Στη Λατινική Δύση οι βασιλικές παρουσιάζουν γενικά ομοιομορφία. Είναι την εποχή αυτή κατά κανόνα απλές τρίκλιτες με υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος και χωρίς υπερώα. Απολήγουν ανατολικά σε ημικυκλική αψίδα. Εξωτερικά οι ναοί είναι απέριττοι, ενώ εσωτερικά διαθέτουν πλούσιο γλυπτό και γραπτό διάκοσμο. Δεν λείπουν επιδράσεις από την Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.

Η Ρώμη γνωρίζει μια ιδιαίτερα πλούσια αρχιτεκτονική δραστηριότητα την περίοδο μεταξύ του 380 με 480. Ένας ιδιαίτερα μεγάλος διαστάσεων ναός είναι η βασιλική της Santa Maria Maggiore που χρίστηκε από τον πάπα Σίξτο Γ’. Η βασιλική συνεχίζει την παράδοση του προηγούμενου αιώνα και έχει ευθύγραμμο επιστύλιο.
Τυπικό παράδειγμα της ρωμαϊκής βασιλικής είναι ο ναός της Αγίας Σαββίνας, ο οποίος χτίστηκε μεταξύ του 422 και 432. Είναι τρίκλιτη δρομική βασιλική με μεγάλη ημικυκλική αψίδα και πολύ υπερυψωμένο το στενό μεσαίο κλίτος, το οποίο με τα πολλά και μεγάλα παράθυρα προσδίδει ανάταση και ραδινότητα στο μνημείο, τείνοντας να εξισορροπήσει το μήκος με το ύψος.
Το 402 ο αυτοκράτορας Ονώριος υπό την απειλή των Βησιγότθων αναγκάζεται να εγκαταλείψει το Μιλάνο και να εγκατασταθεί στην άσημη έως τότε πόλη της Ραβέννας. Η αρχιτεκτονική, όμως, ιστορία της Ραβέννας, θα αρχίσει να γνωρίζει μεγάλη άνθηση κατά τη διάρκεια βασιλείας της Γάλλας Πλακιδίας, ετεροθαλούς αδελφής του Ονώριου. Δεν λείπουν οι επιδράσεις από την Ανατολή, καθώς η πόλη, ούσα το σημαντικότερο λιμάνι της βόρειας Ιταλίας έχει συχνές επαφές με τα παράλια της Ανατολικής Μεσογείου. Η Γάλλα Πλακιδία θέλοντας να ευχαριστήσει τον Θεό για τη σωτηρία από περιπετειώδες ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, έχτισε την τρίκλιτη δρομική βασιλική του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή στην περιοχή των ανακτόρων. Η ίδια αυτοκράτειρα χτίζει το ναό του Τιμίου Σταυρού. Ο ναός έχει σχήμα σταυρού με μονόχωρες κεραίες. Στο νάρθηκα του, που δεν σώζεται σήμερα, προσαρτήθηκε το μαυσωλείο της Γάλλας Πλακιδίας.
Στην περίοδο της αρχιερατείας του επισκόπου Νέωνος οφείλεται η μετασκευή του βαπτιστηρίου των Ορθοδόξων ή του Νέωνος. Πρόκειται για οκτάγωνο κτίριο το οποίο χτίστηκε στο τέλος του 4ου αιώνα και ήταν προσαρτημένο στον μη σωζόμενο σήμερα καθεδρικό ναό της Ραβέννας, την πεντάκλιτη βασιλική της Αναστάσεως, την οποία έχτισε στο τέλος του 4ου αιώνα ο επίσκοπος Ursus.
Το 493 καταλαμβάνεται η Ραβέννα από τους Αρειανούς Οστρογότθους του Θεοδώριχου. Ο τελευταίος χτίζει τον ανακτορικό ναό του Σωτήρος, ο οποίος αργότερα, το 561, μετά την ανακατάληψη της πόλης από τους Βυζαντινούς θα αφιερωθεί στον Άγιο Μαρτίνο από την Tours, πολέμιο του Αρειανισμού. Το 865, όταν ανακομίσθηκαν εκεί από τον παλιό ναό του Αγίου Απολλιναρίου in Classe τα λείψανα του ιδρυτή της εκκλησίας της Ραβέννας του Αγίου Απολλιναρίου, μετονομάστηκε σε Άγιο Απολλινάριο το Νέο. Πρόκειται για μια τυπική λατινική τρίκλιτη δρομική βασιλική με μία ημικυκλική αψίδα και νάρθηκα χωρίς υπερώα.
Γύρω στο 500 ο Θεοδώριχος χτίζει τον καθεδρικό ναό των Γότθων Santo Spirito και το προσαρτημένο σε αυτόν βαπτιστήριο των Αρειανών, με πρότυπο το παλιότερο βαπτιστήριο των Ορθοδόξων, του οποίου ακολουθεί σε απλουστευμένη μορφή την αρχιτεκτονική μορφή και το εικονογραφικό πρόγραμμα.