Λογοτεχνία

Με τον όρο Λογοτεχνία ορίζονται τα γραπτά και προφορικά προϊόντα του έντεχνου λόγου. Η λογοτεχνία είναι έννοια στενότερη από τη γραμματεία, που περιλαμβάνει το σύνολο των -γραπτών κατά κανόνα- κειμένων μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Αυτό, λοιπόν, που διαφοροποιεί τα λογοτεχνικά κείμενα από τα μη λογοτεχνικά είναι η «λογοτεχνικότητα». Η έννοια της λογοτεχνικότητας βέβαια δεν μπορεί να οριστεί εύκολα, γι’ αυτό και ο χώρος της Λογοτεχνίας δεν μπορεί να καθοριστεί με αυστηρά όρια.

Ο όρος Λογοτεχνία εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 12ο αιώνα με τη σημασία της ρητορικής χρήσης του λόγου, της καλλιέπειας. Με τη σημερινή σημασία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ιωάννη Πανταζίδη το 1886, σε ένα άρθρο: «Φιλολογία, Γραμματολογία, Λογοτεχνία», στο περιοδικό Εστία. Ο συντάκτης του άρθρου εξηγεί ότι χρησιμοποιεί τον όρο λογοτεχνία για να δηλώσει την τέχνη του λόγου, σε αντιστοιχία με τους όρους «καλλιτέχνης» και «καλλιτεχνία». Μια πρώτη νύξη για τη χρήση του όρου είχε γίνει το 1867 από τον Α. Κυπριανό, στον πρόλογο της μετάφρασης της Ιστορίας της ελληνικής φιλολογίας του K. O. Müller. Εκεί ο συγγραφέας εξηγούσε ότι προτίμησε τελικά τον καθιερωμένο όρο «φιλολογία», φοβούμενος μήπως ο καινοφανής όρος «λογοτεχνία» ξενίσει τους αναγνώστες. Μέχρι τότε χρησιμοποιείτο ο όρος «φιλολογία» για να δηλώσει και το αντικείμενο, δηλαδή τα μνημεία του λόγου και την επιστήμη. Για να αποφεύγεται μάλιστα η σύγχυση υπήρχε και ο όρος «ελαφρά φιλολογία», που αναφερόταν στα λογοτεχνικά έργα. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, ο όρος «ελαφρά φιλολογία» ήταν σε χρήση μέχρι και το 1920 περίπου.

Η λογοτεχνία ως «μη πρακτικό» κείμενο

Το λογοτεχνικό κείμενο μπορεί να οριστεί ως κείμενο που δεν εξυπηρετεί κάποιον πρακτικό σκοπό, για παράδειγμα την πληροφόρηση για κάποιο θέμα. Έτσι το λογοτεχνικό κείμενο διαφέρει, για παράδειγμα, από ένα επιστημονικό κείμενο. Με μια τέτοια θεώρηση το ενδιαφέρον στη μελέτη ενός λογοτεχνικού κειμένου δεν εστιάζεται στο θέμα για το οποίο μιλάει το κείμενο, αλλά στον τρόπο με τον οποίο μιλάει. Η πρακτική από τη μη πρακτική χρήση των κειμένων όμως είναι δύσκολο να διαχωριστεί, αφού δεν εξαρτάται μόνο από την πρόθεση του συγγραφέα να γράψει ένα κείμενο «πρακτικό» ή «λογοτεχνικό», αλλά (κυρίως) και από τον τρόπο με τον οποίο ο αναγνώστης επιλέγει να διαβάσει το κείμενο. Γι’ αυτό τον λόγο, είναι δυνατόν κάποιο κείμενο να γραφτεί με «λογοτεχνική» πρόθεση, αλλά σταδιακά να πάψει να αντιμετωπίζεται ως λογοτεχνικό, ενώ αντίθετα κάποιο άλλο να ανήκει σε είδος λόγου που δε θεωρείται «λογοτεχνικό», αλλά με την πάροδο του χρόνου να συμπεριλαμβάνεται στα λογοτεχνικά κείμενα.

Στην Ελλάδα χρησιμοποιείται κυρίως η ταξινόμηση στις τρεις μεγάλες κατηγορίες της πεζογραφίας, της ποίησης και του θεάτρου. Κάποια από τα σημαντικότερα είδη του λόγου είναι: μυθιστόρημα, διήγημα, νουβέλα, έπος, ωδή, σονέτο, μπαλάντα, πεζόμορφο ποίημα, τραγωδία, κωμωδία. Είδη του πεζού λόγου, όπως τα απομνημονεύματα, το δοκίμιο, το χρονογράφημα, η αυτοβιογραφία, η βιογραφία και τα ταξιδιωτικά κείμενα συχνά αντιμετωπίζονται ως λογοτεχνικά με την ευρεία σημασία του όρου.

Λογοτεχνικό ρεύμα είναι μια τάση που εμφανίστηκε στην τέχνη σε μια συγκεκριμένη περίοδο και ακολουθήθηκε από αρκετούς καλλιτέχνες. Λογοτεχνικά ρεύματα:

  • Κλασικισμός
  • Ρομαντισμός
  • Ρεαλισμός
  • Παρνασσισμός
  • Νατουραλισμός
  • Υπερρεαλισμός (ή σουρρεαλισμός)
  • Αισθητισμός

Περίοδοι της ελληνικής λογοτεχνίας

Η αρχαία ελληνική λογοτεχνία αναφέρεται στα γραπτά λογοτεχνικά μνημεία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας με όρια τον 8ο αι. π.Χ. και τα μέσα περίπου του 4ου αι. (ίδρυση της Κωνσταντινούπολης). Η περίοδος της μεσαιωνικής ελληνικής λογοτεχνίας αναφέρεται στα λογοτεχνικά μνημεία του 6ου αιώνα ως τον 19ο. Από τότε ως σήμερα διανύουμε την εποχή της νέας ελληνικής λογοτεχνίας.

Ακολουθούν άρθρα-λογοτεχνικά κείμενα της ελληνικής και όχι μόνο λογοτεχνίας.