Μετά τον θάνατο του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου μένει μόνος αυτοκράτορας ο αδελφός του Κωνσταντίνος Η‘, ο οποίος ήταν συναυτοκράτοράς του από πολύ παλαιότερα. Ήταν άνθρωπος ικανός και έξυπνος, αλλά δεν ενδιαφερόταν για τις κρατικές υποθέσεις, τις οποίες άφηνε στα χέρια ανίκανων και ραδιούργων ενώ ο ίδιος περνούσε τον καιρό του σε συμπόσια και σε αγώνες του Ιπποδρόμου, διασπαθίζοντας ανέμελα τους θησαυρούς του κράτους, που είχε συγκεντρώσει ο Βασίλειος Β’.
Πολύ σημαντικό θέμα για την Αυτοκρατορία υπήρξε το ζήτημα της διαδοχής του Κωνσταντίνου Η’, το οποίο ο ανεύθυνος αυτοκράτορας σκέφτηκε και αντιμετώπισε όταν ήδη βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου. Ο γερασμένος αυτοκράτορας δεν είχε άρρενα τέκνα και από τις τρεις κόρες του η μεγαλύτερη, Ευδοκία, είχε αποσυρθεί σε μοναστήρι, από νεαρή ηλικία. Οι δύο νεότερες, Ζωή και Θεοδώρα, είχαν μείνει ανύπανδρες.
Σκέφτηκε, λοιπόν, ο Κωνσταντίνος Η’ να βρει σύζυγο για μία από τις δύο, ο οποίος θα τον διαδεχόταν στο θρόνο. Η επιλογή του, όπως και σε κάθε άλλη ενέργεια υπήρξε εσφαλμένη. Αντί να διαλέξει για γαμπρό του και μετέπειτα αυτοκράτορα κάποιον ικανό και δραστήριο στρατιωτικό, προτίμησε αριστοκρατικής καταγωγής έπαρχο της Κωνσταντινούπολης Ρωμανό Αργυρό ή Αργυρόπουλο.
Στις 12 Νοεμβρίου του 1028 ο Ρωμανός Αργυρός νυμφεύτηκε τη σαρανταοκτάχρονη Ζωή (η Θεοδώρα αρνήθηκε να παντρευτεί τον Ρωμανό) και τρεις μέρες αργότερα, μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Η’, στέφθηκε αυτοκράτορας. Ο Ρωμανός Γ’ Αργυρός ή Αργυρόπουλος ήταν εξαιρετικά μορφωμένος και διέθετε γοητεία στην εμφάνιση και τους τρόπους. Ήταν κατά την έκφραση νεότερου ιστορικού ο «τύπος του κλασικού αριστοκράτη». Όμως ούτε η αριστοκρατική του καταγωγή, ούτε η εξαιρετική μόρφωσή του δεν ήταν δυνατόν να εξουδετερώσουν την αχαλίνωτη ματαιοδοξία του, κενότητα και ανοησία.
Ο Ρωμανός Γ’ για να στερεώσει τη θέση του στο θρόνο εξανάγκασε σε αυτοκτονία τον έξοχο στρατηγό Κωνσταντίνο Διογένη, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι συνωμοτούσε εναντίον του (1031). Επίσης διέταξε να μαστιγώσουν δημοσίως τον Ευστάθιο Δαφνομήλη, ο οποίος είχε διαπρέψει εναντίον των Βουλγάρων, καθώς και τρεις εγγονούς του Μιχαήλ Βούρτζη. Μόνο τον Νικηφόρο Ξιφία ανακάλεσε από την εξορία. Αλλά ο βουλγαρομάχος δεν θέλησε να αναμιχθεί στη δημόσια ζωή, αλλά ασπάστηκε τον μοναχικό βίο.
Το τέλος του Ρωμανού Γ’ επρόκειτο να είναι τραγικό. Ο αναγκαστικός γάμος του με τη Ζωή δεν ήταν ευτυχής. Αυτή από την πλευρά τς ανακάλυπτε τώρα τις χαρές της επίγειας ζωής. Έτσι προκλήθηκε ανάμεσα στον Ρωμανό και τη Ζωή μια βαθιά ρήξη. Αυτή τη ρήξη εκμεταλλεύτηκε ο παρακοιμώμενος Ιωάννης Ορφανοτρόφος. Ο Ιωάννης ήταν άνθρωπος εξαιρετικά φιλόδοξος. Επειδή ο ίδιος δεν ήταν ευνούχος και δεν ήταν δυνατόν να γίνει αυτοκράτορας σκέφτηκε να βρει τρόπο να ανεβάσει στον αυτοκρατορικό θρόνο το νεότερο αδελφό του Μιχαήλ, έναν νεαρό αυλικό.
Κατέταξε τον αδελφό του μεταξύ των αυτοκρατορικών θαλαμηπόλων για να υπάρξει δυνατότητα για να υπάρξει δυνατότητα γνωριμίας με την αυτοκράτειρα. Η γνωριμία έγινε και η Ζωή ερωτεύτηκε με πάθος τον θαλαμηπόλο της. Η ερωτική αυτή σχέση, όταν έγινε γνωστή, προκάλεσε αντιδράσεις, ιδιαίτερα εκ μέρους της αδελφής του αυτοκράτορα Πουλχερίας, ενώ ο Ρωμανός δεν πίστευε στις φήμες ή προσποιόταν ότι δεν πίστευε.
Επειδή οι αντιδράσεις, κατά της Ζωής και του εραστή της αυξανόταν από μέρα σε μέρα οι τρεις συνωμότες (Ζωή, Μιχαήλ και Ιωάννης Ορφανοτρόφος) αποφάσισαν να δολοφονήσουν τον αυτοκράτορα. Η Ζωή πότισε με δηλητήριο τον Ρωμανό. Όμως ο αυτοκράτορας, επειδή είχε γερή κράση, αρρώστησε αλλά αργούσε να πεθάνει. Τότε ο νεαρός βασιλικός εραστής έσπευσε να προλάβει το έργο του δηλητηρίου. Στις 11 Απριλίου του 1034, ενώ ο αυτοκράτορας ήταν στο λουτρό του, εισέβαλε ο Μιχαήλ και τον έπνιξε μέσα στο λουτήρα.
Η ανεκδιήγητη Ζωή αντί να φροντίσει για τον ενταφιασμό του αυτοκράτορα συζύγου της, βιαζόταν να νυμφευθεί τον εραστή της και να τον ανεβάσει στο θρόνο. Και ενώ στις εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης και της απανταχού χριστιανοσύνης ετελείτο η ακολουθία των Παθών (Μεγάλη Πέμπτη), αυτοκράτειρα κάλεσε στα ανάκτορα τον Πατριάρχη Αλέξιο.
Ο Πατριάρχης φτάνει εκεί και αιφνιδιάζεται από αυτά που βλέπει και ακούει. Βλέπει τον αυτοκράτορα νεκρό, ενώ την αυτοκράτειρα να κάθεται στο θρόνο έχοντα δίπλα της τον νεαρό Μιχαήλ με το αυτοκρατορικό στέμμα επί της κεφαλής του. Η Ζωή ζητά από τον Πατριάρχη να τελέσει τον γάμο της με τον Μιχαήλ. Ο Πατριάρχης διστάζει. Αλλά επειδή ήταν άνθρωπος χωρίς ηθικές αρχές, υποχωρεί όταν του υπόσχονται γενναία χρηματικά ανταλλάγματα. Έτσι ο Αλέξιος ευλογεί τον δεύτερο γάμο της Ζωής, με τον οποίο ανέρχεται στο θρόνο του Μεγάλου Κωνσταντίνο ο ασήμαντος Μιχαήλ, το αγροτόπαιδο από την Παφλαγονία. Όσο για τον νεκρό αυτοκράτορα Ρωμανό Γ’, αυτός «ψυχρός και ασάλευτος» περίμενε στο διπλανό διαμέρισμα να βρουν χρόνο να τον φροντίσουν.