Η Μήδεια είναι ένα τραγικό πρόσωπο της Μυθολογίας μας, με αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα. Κόρη του Αιήτη, βασιλιά της Κολχίδας, ανιψιά της Κίρκης (από την οποία διδάχθηκε την τέχνη της μαγείας) και αδελφή της Χαλκιόπης και του Άψυρτου.
Όταν ο Ιάσονας πήγε στην Κολχίδα με τους άλλους Αργοναύτες, για να πάρει το χρυσόμαλλος δέρας, η Μήδεια τον ερωτεύτηκε και τον βοήθησε να ξεγελάσει τον πατέρα της και να κλέψει το δέρας, αφού ο Ιάσονας της υποσχέθηκε να την πάρει μαζί του. Στον δρόμο της φυγής και ενώ καταδιώκονταν από τον Αιήτη, η Μήδεια έσφαξε τον μικρό αδελφό της Άψυρτο και τα κομμάτια του τ α έριχνε πίσω τους για να καθυστερήσει τον Αιήτη μαζεύοντας τα και θρηνώντας για τον γιο του.
Όταν το ζευγάρι έφτασε στην Κέρκυρα ο Ιάσονας παντρεύτηκε τη Μήδεια, όπως της το είχε υποσχεθεί. Τελικά έφτασαν στην Ιωλκό, όπου βασίλευε ο Πελίας, ο άρπαγας του θρόνου από τον Αίσονα, τον πατέρα του Ιάσονα. Εκέι παρέδωσε ο Ιάσονας το δέρας κα για ένα διάστημα αυτός και η Μήδεια έζησαν ευτυχισμένοι.
Στο μεταξύ, όμως, η φιλόδοξη Μήδεια έπεισε τον Ιάσονα να διεκδικήσει το θρόνο της Ιωλκού και ανέλαβε, αυτή να εξοντώσει τον Πελία. Ξεγέλασε τις κόρες του λέγοντας τους ότι με τη μαγική τους τέχνη μπορούσε να κάνει τον πατέρα τους ξανά νέο αρκεί αυτές να τον σκότωναν και να τον κομμάτιαζαν. Αυτές πείστηκαν, όταν κατάπληκτες είδαν να κάνει το ίδιο με ένα πρόβατο, που αφού το έσφαξε, το κομμάτιασε και το ξαναζωντάνεψε. Έτσι, οι Πελιάδες σκότωσαν τον πατέρα τους , αλλά η Μήδεια δεν κράτησε την υπόσχεση της και οι κόρες του Πελία τρελάθηκαν και έφυγαν από την Ιωλκό.
Ο Ιάσονας με τη Μήδεια καταδιώχθηκαν από τον γιο του Πελία Άκαστο. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στην Κόρινθο, όπου η Μήδεια έγινε ιέρεια της Ήρας. Εκεί, όμως, ο Ιάσονας ερωτεύτηκε την Γλαύκη, κόρη του βασιλιά της πόλης Κρέοντα και αποφάσισε να χωρίσει τη Μήδεια για να την παντρευτεί. Λίγο πριν από το γάμο, όμως, για να εκδικηθεί τον Ιάσονα σκότωσε τα παιδιά τους και χάρισε τη Γλαύκη ένα μαγικό πέπλο για το γάμο της. Μόλις αυτή πήγε να το δοκιμάσει, κάηκε. Το ίδιο έπαθε και ο πατέρας της που έσπευσε να τη σώσει.
Η Μήδεια κυνηγημένη βρήκε καταφύγιο στην Αθήνα, κοντά στο γέρο βασιλιά Αιγέα, που απελπισμένος που δεν είχε παιδιά -αγνοούσε ακόμη την ύπαρξη του γιου του Θησέα- την παντρεύτηκε και έκανε μαζί της ένα γιο το Μήδο. Όταν εμφανίστηκε ο Θησέας και πριν ακόμη τον αναγνωρίσει ο Αιγέας, η Μήδεια φοβούμενη μήπως ο γιος της χάσει τα δικαιώματα στο θρόνο, έπεισε τον Αιγέα ότι ο ξένος ήταν επικίνδυνος και ότι έπρεπε να τον σκοτώσουν Τον φόνο, μάλιστα, θα τον αναλάμβανε η ίδια, δηλητηριάζοντας το κρασί του Θησέα, για να μην παραβεί ο Αιγέας το νόμο της φιλοξενίας.
Αλλά την ώρα του δείπνου, και πριν γίνου οι προπόσεις, ο Θησέας έβγαλε το μαχαίρι του για να κόψει το κρέας. Τότε ο Αιγέας θυμάται πως, αυτό το όπλο, μαζί με τα πέδιλα του είχε κρύψει κάτω από μια πέτρα στην Τροιζήνα, τότε που η ερωμένη του, η Φαίδρα, είχε μείνει έγκυος μαζί του, λέγοντας της πως αν γεννούσε γιο να τον οδηγήσει στην πέτρα και αν αυτός μπορέσει να την ανασηκώσει να του τον στείλει στην Αθήνα, για να τον κάνει διάδοχο του.
Μετά την αναγνώριση του Θησέα από τον πατέρα του, η Μήδεια αναγκάζεται να φύγει από την Αθήνα, παίρνοντας μαζί της και τον γιο της Μήδο. Επιστρέφει στην Κολχίδα και διώχνει από τον θρόνο τον Φέρη, που είχε στο μεταξύ γίνει βασιλιάς, αφού εξόρισε τον γέρο Αιήτη. Συμφιλιώνεται με τον πατέρα της και ο Αιήτης, ξαναπαίρνει τον θρόνο. Ο Μήδος έγινε γενάρχης των Μήδων της Μικράς Ασίας, αφού κατέκτησε πολλές χώρες στη Μικρά Ασία και έδωσε το όνομα του στη Μηδία. Σκοτώθηκε πολεμώντας τους Ινδούς.