Η Μασάντα, το εντυπωσιακό οχυρό-ανάκτορο, που κατασκευάστηκε για να αποτελέσει την απροσπέλαστη κατοικία του αινιγματικού βασιλιά Ηρώδη, ήταν το τελευταίο οχυρό της εβραϊκής αντίστασης ενάντια στους Ρωμαίους κατακτητές της Παλαιστίνης. Η Μασάντα αποτέλεσε ένα από τα κέντρα της αντίστασης εναντίον των Ρωμαίων από το 66μ.Χ., όταν οι Εβραίοι ξεκίνησαν μια βίαιη εξέγερση εναντίον των κατακτητών που ήθελαν την επιβολή της λατρείας των θεών τους και την πίστη στον αυτοκράτορα.
Η εξέγερση συνεχίστηκε για άλλα τέσσερα χρόνια και οι συνέπειες της ήταν τρομερές: ο αυτοκράτορας Τίτος το 70μ.Χ. έφτασε με τα στρατεύματα του έξω από την Ιερουσαλήμ και την έθεσε σε κατάσταση πολιορκίας, καθιστώντας αδύνατη οποιαδήποτε μορφή ανεφοδιασμού και επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Στη συνέχεια απέστειλε τον ιστορικό Ιώσηπο Φλάβιο να ζητήσει την παράδοση της πόλης, υποσχόμενος συγχώρεση. Όμως οι πολιορκημένοι απάντησαν εκτοξεύοντας προσβολές και πέτρες από τα τείχη. Ο Τίτος απάντησε με αποφασιστικότητα: η πόλη κατακτήθηκε, τα κτίρια παραδόθηκαν στις φλόγες και ο πληθυσμός σφαγιάστηκε. Ο ναός βεβηλώθηκε, οι θησαυροί που περιείχε αφαιρέθηκαν (και μεταφέρθηκαν στη Ρώμη). Τα γεγονότα αυτά ήταν η αφετηρία για τη Διασπορά του Εβραίων.
Οι επιζώντες κατέφυγαν στην Μασάντα και οι Ρωμαίοι, διαθέτοντας στρατό 15.000 ατόμων, στρατοπέδευσαν κάτω από τη μικρή πόλη. Για τρία χρόνια η δέκατη λεγεώνα πολιορκούσε το οχυρό μέχρι να γραφεί ο τραγικός επίλογος, το 73μ.Χ., όπως αφηγείται ο Ιώσηπος Φλάβιος. Ο τελευταίος είδε με τα μάτια του το οχυρό της Μασάντα και το περιέγραψε σαν έναν ατελείωτο λόγο, περιτριγυρισμένο από βαθιά και απόκρημνα σημεία, τα οποία κανείς δεν κατάφερε να ανέβει. Στα γραπτά του έδωσε μεγάλη βαρύτητα στο στενό μονοπάτι, με το λεγόμενο «φιδίσιο σχήμα», που ακόμη και σήμερα με δυσκολία μπορεί κανείς να ακολουθήσει.
Για να πολιορκήσουν τη Μασάντα, οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν σειρά καταυλισμών γύρω από το οχυρό, ωστόσο κάθε προσπάθεια να ανέβουν τον βράχο αποδείχθηκε μάταιη. Με το πέρασμα του χρόνου, ενώ οι κάτοικοι του οχυρού δεν εξαντλούνταν ούτε από πείνα ούτε από δίψα (δεδομένου του όγκου προμηθειών που διέθεταν οι αποθήκες του Ηρώδη), ο Φλάβιος Σίλβας επινόησε ένα τέχνασμα για να κατακτήσει την εχθρική «αετοφωλιά», κατασκευάζοντας ένα ανάχωμα εβδομήντα μέτρων που έφτανε από κάτω προς τα πάνω, μέχρι το οχυρό. Πάνω σε αυτό το ανάχωμα οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν έναν πύργο, από το ανώτερο μέρος του οποίου, με τη βοήθεια καταπελτών και βαλλιστρών, επικράτησαν των υπερασπιστών του τείχους.
Το 73μ.Χ. οι Ρωμαίοι έδωσαν το «τελικό χτύπημα», πετυχαίνοντας την πρόκληση ρήγματος στο τείχος και εκσφενδονίζοντας φωτιές στην μικρή πόλη. Η πυρκαγιά κατέστρεψε τα πάντα. Ο επικεφαλής των επαναστατών ζηλωτών Ελεάζαρ μπεν Ιαΐρ, αντιλαμβανόμενος ότι η κατάληψη της Μασάντα πλησίαζε, αποφάσισε να θανατωθεί όλη η κοινότητα, για να μην πέσει σε εχθρικά χέρια.
Με αυτόν τον τρόπο, πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, η πρώτη ομαδική αυτοκτονία στην ιστορία. Κάθε άνδρας όφειλε να θανατώσει την οικογένεια του, ενώ στη συνέχεια θα επιλεγόταν τυχαία εκείνος που θα σκότωνε τους συντρόφους του και που στο τέλος θα αυτοκτονούσε. Ο αποδεκατισμός ολοκληρώθηκε μέσα σε μία μόνο νύχτα και διέφυγε μόνο ελάχιστος αριθμός ατόμων, πιθανόν επτά, ανάμεσα τους γυναίκες και παιδιά, που, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, οι άπιστοι Ρωμαίοι σκότωσαν, ενώ, σύμφωνα με άλλες, τους χάρισαν τη ζωή.
Όταν οι Ρωμαίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με τα ξαπλωμένα πτώματα, δεν ένιωσαν χαρά που κατατρόπωσαν τον εχθρό, αλλά θαυμασμό για τους ανθρώπους εκείνους που προτίμησαν να πεθάνουν παρά να παραδοθούν στον εχθρό και το επεισόδιο εκείνο απέκτησε άμεσα μεγάλη συμβολική αξία για όλους τους Εβραίους.
Στη Μασάντα βρέθηκε μεγάλος αριθμός θραυσμάτων από αγγεία (όστρακα) που έφεραν επιγραφές στα εβραϊκά και τα αραμαϊκά. Ορισμένες γραφές αποτελούνται αποκλειστικά από ένα σύμβολο, ενώ άλλες περιέχουν ονόματα και αριθμούς που σχετίζονται με την περίοδο της εξέγερσης και της ρωμαϊκής πολιορκίας. Ανάμεσα στον μεγάλο αριθμό ονομάτων ξεχωρίζει εκείνο του αρχηγού της εξέγερσης της Μασάντα, Μπεν Ιαΐρ.
Το οχυρό αφού καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους για μακρά περίοδο, εγκαταλείφθηκε και ξεχάστηκε. Τον 5ο μ.Χ. αιώνα έγινε καταφύγιο για μια ομάδα μετανοημένων μοναχών οι οποίοι έχτισαν εκεί μια μονή και μια βασιλική διακοσμημένη με ένα ψηφιδωτό δαπέδου, ορισμένα τμήματα του οποίου παραμένουν μέχρι σήμερα.
Από τις ανασκαφές της βυζαντινής εκκλησίας ήρθαν στο φως θραύσματα από γυαλιά από παράθυρο της αψίδας και πολλά κεραμίδα από τη σκεπή, ενώ στην περιοχή ανακαλύφθηκε επίσης ένα ηλιακό ρολόι και ένα όστρακο γραμμένο στα ελληνικά. Επιπλέον, βρέθηκαν ίχνη που υποδεικνύουν την ύπαρξη μικρών αγροτικών οικισμών.
Επρόκειτο επομένως για ένα κοινόβιο, δηλαδή μία από τις πολλές μονές που ιδρύθηκαν στην έρημο της Ιουδαίας, περιβάλλον κατάλληλο για ασκητική ζωή. Στην έρημο οι μοναχοί μπορούσαν να βρουν την ηρεμία που τους έκανε να νιώθουν πιο κοντά στο Θεό. Τα κελιά τους ήταν διασκορπισμένα στο βουνό σε μικρά κτίρια και σπηλιές, ώστε να μπορούν να επικοινωνούν με το Θεό σε απόλυτη μοναξιά, και να συγκεντρώνονται στην εκκλησία για να προσεύχονται μαζί με τους αδελφούς τους.
Ορισμένοι ταυτίζουν την Μονή της Μασάντα με εκείνη της Μάρντα για την οποία κάνουν λόγο οι Πάτερες της Εκκλησίας. Το 600μ.Χ. ο Ιωάννης Μόσχος έγραψε: «Κοντά στη Νεκρά Θάλασσα υπάρχει ένα βουνό ονομαζόμενο Μάρντα. Εκεί ζουν κάποιοι ερημίτες που έχουν ένα περιβόλι έξι μίλια μακριά, κοντά στην ακτή… Κάθε φορά που οι μοναχοί χρειάζονται λαχανικά, ετοιμάζουν το μουλάρι του λένε ΄΄Πήγαινε στο περιβόλι και φέρε μας λαχανικά…΄΄ Κάθε μέρα βλέπει κανείς το μουλάρι να ανεβοκατεβαίνει και να μεταφέρει τα λαχανικά στους ηλικιωμένους μοναχούς…».
Ωστόσο, η Μασάντα, έπειτα από τη μουσουλμανική κυριαρχία λησμονήθηκε ξανά και χάθηκε μέσα στο μύθο των ηρωικών κατοίκων της, για να ανακαλυφθεί πάλι πολλούς αιώνες αργότερα.
Με πληροφορίες από: nationalgeographic