Στο τέλος του 1821 στη δυτική και κεντρική Μακεδονία είχε αρχίσει η προετοιμασία για ένοπλη εξέγερση, παρά το γεγονός ότι οι συνθήκες δεν την ευνοούσαν. Εκτός από την Χαλκιδική και σε άλλες περιοχές, όπως στα Γρεβενά, στη Σιάτιστα, στην Καστοριά, στο Βογατσικό, το Μπλάτσι και αλλού, οι μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία είχαν δημιουργήσει επαναστατικό αναβρασμό.
Οι κινήσεις όμως των Ελλήνων έγιναν αντιληπτές από τους Τούρκους, που προσπαθούσαν να λάβουν αυστηρά μέτρα για να προλάβουν την εξάπλωση της επανάστασης στη περιφέρεια αυτή. Στις 10 Δεκεμβρίου 1821, στις τουρκικές αρχές της Βέροιας απευθύνθηκε διαταγή για απογραφή πληθυσμού. Επίσης τον Ιανουάριο του 1822 ο Εμπού Λουμπούτ ζήτησε ομήρους από τις επιφανέστερες οικογένειες των πόλεων της Μακεδονίας, που τους φυλάκισε στο Μοναστήρι, τη Θεσσαλονίκη και τη Λάρισα. Μερικοί όμως με προφάσεις αρνήθηκαν να υπακούσουν στην πρόσκληση του βαλή. Ήταν οι οπλαρχηγοί της Βέροιας Τσάμης Καρατάσος και Αγγελής Γάτσος, των Βοδενών Ιωάννης Παπαρέσκας, οι πρόκριτοι της Καστοριάς Ιωάννης Βαρβαρέσκος, της Σιάτιστας Γ. Νόπλιος, των Βοδενών Παναγιώτης Ναούμ και ο ισχυρότερος ανάμεσα τους πρόκριτος της Νάουσας Ζαφειράκης Λογοθέτης.
Εκτεθειμένοι τότε από την απειθαρχία τους άρχισαν αλλεπάλληλε συσκέψεις και στην τελευταία τους στη μονή Δοβρά, τον Φεβρουάριο, αποφάσισαν να μην περιμένουν άλλο των αναμενόμενων ενισχύσεων από τον Σάλα και να κηρύξουν την Επανάσταση. Έτσι στις 19 Φεβρουαρίου, Κυριακή της Ορθοδοξίας, στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου μετά τη λειτουργία Ζαφειράκης Λογοθέτης ύψωσε την επαναστατική σημαία και κήρυξε την Επανάσταση.
Την επομένη της κήρυξης της επανάστασης 1.800 Έλληνες αγωνιστές κατευθύνθηκαν προς τη μονή Δοβρά και χρησιμοποιώντας την σαν ορμητήριο επιτέθηκαν εναντίον της Βέροιας. Καθώς στην πόλη αυτή υπήρχε ισχυρή τουρκική φρουρά, κάθε επαναστατική επιχείρηση στη Μακεδονία θα ήταν δυσχερής χωρίς της εξουδετέρωση της. Στην πρώτη έφοδο οι Έλληνες πέτυχαν να απωθήσουν τους Τούρκους. Φαίνεται όμως πως η επιχείρηση τους είχε προδοθεί και έτσι πολυάριθμος τουρκικός στρατός υπό τον κεχαγιάμπεη του βαλή της Θεσσαλονίκης, Μεχμέτ αγά, έφθασε στη Βέροια σχεδόν συγχρόνως με τις ελληνικές δυνάμεις, που όταν το πληροφορήθηκαν υποχώρησαν προς τη Νάουσα για να οργανώσουν την άμυνα της.
Σημαντική νίκη όμως σημείωσαν οι Έλληνες στις 12 Μαρτίου 1822 στην μονή της Παναγίας της Δοβράς: διακόσιοι σαράντα επαναστάτες με αρχηγό τον Γέρο-Καρατάσο αγωνίσθηκαν εναντίον 4.000 Τούρκων του Μεχμέτ αγά και τους ανάγκασαν μαζί με τους άνδρες του Γάτσου και του Ζαφειράκη, που έφθασαν για ενίσχυση, να εγκαταλείψουν το πεδίο της μάχης με μεγάλες απώλειες. Η επιτυχία αυτή των Ελλήνων μόνο πρόσκαιρη και τοπική σημασία είχε, γιατί οι Τούρκοι, με νέες ενισχύσεις, κατέλαβαν το μοναστήρι και οργάνωσαν το σχέδιο για να πλήξουν την επανάσταση στην κύρια εστία της.
Την επιχείρηση εναντίον της Νάουσας, που υπερασπίζονταν 4 με 5.000 αγωνιστές την ανέλαβε προσωπικά ο Εμπού Λουμπούτ, που έφθασε στη Βέροια τέλη Μαρτίου με 20.000 άνδρες. Στις 26 Μαρτίου ο Εμπού Λουμπούτ έστειλε αντιπροσώπους και ζήτησε από τους επαναστάτες να παραδώσουν τα όπλα. Η απάντηση των κατοίκων της Νάουσας ήταν αρνητική και στις αρχές Απριλίου ο τουρκικός στρατός στρατοπέδευσε στη θέση Ροδιά και άρχισε την πολιορκία της πόλης, που η άμυνα της είχε οργανωθεί συστηματικά με την κατάληψη επίκαιρων θέσεων από τους Έλληνες επαναστάτες.
Τη νύχτα της 12ης προς την 13η Απριλίου οι Τούρκοι που είχαν υποστεί πολλές απώλειες κατά τις αλλεπάλληλες αποτυχημένες εφόδους τους, κατόρθωσαν μετά από γενική επίθεση και σφοδρό κανονιοβολισμό να δημιουργήσουν ρήγμα στις γραμμές των πολιορκημένων στη θέση Αλώνια, να μπουν από την πύλη του Αγίου Γεωργίου και να την καταλάβουν από σκληρές οδομαχίες και απεγνωσμένη αντίσταση των κατοίκων της Νάουσας.
Στη Νάουσα οι σφαγές που ακολούθησαν μετέβαλαν την πόλη σε πραγματική κόλαση και οι σελίδες αυτοθυσίας και ηρωισμού που γράφτηκαν τότε είναι από τις ένδοξες της Ελληνικής Επανάστασης. Με το τραγικό τέλος της Νάουσας έσβησε ουσιαστικά η Επανάσταση στη Μακεδονία, μολονότι οι παλαιοί κλέφτες του Βερμίου δεν έπαψαν να παρενοχλούν τους Τούρκους. Υπολογίζεται ότι μετά την άλωση της Νάουσας καταστράφηκαν από την εκδικητική μανία των Τούρκων πάνω από 120 χωριά και κωμοπόλεις στη δυτική Μακεδονία και πλήθος Ελλήνων σκοτώθηκαν ή σφαγιάσθηκαν. Οι οπλαρχηγοί κατέφυγαν στη νότια Ελλάδα, έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις ως το τέλος του Αγώνα.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών