Τι σχέση μπορεί να έχει η φωνή ενός συγγραφέα των αρχών του 20ου αιώνα με το σύγχρονο παρόν; Πόσο επίκαιρος μπορεί να είναι ένας τέτοιος λόγος και, αν είναι, πού διαπλάθεται; Ένα έργο γραμμένο στα τέλη του Μακεδονικού Αγώνα, με πρωταγωνιστή έναν από τους ήρωες του αφιερωμένο στα ελληνικά νιάτα των επόμενων γενιών. Ο Κωστής Παλαμάς μιλώντας για το Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα το 1914 σημειώνει: «Το Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα είναι καθώς όλα σχεδόν τα δημιουργικά βιβλία, έργο συνθετικό καμωμένο με τη βοήθεια και των στοιχείων που μνημονεύουμε, μα πρωτ’ απ’ όλα χυμένο με την πνοή και με τη δύναμη της πατριδολατρείας, βοηθημένης από τα χαρίσματα μιας νέας φαντασίας και μιας σπάνιας για μας γνωριμίας των πραγμάτων, χυμένο στον ορείχαλκο, απλούστατα, του πεζού λόγου».
Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα
Δυτική Μακεδονία
…Ο Αλέξης μ΄ένα γνώριμο του ιατρό από το Μοναστήρι αποφάσισαν να γυρίσουν μερικές πολιτείες της Μακεδονίας. Επειδή στα Βιτώλια ήταν πολλοί ιατροί, ο νέος αυτός γύρευε να βρη κανένα άλλο μέρος να εγκατασταθή. Με την αφορμή λοιπόν που έδερνε τα χωριά και τον τόπον όλο η βλογιά, πήρε το νυστέρι του και μπόλι αρκετό, κι ένα μεσημέρι , με τον Αλέξη μαζύ, ξεκίνησαν με τ΄αμάξι για τη Ρέσνα. Τα γυμνότατα βουνά στα δεξιά ήταν μενεξεδένια, σ΄όλες τις ρεματιές, στο βάθος, έμενε χιόνι λιγωστό, αριστερά το Περιστέρι, κάτασπρο, υψώνεται περήφανα στον ουρανό που είναι όλος γαλαζόπετρα, αέρας φυσά παγωμένος καθώς τρέχει το αμάξι και ο ήλιος νικημένος από το κρύο, δε ζεσταίνει αρκετά. Ο δρόμος όλο και ανεβαίνει ως το χάνι του Διαβατού, στο ψηλότερο μέρος φυλάγουν στρατιώτες και η σκοπιά τους είναι σκεπασμένη με χιόνια. Ύστερα κατεβαίνει ο δρόμος κι έπαιρνε με τ΄αμάξι γρήγορα τον κατήφορο. Το δείλι έλαμψαν μακρειά τα νερά μιας άκρης της Πρέσπας. Είχε βασιλέψει ο ήλιος σαν έφθασαν στη Ρέσνα. Γύρισαν λίγο το χωριό, πέρασαν από την εκκλησιά και από το σκολειό και πήγαν στο σπίτι της δασκάλας που τους προσκάλεσε να περάσουν τη νύχτα. Ήταν Αθηναία, ο άντρας της Ρεσνιώτης, δάσκαλός και αυτός, μένει τώρα σ΄ένα χωριό της Πρέσπας, έχουν υιό που σπουδάζει στα Βιτώλια στο γυμνάσιο και δύο κόρες σ΄ώρα γάμου. Άναψαν φωτιά κ΄έψηναν αυγά και κρέας τα κορίτσια, κ΄έλεγαν κρυφά της μάννας τους ΄΄Μητέρα γιατί να φεύγουν αύριο;΄΄Νοιώθουν πως είναι εξόριστες σ΄αυτόν τον τόπο που όλο και τον πλακώνουν περισσότερο οι ξένοι. Η μητέρα έδειχνε στους ταξιδιώτες ένα αγαλματάκι από γύψο που ήταν πάνω στη θερμάστρα και παράσταινε την ψυχή και τον έρωτα που φιλιούνταν. «Αυτός μ΄έφερε εδώ στην ξενητιά, ο Έρως. Κι αυτήν την κιθάρα που την βλέπεις τώρα κρεμασμένη στον τοίχο, την έπαιζε άλλοτε ο άντρας μου τραγουδώντας και με ξεγέλασε με η φωνή του»….
Πηγή: Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα, Ίων Δραγούμης, εκδ. Μαλλιάρης Παιδεία