Η Λιβαδειά έχει επιβλητική εμφάνιση από τα βόρεια, συνθέτοντας ένα σκηνικό όμορφο και μοναδικό. Τα περισσότερα σπίτια της περιστοιχίζονται από κήπους και έτσι καταλαμβάνουν μεγάλο χώρο πάνω σε κάποιες απότομες πλαγιές, στους πρόποδες ενός απόκρημνου υψώματος που στεφανώνεται με ένα κατεστραμμένο κάστρο που λέγεται ότι χτίστηκε από τους Καταλανούς. Αυτό το ύψωμα αποτελεί μια απότομη, βόρεια απόληξη του όρους Ελικώνα και χωρίζεται προς τα ανατολικά από παρόμοιους λόφους με ένα χείμαρρο, που αναβλύζει από το βουνό ανάμεσα σε ψηλούς γκρεμούς και πέφτει με μεγάλη ταχύτητα πάνω σε ένα βραχώδες μέρος, αφού διασχίσει το κέντρο της πόλης. Είναι η αρχαία Έρκυνα. Πάνω από το κάστρο το τοπίο είναι γενικά ξερό.
Η κύρια παροχή νερού γίνεται από κάποιες πηγές στο νότιο άκρο της πόλης και στους κήπους που περιζώνουν τα σπίτια. Υπάρχουν επίσης πηγές σε πολλά μέρη σε αυτήν την πλευρά, έτσι ώστε όλη αυτή η υπερβολή σε νερό, σε συνδυασμό και με το φυσικό καταφύγιο που δημιουργούν τα βουνά που κρέμονται από πάνω, να κάνει τον αέρα το καλοκαίρι, στο βόρειο μέρος της πόλης για κάναδυο ώρες το πρωί και το βράδυ, ευχάριστα δροσερό.
Τα ίδια αυτά βουνά ωστόσο, αν εξαιρέσει κανείς το αεράκι που φυσάει συχνά, κάνουν τη θερμοκρασία πολύ υψηλή, ενώ το χειμώνα δημιουργούν υγρασία στερώντας από την πόλη τις ακτίνες του ήλιου. Ο ήλιος δεν ζεσταίνει ούτε χαμηλότερα σημεία της πόλης της Λιβαδειάς μετά τις δύο το μεσημέρι. Εξαιτίας αυτών των συνθηκών, το κλίμα δεν θεωρείται ευχάριστο ή υγιεινό. Λέγεται δε, ότι το καλοκαίρι, λόγω των αναγκών για εξαερισμό, οι βλαβερές αναθυμιάσεις των ποτιστικών χωραφιών με βαμβάκι και ρύζι γίνονται παντού αισθητές, αν και απέχουν κοντά 3χλμ. από το βόρειο τμήμα της πόλης. Η Βελίτσα, που έχει παρόμοια θέση και θέα, επηρεάζεται από το γειτονικό βουνό, με τον ίδιο τρόπο, και εκεί το χωριό ήταν στη σκιά ακόμη και πριν το μεσημέρι. Η αλήθεια είναι ότι σε όλες τις αρχαίες πόλεις της Δωρίδας, της Φωκίδας και της Βοιωτίας που καταλάμβαναν τις ισχυρές και άλλοτε προνομιούχες κάτω από τις βόρειες πλευρές του Παρνασσού και του Ελικώνα, βίωναν τα ίδια προβλήματα και είχαν το ίδιο κλίμα το χειμώνα, όπως σημειώνει ο Παυσανίας, ειδικά στη Λιλαία.
Η Λιβαδειά έχει ένα γενικότερο αέρα χλιδής σε σχέση με όλα τα άλλα μέρη στην Ελλάδα, χωρίς να εξαιρούνται τα Ιωάννινα. Αυτό οφείλεται και στον μικρό αριθμό Τούρκων, που γενικά δεν είναι μόνον οι ίδιοι φτωχοί, αλλά και αιτία φτώχειας για τους άλλους. Εκεί οφείλεται εν μέρει και η κατασκευή μεγάλων ελληνικών σπιτιών, τα οποία έχοντας ευρύχωρα δωμάτια και εξώστες, σύμφωνα με το τουρκικό στυλ, φαίνεται ότι χτίζονται προωθώντας την πόλη προς τον απότομο γκρεμό του λόφου. Μπορεί να παρατηρηθεί, ωστόσο, ότι αυτή η αρχιτεκτονική, αποτέλεσμα της ελληνικής ματαιοδοξίας πάντα έτοιμης να μιμηθεί το τουρκικό μεγαλείο, αν και ευχάριστη το καλοκαίρι, δεν ταιριάζει σε ένα μέρος όπου ο χειμώνας είναι βαρύς και μεγάλος. Υπάρχουν περίπου χίλια πεντακόσια σπίτια στην πόλη της Λιβαδειάς, από τα οποία μόνο τα εκατόν τριάντα είναι τούρκικα.
Το πιο ευδιάκριτο σημείο στην πόλης της Λιβαδειάς είναι ένας πύργος με ένα ρολόι. Στην περιοχή υπάρχουν εβδομήντα χωριά, από τα οποία το μεγαλύτερο είναι το Δαδί και η Αράχοβα. Το Ξεροχώρι, η Φίλα και πολλά άλλα στην Εύβοια έχουν καταχωρισθεί στο βιλαέτι, καθώς επίσης και ο Κάλαμος, και κάποια άλλα στην Αττική.
Η ομηρική Μήδεια βρισκόταν σύμφωνα με τον Παυσανία σε ένα ύψωμα από όπου οι κάτοικοι, υπό την καθοδήγηση του Λέβαδου, ενός Αθηναίου, μετακινήθηκαν σε χαμηλότερο σημείο και εκεί έχτισαν μια πόλη που της έδωσαν το όνομα Λιβαδειά. Φαίνεται δηλαδή ότι η Μήδεια βρισκόταν στην πλευρά του κάστρου και προς το δυτικό τμήμα της καινούργιας πόλης. Στην ανατολική της πλευρά περιβαλλόταν από την Έρκυνα, ενώ η Λιβαδειά κατελάμβανε το χαμηλότερο μέρος της σημερινής πόλης. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς, ωστόσο, ότι το κάστρο δεν ήταν ποτέ μέρος της αρχαίας πόλης μια και ήταν τόσο σημαντικό για την ασφάλεια της. Οι μόνες αρχαιότητες είναι κάποιες τετράγωνες ελληνικές πέτρες στα τοιχώματα, του κατεστραμμένου κάστρου, και λίγες επιγραφές και αρχιτεκτονικά κομμάτια διάσπαρτα στην πόλη. Αυτή η ισχυρή και πλούσια σε νερό πόλη, που πάντα είχε μεγάλο πληθυσμό, έχει επιδοθεί σε πολλές ανακατασκευές με βάση τα αρχαία υλικά ώστε τίποτε πλέον δεν έχει παραμείνει στη θέση του.
Η Λιβαδειά σαν βακούφι, διοικείται από βοεβόδα που εκμισθώνει τα εισοδήματα από τη διαχείριση των βασιλικών τζαμιών (της Πύλης). Ή πιο συχνά από βεκίλη ή αντιπρόσωπο, στον όποιο ο βοεβόδας δίνει αναφορά. Ο Τούρκος που τώρα κατοικεί στη Λιβαδειά είναι αντιπρόσωπος, αλλά συλλέγει ο ίδιος και εκμεταλλεύεται τους φόρους.
Η δημοτική εξουσία μοιράζεται ανάμεσα σε τρεις κυρίαρχες ελληνικές οικογένειες, από τις οποίες η πρώτη είναι του Γιάννη Χονδροδήμα ή Λογοθέτη, εξαιτίας του αξιώματος του στην εκκλησία. Όλες οι υποθέσεις της πόλης περνούν από τα χέρια ενός γραμματικού που τον ορίζουν οι παραπάνω άρχοντες. Ούτε ο Τούρκος βοεβόδας, ούτε ο καδής (ιεροδικαστής) ανακατεύονται, εκτός και αν η υπόθεση αφορά Τούρκο. Ειδικά ο πρώτος απέχει ολοκληρωτικά, καθώς φοβάται μήπως χάσει τα συνηθισμένα δώρα που παίρνει από τους Έλληνες, καθώς και τα αποτελέσματα των διαμαρτυριών τους στην Κωνσταντινούπολη. Η κύρια ασχολία του είναι να συλλέγει τους φόρους του σουλτάνου, που δίνονται προς το παρόν στα τρία παραπάνω πρόσωπα για 2.500 γρόσια το χρόνο. Αυτοί οι φόροι είναι το μίρι, ή δεκάτη ή αβαρέσι ή φόρος στην προσωπική περιουσία, και το χαράτσι ή κεφαλικός φόρος.
Το πρώτο υπενοικιάζεται σε μερίδια κάθε χρόνο. Αυτοί που το εκμισθώνουν επισκέπτονται τα χωριά τον καιρό του θερισμού και παίρνουν το μερίδιο τους, που για τα χωράφια που ανήκουν στους Έλληνες είναι περίπου το ένα όγδοο. Ό,τι απομείνει μοιράζεται σε αναλογία δύο τρίτων ανάμεσα στον ιδιοκτήτη και σε αυτόν που έχει την αποθήκη και προμηθεύει τον σπόρο του καλαμποκιού. Οι θεριστές πληρώνονται κυρίως σε είδος δηλαδή, ή μια συμφωνημένη ποσότητα την ημέρα, ή το ένα δέκατο της σοδειάς: ό,τι μένει είναι το μερίδιο του μεταπράτη και μοιράζεται σε ισότιμα μερίδια. Αρκετές φορές τη δεκάτη την εκμεταλλεύεται ο Έλληνας ιδιοκτήτης, αλλά σε αυτήν την περίπτωση το μερίδιο του από το θερισμό είναι δεκαεφτά εικοστά τέταρτα.
Μερικά χωράφια στη Λιβαδειά είναι του σπαχή (ιππέα του οθωμανικού στρατού) και τα διατηρεί καθ’ όλη την διάρκεια της φεουδαρχικής θητείας από τον καιρό της κατάκτησης. Αυτά αποδίδουν λιγότερη δεκάτη στον σπαχή από ό,τι τα ελληνικά χωράφια στον εκμεταλλευτή του βακουφιού. Συνήθως ενοικιάζονται από Έλληνες της Λιβαδειάς και καλλιεργούνται όπως τα άλλα. Τυχαίνει μερικές φορές οι τελευταίοι να έχουν και αυτά του σπαχή, και συμβαίνει ενίοτε ο Έλληνας να έχει τη θέση του σπαχή στο χωριό. Συνήθως, όμως, αυτά τα χωράφια βρίσκονται στα χέρια των Αλβανών στρατιωτών, που τα θεωρούν ως ένα καλό τρόπο για να μαζεύουν αποθέματα, όπως οι σπαχήδες, πέρα από τη δεκάτη, που σύμφωνα με το έθιμο αντιστοιχεί σε ένα γρόσι το χρόνο για κάθε ενήλικο άνδρα και μισό και κάθε αγόρι στο χωριό, συν μια συγκεκριμένη μερίδα φαγητού, που πάντα παίρνουν οι Αλβανοί για τη συντήρηση τους, και άλλα προνόμια που η θέση του μουσουλμάνου στρατιώτη τους προσφέρει. Μερικές φορές τυχαίνει ο σπαχής να μένει στην περιοχή και να μην εισπράττει τη δεκάτη παρά μόνο ως φέουδο και ό,τι άλλο μπορεί να αποσπάσει εκβιαστικά.
Ο φτωχός Έλληνας χωρικός δεν παίρνει παρά ψίχουλα από τη γη που κατέχουν οι ομόθρησκοι του. Αν και σπάνια μπορεί να καταφέρει ένα τίμιο παζάρεμα για το μερίδιο του στην παραγωγή, γενικώς πρέπει και από αυτό να δίνει τον υπέρμετρο τόκο που ο Έλληνας ιδιοκτήτης γης ή ο σπαχής τον έχουν αναγκάσει να δίνει, αφού του έχουν δημιουργήσει την ανάγκη να δανειστεί: με λίγα λόγια δεν βρίσκεται σε καλύτερη θέση από έναν εργάτη σε ένα τούρκικο τσιφλίκι. Η δυστυχία του ολοκληρώνεται, επειδή η ανώτερη τάξη των Ελλήνων στη Λιβαδειά είναι τόσο προκλητική και αναίσθητη προς τους κατώτερους της, όσο ζηλεύονται με κακεντρέχεια και μεταξύ τους. Αν και δεν μπορούμε να αρνηθούμε το γεγονός ότι ταυτόχρονα διαθέτουν όλη τη φιλοξενία, την εξυπνάδα και την κοινωνική προδιάθεση του λαού, και αντίθετα προς τους θησαυρίζοντες Εβραίους και Αρμένιους, γενικά ζουν τη ζωή τους.
Τον Αλή πασά φοβούνται στη Λιβαδειά πιο πολύ από ό,τι την Πύλη. Και προσφέρονται να στείλουν κάθε άνοιξη μια αντιπροσωπεία από άρχοντες στα Ιωάννινα με δώρο να ανέρχεται στα 100 γρόσια. Λίγο καιρό πριν ο Αλή πασάς προσπάθησε να κατακτήσει το Δαδί, αλλά με την παρέμβαση των αρχηγών της Λιβαδειάς η καταστροφή της ανερχόμενης αυτής κοινότητας αποφεύχθηκε προσωρινά. Οι επιδιώξεις του, ωστόσο, τείνουν να αυξάνονται προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ ο γιος του, Βελής, πρόσφατα κατέκτησε την επαρχία της Αταλάντης.