Οι νησιώτικες ιστορίες είναι μία συλλογή σύντομων διηγημάτων του Αργύρη Εφταλιώτη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κλεάνθους Μιχαηλίδη). Σε αυτή την έκδοση συμπεριλαμβάνονται 35 διηγήματα. Ένα από αυτά είναι και ο Μαρίνος Κοντάρας απόσπασμα του οποίου θα διαβάσουμε παρακάτω. Αν και δεν ορίζεται συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ο συγγραφέας αναφέρεται στην εποχή του και στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Εφταλού και τη Λέσβο γενικότερα. Κεντρικό θέμα είναι η ήμερη ζωή των ανθρώπων του νησιού του, ειδωμένη με τη νοσταλγία του ξενιτεμένου, όπως ήταν ο ίδιος ο Εφταλιώτης.
Μαρίνος Κοντάρας
…Ο παπάς τους τα ΄σιαξε όλα. Άμα μπήκε σπίτι, πάει ίσια στον αδελφό της κοπέλας, που κάθονταν εκείνη την ώρα κι ακουμπούσε τα μάγουλα του στα δυο του χέρια με τους αγκώνες στα γόνατα, κοιτάζοντας άγρια σαν τρελός, καιτου λέει:
-Παιδί μου η ευκή του Θεού να είναι μαζί σου, μη φοβάσαι καθόλου. Η αδελφή σου αυτήν την ώρα είναι αγνή και τιμημένη, καθώς ήταν τη στιγμή που γεννήθηκε. Εκείνος που την πήρε είναι άλλος άνθρωπος τώρα. Να ο όρκος του. Α σε ξέρεις γράμματα, να σου τόνε διαβάσω: «Ορκίζομαι στο Βαγγέλιο και στον Αη-Νικόλα – μεγάλη η χάρη του- πως απ΄αυτή την ώρα που παίρνω τη Λεμονή του μαστρο-Βασίλη από το Νεροχώρι, για γυναίκα μου, ως το τέλος της ζωής μου, θ΄αφήσω τη θάλασσα, δε θ΄αγγίξω μαχαίρι, θα ζήσω κοντά της στο Νεροχώρι, δε θα της ξεστομίσω ποτές πικρό λόγο, μόνο θα ζήσω και θα πεθάνω ειρηνικά και αγαπημένα. Μαρίνος Κοντάρας.»
Ο Φυσέκης άφρισε. Ο παπάς, μεγαλάνθρωπος, που είδε και αυτός κόσμο στον καιρό του, τους προστάζει όλους να φύγουν από κοντά τους. Μια ώρα μείνανε μοναχοί. Ο Γληγόρης να μουγκρίζει και να δέρνεται, και ο παπάς να του ψάλλει. Σαν άρχιζε να γλυκοχαράζει, ακούγαμε απ΄έξω λιγότερες φωνές και πιότερες ομιλίες. Και σα χτυπούσε ο ήλιος το κορφοβούνι εκειδά, ο παπάς, ο Γληγόρης και όλο το συγγενολόι με μερικούς γειτόνους και με τα παιχνίδια μπροστά, κατεβαίνανε στο γιαλό να ανεβάσουν το γαμπρό και τη νύφη.
Σαν είδαν βιολιά και χαρές ο Μαρίνος και οι δικοί του αρχίσανε να κλαίνε σα μωρά παιδιά απ΄τη χαρά τους. Η Λεμονή δε βάσταξε πάλι και λιγοθύμησε. ώρα της το΄χυσε ο Γληγόρης τ’ ανθόνερο. Τη συνέφερε και την έβγαλ΄έξω.
Όλο το χωριά μαζεύτηκε κάτω. Ανεβήκαμε όλοι με τα ”τραγούδια της νύφης”. Δε θα ξεχάσω ποτέ τ΄ανέβασμα εκείνο. Πήγαμε πρώτα στον Αη-Νικόλα. Εκεί έταξε ο Μαρίνος να κάμει τη βάρκα του ασημένιο καντήλι. Θα το είδες σήμερα αυτό το καντήλι.
Σαν προσκύνησαν πήγανε σπίτι. Μαζεύονται οι γυναίκες, στολίζουν τη νύφη, αρχινάει ο γάμος. Ανάποδος γάμος, πρώτα το στεφάνωμα, ύστερα οι χαρές. Μερόνυχτα βάσταξε το ξεφάντωμα. Μπήκα κι εγώ στο χορό τότες, παιδί αμούστακο, πρώτη φορά. Γι΄αυτό και τα θυμούμαι τόσο καλά. Μα που να σου τα διηγηθώ όλα αφεντικό!
Εδώ παρακάλεσα το γέρο Θανάση να μη μου πει άλλα σήμερα γιατί πέρασ΄ η ώρα και πρέπει να ξεκινήσω. Τον κέρασα λοιπόν ένα ποτήρι και τον καλοβράδιασα.
-Μα δεν τά ‘κουσες όλα αφεντικό! Δεν άκουσες τι άνθρωπος έγινε ύστερα τ΄αγγελοκάμωτο εκείνο το θεριό! Τι καλοτυχιά που την είχε με τη Λεμονή του και με τ΄αμπελάκι που τους έδωσε ο Γληγόρης! Δε σου είπα πως για χρόνια μήτε να ψαρέψει δεν ήθελε, ώσπου ήρθε ο παπάς το Καλοχωριού που τους είχε στεφανωμένους κι είπε πως ήρθε στον ύπνο του ο Αη-Νικόλας θυμωμένος που δεν ψάρευε πια ο Μαρίνος! Και τότες άρχισε να παίρνει κάποτες το πεζόβολο και να βγάζει ψάρια της γυναικούλας του.
Τι τα θες αφεντικό, πενήντα χρόνια έζησαν έτσι αγαπημένα κι έτσι πεθάνανε σήμερα. Ένα καημό τον είχανε μονάχα που δεν κάμανε και παιδιά. Μα κάθε άλλο καλό του κόσμου το είχανε. Ήτανε θέλημα Θεού να σώσει την ψυχή του ένα κορίτσι, μια γυναίκα! Κι ύστερα λεν, πως μας κολάζουν οι γυναίκες! Μα είναι βλέπεις, γυναίκες και γυναίκες, αφεντικό! Δες τώρα τη δική μου τη στρίγγλα και πες μου αν δεν κάμω φρόνιμα που περνώ τη βραδιά μου στο καπηλειό!
-Ε, καλό βράδυ καπετάνιο μου, πρέπει να πάω ν΄ανάψω ένα κερί και να φύγω, γιατί θα θυμώσει και μένα η γυναίκα μου, αν πολυαργήσω.
Κι έτσι σηκώθηκε κι έφυγε.
Ξαναπηγαίνω στην εκκλησιά. Ήθελε ακόμα καμιά ώρα να βασιλέψει ο ήλιος. Όλα ήσυχα στο κοιμητήριο. Η θύρα κλεισμένη, μήτε παπάς, μήτε νεκροθάφτης. Ανοίγω, μπαίνω μέσα, πηγαίνω κατά τον τάφο της θεια-Λεμονής, Βρίσκω δύο τάφους τώρα πλάγι πλάγι, κι απάνω τους σταυρό καμωμένο με τ΄αξίνι και με το φτυάρι. Έσκυψα μπρος στους δύο τάφους. και παρακάλεσα το Θεό να γεμίσει τον κόσμο τέτοια ταίρια, που αρχινούν τη ζωή τους αγκαλιασμένα και κατεβαίνουνε στο χώμα χέρι με χέρι.
Αργύρης Εφταλιώτης
Pingback: Ο Αργύρης Εφταλιώτης (1849 –1923) | δρακοπουλιάδα