Τα μακεδονικά φύλα υπήρξαν για αιώνες οι γενναίοι ακρίτες του Ελληνικού Έθνους, όπως και οι Ηπειρώτες. Στα βόρεια σύνορά τους, αλλά και στα βορειοδυτικά και στα ανατολικά οι βάρβαρες φυλές καραδοκούσαν την ευκαιρία να εισβάλουν για να λεηλατήσουν ή να κατακτήσουν τα εδάφη που κατείχαν οι Μακεδόνες.
Ο όγκος του Βερμίου που απλώνεται με κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο χώριζε τη Μακεδονία στην Άνω Μακεδονία και την Κάτω ή την «παρά θάλασσαν Μακεδονία», τη σημερινή Κεντρική Μακεδονία δηλαδή. Τρεις ήταν οι διαβάσεις από την Άνω προς την Κάτω Μακεδονία στην αρχαιότητα: η βορειότερη από την Έδεσσα, η μεσαία από τη σημερινή Νάουσα -τη Μίεζα των αρχαίων- και από τη Βέροια η τρίτη. Η σπουδαιότερη διάβαση και τότε και τώρα είναι από την Έδεσσα, σπουδαία θέση από συγκοινωνιακή αλλά και από στρατηγική πλευρά.
Για να εγκατασταθούν τα ελληνικά φύλα στην Κάτω Μακεδονία φαίνεται ότι τους απώθησαν με αρκετούς κόπους τους Θράκες, που η κυριαρχία τους απλωνότνα ως την Έδεσσα. Οι Αργεάδες, οι ηγεμόνες του ισχυρότερου φύλου του 6ου π.Χ. αιώνα ανάγουν την καταγωγή τους από το βασιλικό γένος του Άργους της Ορεστίδος. Η γειτονία με τους Θράκες λογικό είναι να αποτελούσε αρχικά έναν διαρκή κίνδυνο. Από Βορρά άλλες επιδρομές γίνονταν συνεχώς από τους Παίονες. Ίσως όμως τις ισχυρότερες και πιο επικίνδυνες επιδρομές, που από τον 7ο π.Χ. αιώνα ήταν συνεχείς, τις επιχειρούσαν οι Ιλλυριοί.
Οι Ιλλιριοί κατείχαν την περιοχή που απλώνεται μεταξύ του όρους Σκάρδου, της Λυχνίτιδας λίμνης και της Αδριατικής με σημαντική επέκταση προς Βορρά. Στα σύνορα με τους Ιλλυριούς ήταν αδύνατη όσο για την Ήπειρο όσο και για τη Μακεδονία η μόνιμη ειρήνη. Οι Ιλλυριοί για αιώνες κάλυπταν τις βιοτικές τους ανάγκες με τη λεηλασία και την αρπαγή των αγαθών των γειτόνων τους.
Τα μακεδονικά φύλα ήταν υποχρεωμένα να ζουν, ακόμη και όταν κατόρθωσαν οριστική εγκατάσταση, με ανησυχία, έτοιμα για πόλεμο με τους βάρβαρους σε κάθε στιγμή. Ωστόσο, με τους ατελεύτητους αγώνες τους εξασφάλισαν στους Έλληνες της Κεντρικής Μακεδονίας απόλυτη ησυχία από κάθε βαρβαρική απειλή από Βορρά -μια προσφορά με τεράστια σημασία που οι Έλληνες της υπόλοιπης Ελλάδας, αγνοώντας τις συνθήκες που επικρατούσαν εκεί, δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσουν γι’ αυτό και ποτέ δεν αισθάνθηκαν τι όφειλαν στους Μακεδόνες Έλληνες.
Ακριβώς οι δύσκολες συνθήκες της Βόρειας Ελλάδας έγιναν αιτία τα μακεδονικά φύλα να παραμείνουν σε τελείως παλαιές μορφές ζωής, ανεξέλικτες ως τις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα, ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες απρόσκοτα αναπτύσσονταν. Το αξιοθαύμαστο στην περίπτωση των Μακεδόνων είναι η εμμονή τους στα πατροπαράδοτα, γεγονός που τους έκανε, παρά τις φοβερές περιπέτειες που αντιμετώπιζαν διαρκώς, να διατηρήσουν την ελληνικότητά τους, όσο και αν έζησαν απομονωμένοι από τους υπόλοιπους Έλλληνες.
Από την εποχή που ιδρύθηκαν στην ακτή του Θερμαϊκού οι ελληνικές αποικίες Ηράκλειο, Μεθώνη και Πύδνα, άρχισαν κάποιες επαφές των Μακεδόνων με τους υπόλοιπους Έλληνες. Η επαφή αυτή, εκτός από τα αμοιβαία οφελήματα στο εμπόριο, είχε συνέπειες και στον πολιτιστικό τομέα. Από αυτά τα λιμάνια έφταναν στην Μακεδονία ποικίλα έργα τέχνης, που με τον καιρό είχαν επίδραση στη διαμόρφωση της τέχνης του τόπου.
Τα μακεδονικά φύλα είχαν το προνόμιο να μην αντιμετωπίζουν, όπως οι άλλοι Έλληνες, πρόβλημα προμήθειας ειδών πρώτη ανάγκης για την επιβίωσή τους. Αυτή όμως η ευφορία του εδάφους τραβούσε σαν μαγνήτηςη τους γύρω βαρβάρους. Η επάρκεια αγαθών υπήρξε επίσης η αιτία να μην βρεθούν στην ανάγκη να επιχριρήσουν ταξίδια σε άλλους χώρους, γι’ αυτό και έμειναν για πολλούς αιώνες ανεξέλικτοι.
Οι κάτοικοι της Μακεδονίας ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι. Ζούσαν μέσα σε καλύβες σε μικρά χωριά ή κώμες ατείχιστες που τις ίδρυαν για λόγους ασφάλειας σε οχυρές και δυσπρόσιτες περιοχές. Ήταν δραστήριοι, γενναίοι και αποφασιστικοί πολεμιστές. Στις ειρηνικές τους ώρες αγαπούσαν την διασκέδαση και τον χορό.
Διάφορα ήθη και έθιμα αποκαλύπτουν τον χαρακτήρα της παλαιότερης ζωής στη Μακεδονία. Κατά την τέλεση του γάμου χώριζαν ένα καρβέλι ψωμί με ένα σπαθί που το κρατούσαν οι δύο μελλόνυμφοι. Αφού κοβόταν το ψωμί, δοκίμαζε και τις δύο μερίδες ο μέλλων σύζυγος. Τα συμπόσια τελείωναν με τον ήχο της σάλπιγγας. Δύο χαρακτηριστικοί μακεδονικοί χοροί αναφέρονται από τις αρχαίες πηγές: η «Τελεσιάς» και η «Καρπαία». Ο πρώτος ήταν πολεμικός χορός. Στον δεύτερο γινόταν μιμική κλοπή ζεύγους βοδιών.
Για τον καθαρμό του στρατού γινόταν μια ειδική πανάρχαια τελετή: θυσιάζονταν ένας σκύλος που τον έκοβαν σε δύο κομμάτια. Οι στρατιώτες έκαναν παρέλαση μεταξύ των δύο κομματιών. Η τελετουργία αυτή γινόταν κάθε χρόνο στην αρχή της άνοιξης -τότε άρχιζαν κυρίως οι εκστρατείες- στο πλαίσιο των εορτών προς τμήν του θεού ή ήρωα Ξάνθου και έπαιρναν μέρος πάνοπλοι οι στρατιώτες τον βασιλιά επικεφαλής. Η τελετή έκλεινε με την αναπαράσταση μιας μάχης.
Ίσως επειδή διατήρησαν παμπάλαια έθιμα, ή γιατί επηρεάστηκαν από τους Θράκες, οι Μκαεδόνες είχαν μια τάση προς τις μυστικιστικές τελετές. Η θρησκεία τους ήταν βασικά ελληνική, πράγμα που φαίνεται από τα ελληνικά ονόματα μηνών και από την πίστη τους ότι οι βασιλείς τους ήταν «διογενείς» (ο Μακεδών ήταν γιος του Δία και η βασιλική οικογένεια καταγόταν από τον Ηρακλή). Θρακική επίδραση αποτελεί η ιδιότυπη λατρεία του Σαβαζίου.
Τα μακεδονικά φύλα όπως και τα ηπειρωτικά διατήρησαν το αρχέγονο σύστημα της ομηρικής βασιλείας εξαιτίας των σνθηκών που αντιμετώπιζαν, βρίσκονταν διαρκώς σε πόλεμο με αποτέλεσμα να μένουν συντηρητικοί στην πολιτική και την κοινωνική τους ζωή. Ο βασιλεύς ήταν ο ανώτατος δικαστής και θρησκευτικός άρχων, ο αρχηγός και συνεργάτης των πολεμιστών. Καθήκον του ήταν να δίνει το υπόδειγμα του ηρωισμού, της γνώσης της πολεμικής τέχνης και της αυτοθυσίας, γιταί μόνο με αυτόν τον τρόπο ήταν δυνατόν να επιβάλλεται στους συμπολεμιστές του και να τους εμψυχώνει στο μεγάλο και δύσκολο έργο που είχαν να επιτελέσουν: την άμυνα του κράτους ή τον αγώνα για την επέκταση του.
Οι εταίροι ήταν συμπολεμιστές του βασιλιά και δεν πρόσφεραν μόνο τις πολεμικές τους υπηρεσίες αλλά μπορούσαν να έχουν γνώμη και να δίνουν τις συμβουλές τους. Οι πολεμιστές αυτοί που αποτελούσαν την αριστοκρατική τάξη, ήταν οι «φυσικοί προστάτες»του βασιλιά. Μάχονταν γύρω τους οι εκλεκτοί ιππείς στους πολέμους, ενώ σε περιόδους ειρήνης τον εξυπηρετούσαν σε ό,τι εκείνος χρειαζόταν. Για τους υπηρεσίες τους ο βασιλιά τους παραχωρούσε γη και άλλα δώρα. Η ιδιότυπη αυτή σχέση εταίρων και βασιλιά με αμοιβαίες υποχρεώσεις εκφραζόταν στη θρησκευτική εροτή τα Εταιρίδεια, που με τον βασιλιά επικεφαλής εορταζόταν προς τιμή του Δία Εταιρίδα.
Στην Μακεδονία, ως την εποχή του Φιλίππου Β’ ακόμη, υπήρχαν ελάχιστες πόλεις και η ζωή διατηρούσε σε γενικές γραμμές τον αρχαϊκό της χαρακτήρα, δίνοντας την εντύπωση μιας κοινωνίας σαν αυτές που περιγράφει ο Όμηρος. Το «ομοσπονδιακό» κράτος της Μακεδονίας απλωνόταν στα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα από το Βόιον όρος ως τα δυτικά του Στρυμόνα και από τα Τέμπη και τα όρη των Καρβουνίων ως τα βόρεια σύνορα της Πελαγονίας, που και αυτή περιλαμβανόταν στην μακεδονική επικράτεια.
Ο σχηματισμός του ομοσπονδιακού κράτους άρχισε γύρω στο 700 π.Χ. Αφού οι Αργεάδες, που ως τότε βρίσκονταν σε συνεχείς διενέξεις με τους Ελιμιώτες, κατόρθωσαν με τον καιρό να υποτάξουν τα υπόλοιπα μακεδονικά φύλα, να εκδιώξουν άλλα βαρβαρικά και να απλώσουν σταδιακά την κυριαρχία τους ως τον Θερμαϊκό κόλπο. Τότε ίδρυσαν κοντά στη Έδεσσα την πρωτεύουσά τους, τις Αιγές. Η θέση αυτή είχε ιδιαίτερη στρατηγική σημασία, επειδή βρίσκεται στους δρόμους που από τα ανατολικά οδηγούν στα δυτικά. Στις Αιγές ίδρυσαν και τους τάφους των Αργεαδών βασιλέων που αφού τους έκαιγαν τους έθαβαν με μεγαλοπρεπή τελετουργία, οργανώνοντας προς τιμήν τους αγώνες με επίλεκτους πολεμιστές.
Προς το τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα η εκστρταεία των Περσών στην Ευρώπη στάθηκε η αιτία να αλλάξουν τα πράγματα στη Μακεδονία. Την άνοιξη του 513π.Χ. μεγάλη περσική στρατιά με αρχηγό τον ίδιο τον Μεγάλο Βασιλέα, τον Δαρείο, πέρασε τον Βόσπορο, εκστρατεύοντας προς την Θράκη και τη Σκυθία. Η εκστρατεία αυτή ήταν η πρώτη ένδειξη στροφής του περσικού επεκτατισμού προς την Ευρώπη.
Μετά την επιστροφή του Δαρείου στην Περσία, ο Πέρσης στρατηγός Μεγάβαζος με 80.000 στρατό υπέταξε ολόκληρη τη Θράκη και απεσταλμένοι του επισκέφθηκαν τον Αργεάδη βασιλιά Αμύντα Α’ για να του ζητήσουν «γη και ύδωρ» (το γεγονός ότι οι Πέρσες απευθύνονται στους Αργεάδες, διαλέγοντας αυτούς μέσα από όλα τα άλλα ελληνικά φύλα της Μακεδονίας είναι μια ακόμη ένδειξη ότι αυτοί επικρατούσαν στη Μακεδονία και εθεωρούντο οι αρχηγοί της). Ο Αμύντας έδωσε αυτό που ζήτησε ο Δαρείος. Έτσι από το 510 ως το 479 π.Χ. το βασίλειο της Μακεδονίας παρέμεινε υπό την περσική κυριαρχία, χωρίς όμως να γίνει ποτέ περσική σατραπεία.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους