Αμέσως μετά τη δολοφονία του Κώνστα, ο στρατός αναγόρευσε ως αυτοκράτορα κάποιον Αρμένιο ονομαζόμενο Μιζίζιο. όμως ο γιος του Κώνστα, Κωνσταντίνος Δ’ έσπευσε στη Σικελία και κατέπνιξε την ανταρσία, συνέλαβε και αποκεφάλισε τον Μιζίζιο και τους κυριότερους συνεργάτες του και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Τότε πήρε και το προσωνύμιο Πωγωνάτος, γιατί ενώ έφυγε από την Κωνσταντινούπολη αγένειος (χωρίς γένεια) επέστρεψε με πώγωνα (γένεια).
Ο Κωνσταντίνος Δ’ ήταν αυτοκράτορας συνετός, γενναίος, ικανός πολιτικός και στρατιωτικός. Αναδείχθηκε ένας από τους αξιολογότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, γιατί κατόρθωσε με θάρρος και σύνεση να αντιμετωπίσει τους Άραβες μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης και τους Σλάβους μπροστά στα τείχη της Θεσσαλονίκης.
Σπουδαίο γεγονός της βασιλείας του Κωνσταντίνου Δ’ ήταν η οριστική εγκατάσταση των Βουλγάρων στην περιοχή της Κάτω Μοισίας (σημερινή Βουλγαρία), όπου μέχρι τότε κατοικούσαν Σλάβοι γεωργοί. Οι Βούλγαροι ήταν λαός τουρκοουνικής καταγωγής. Η αρχική τους κοιτίδα ήταν η Ασία, όπως και των Ούννων, των Αβάρων, των Τούρκων και των Ούγγρων, με τους οποίους είναι εθνολογικά συγγενείς.
Οι Βούλγαροι, τον 7ο αιώνα πιεζόμενοι από τους Χαζάρους Τούρκους προχώρησαν δυτικά και ένα τμήμα τους με αρχηγό τον Ασπαρούχ πέρασε τον Προύθο, παραπόταμο του Δούναβη. Από εκεί κατέβαιναν και λεηλατούσαν τις βυζαντινές επαρχίες. Το 679 εγκαταστάθηκαν στις περιοχές ανάμεσα στον Δούναβη και τον Αίμο.
Ο Κωνσταντίνος Δ’ οργάνωσε εκστρατεία εναντίον τους. Οι Βούλγαροι όταν πληροφορήθηκαν ότι φθάνει ο βυζαντινός αυτοκράτορας οχυρώθηκαν στα κρησφύγετα τους μέσα στις ελώδεις περιοχές του Δέλτα του Δούναβη. Τα βυζαντινά στρατεύματα αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες να βρουν τον εχθρό μέσα στα έλη. Εν τω μεταξύ ο αυτοκράτορας αρρώστησε και αναγκάστηκε να φύγει. Τότε οι Βούλγαροι επωφελήθηκαν από την απειθαρχία που επικράτησε στα βυζαντινά στρατεύματα και κατόρθωσαν να τα νικήσουν και να καταλάβουν την περιοχή της Βάρνας. Σιγά σιγά άπλωσαν την κυριαρχία τους σε όλη την περιοχή μεταξύ Εύξεινου Πόντου, Σερβίας, Δούναβη και Αίμου, η οποία από τότε ονομάστηκε Βουλγαρία. Όλες οι σλαβικές φθλές υποτάχθηκαν και αναμείχθηκαν με τους Βούλγαρους. Έτσι αποτέλεσαν ένα έθνος το βουλγαρικό με γλώσσα σλαβική.
Το βουλγαρικό κράτος που δημιουργήθηκε αποτέλεσε αργότερα έναν σημαντικό εχθρό για τη βυζαντινή αυτοκρατορία και αργότερα για το νεότερο ελληνικό κράτος. Δεν ήταν όμως δυνατόν εκείνη τη χρονική στιγμή να προβλεφθεί ο βουλγαρικός κίνδυνος, γιατί εκείνη την εποχή υπήρχαν άλλοι εχθροί του βυζαντινού κράτους πολύ πιο ισχυροί από τους Βούλγαρους. Το να επιρρίπτονται ευθύνες στον Κωνσταντίνο Δ’ γιατί δεν είχε μαντικές ικανότητες για να προβλέψει το μέλλον αυτό δεν είναι ιστορική κριτική, αλλά κάτι που ανάγεται στην μυθιστορηματική φαντασία.
Ο Κωνσταντίνος Δ’ για να καταπαύσει το σάλο που αναστάτωνε και διαιρούσε την κοινωνία και την Εκκλησία του Βυζαντίου, συνεκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη την Έκτη Οικουμενική Σύνοδο. Σκοπός αυτής της Συνόδου ήταν η οριστική καταδίκη όλων των αιρέσεων, η επιβολή της Ορθοδοξίας και η επίτευξη της ενότητας του Κράτους. Έλαβαν μέρος 289 ιερωμένοι μεταξύ των οποίων πατριάρχες και αντιπρόσωποι πατριαρχών. Η Σύνοδος καταδίκασε τον Μονοθελητισμό και διακήρυξε το δόγμα των δύο θελήσεων του Χριστού. Ο αυτοκράτορας απαγόρευσε κάθε συζήτηση για αυτά τα θέματα. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να επαναφέρει την ειρήνη μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας.
Κατά την εποχή του Κωνσταντίνου Δ’ η ελληνική γλώσσα, η οποία είχε αρχίσει να αντικαθιστά την λατινική από την εποχή του Ηρακλείου, κυριαρχεί σε όλους τους τομείς της κρατικής δραστηριότητας. Ο Κωνσταντίνος Δ’ μετά από 17 χρόνια βασιλείας πέθανε το 685, αφού αναδείχθηκε ένας από τους μεγαλύτερους αυτοκράτoρες του βυζαντινού κράτους.