητέρα του Αλίκη ως αντιβασίλισσα, η οποία όμως άσκησε την εξουσία έχοντας ως σύμβουλο τον θείο της Φίλιππο Ιβελίνο. Ο Φίλιππος και ο Ιωάννης Ιβελίνος, αυθέντης της Βηρυτού διαδραμάτισαν πολύ σημαντικό ρόλο στον χειρισμό των εσωτερικών υποθέσεων του βασιλείου.
Η Αλίκη ήρθε σε ρήξη με τον Φίλιππο Ιβελίνο, εγκατέλειψε το νησί και εγκαταστάθηκε στη Συρία, οπου παντρεύτηκε τον Βοημούνδο Β’ κληρονόμο τότε της ηγεμονίας Αντιόχειας-Πτολεμαΐδας. Ο Ερρίκος Α’ όταν ενηλικιώθηκε, διαδέχθηκε τη μητέρα του και στον τίτλο του βασιλιά των Ιεροσολύμων γι’ αυτό και ενίσχυσε την Σταυροφορία για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων υπό την ηγεσία του Γαλλου βασιλιά Λουδοβίκου Θ’ του Αγίου. Κατά τα τέλη της βασιλείας του ο Ερρίκος Α’ ακολούθησε την εξωτερική πολιτική των Ιβελίνων, δίνοντας και αυτός ειδικά προνόμια στη γενουατική παροικία. Η πολιτική αυτή αποσκοπούσε όχι μόνο στην ενίσχυση των εμπορικών συναλλαγών αλλά και στην ενδεχόμενη προσφυγή στη ναυτική δύναμη των Γενουατών, δύναμη που δεν διέθετε το βασίλειο.
Ο ανήλικος γιος του Ερρίκου Α’, ο Ούγος Β’ δεν πρόλαβε να αναλάβει τη διακυβέρνηση γιατί πέθανε στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών. Τον διαδέχθηκε ο Ούγος Γ’, γιος της Ισαβέλλας, αδελφής του Ερρίκου Α’, από την οποία και κληρονόμησε τον τίτλο του βασιλιά των Ιεροσλύμων. Ο Ούγος Γ’ συνέχισε την παράδοση ένταξης στη σταυροφορική ιδεολογία. Χάρη στις μηχανοραφίες των Ναϊτών ο Ούγος Γ’ έχασε το στέμμα των Ιεροσολύμων. Αυτό έγινε αφορμή για τη δήμευση της περιουσίας του τάγματος στην Κύπρο. Ο Ούγος Γ’ επίσης κατάφερε να σταθεροποιήσει την εσωτερική κατάσταση.
Τον Ούγο Γ’ διαδέχθηκε ο Ερρίκος Β’. Το σημαντικότερο γεγονός της βασιλείας του ήταν η πολιορκία και άλωση της Πτολεμαΐδας (1291) και η τελική εκκαθάριση των κτήσεων των σταυροφόρων στη Συρία και στην Παλαιστίνη. Συνεπής προς την πολιτική των Lusignan ο Ερρίκος Β’ έλαβε μέρος στις αμυντικές προσπάθειες των Δυτικών και αποχώρησε από την Πτολεμαΐδα όταν η πόλη είχε ανεπανόρθωτα πληγεί και κατά μέγιστο μέρος κατακτηθεί. Η Κύπρος παρέμενε τώρα το μοναδικό προγεφύρωμα του δυτικού κόσμου στην Ανατολή. Μεγάλος αριθμός αξιωματούχων, στρατιωτών και χριστιανικού πληθυσμού εισέρρευσε στο νησί δημιουργώντας έτσι ένα μεταναστευτικό ρεύμα παρόμοιο με εκείνο που προκάλεσε ο Γκυ, για να ενισχύσει το καθετώς του. Η λατινοποίηση του βασιλείου ενδυναμώθηκε με την δημογραφική αυτή ενίσχυση, αν και από τις πολιτικές αυτές εξελίξεις λανθάνει αμετάβλητος ο ελληνοκυπριακός εθνολογικός πυρήνας.
Οι επόμενοι βασιλείς, Ούγος Δ’, Πέτρος Α, Πέτρος Β΄, Ιάκωβος Α’, Ιανός, Ιωάννης, που κυβέρνησαν το Μεσαιωνικό βασίλειο της Κύπρου συνέχισαν την πολιτική των προκατόχων τους. Ο Ιάκωβος Β’ αφοσιωμένος στα εσωτερικά και προσωοικά του προβλήματα, δεν μπόρεσε να ασκήσει αξιοόλογη εξωτεική πολιτική, για την οποία δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένος. Ο γάμος του με την Βενετή πατρικία Αικατερίνη Κορνάρο, ο πρόωρος θάνατό του και ύποπτος θάνατος του μοναδικού νόμιμου διαδόχου του Ιάκωβου Γ’ έθεσαν το βασίλειο της Κύπρου στη τροχιά της βενετικής διπλωματίας.
Η διακυβέρνηση κατά τη διάρκεια της βασιλείας της Αικατερίνης Κορνάρο πέρασε στα χέρια των Βενεντών συμβούλων και ενός «προνοητή». Η μεταβατική αυτή κατάσταση δεν ήταν δυνατόν να διαρκέσει, επειδή η Αικατερίνη δεν είχε διάδοχο αλλά και επειδή οι νόμιμοι κληρονόμοι του βασιλείου και άλλοι επίδοξοι ενεργούσαν προς την κατεύθυνση της ανακτήσεώς του. Η βενετική εξουσία, ασκώντας πιεστική επιρροή, έπεισε την Αικατερίνη να παραχωρήσει το μεσαιωνικό βασίλειο της Κύπρου (Φεβρουάριος 1489), αφού την αποζημίωσε πλουσιοπάροχα με κτήματα και ισόβια σύνταξη. Η κυπριακή βενετοκρατία που θα διαρκέσει ως το 1571 αποτελεί την δεύτερη φάση της φραγκοκρατίας στο νησί.
Ο αφανής ήρωας των επιτευγμάτων του φραγκικού καθεστώτος ήταν ο κυρπιακός ελληνισμός, ο οποίος παρά τις σκληρές συνθήκες διαβίωσής του, κατόρθωσε να διατηρήσει την εθνολογική ομοιογένεια και να αφομοιώσει το ξένο στοιχείο που κατά καιρούς εισέρρεε στο νησί. Το μεγάλο εμπόδιο στην τάση αφομοίωσης προς την τοπική παράδοση υπήρξε η θρησκευτική συνείδηση η οποία διαχώριζε τις δυο εθνότητες και ενισχυόταν από την άκριτη, ωμή και καταπιεστική πολιτική του λατινικού κλήρου. Χωρίς την οξεία αυτή ιδεολογική αντίθεση, το κυπριακό βασίλειο θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια επιτυχή συνύπαρξη ευρωπαϊκής Ανατολής και ευρωπαϊκής Δύσης με κοινά ιδεώδη, τα οποία οι Lusignan υπηρέτησαν πιστά, την αντιμετώπιση του ισλαμικού και ιδιαίτερα του τουρκικού επεκτατισμού και τη διατήρηση των αξιών της δυτικής παράδοσης στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους