Η ανάπτυξη των τεσσάρων μεγάλων μεγάλων ελληνικών αποικιών -της Κυρήνης, της Βάρκης, της Ταύχειρας και των Ευεσπερίδων- στηρίχθηκε στην εκμετάλλευση της εύφορης γης της Κυρηναϊκής. Οι εξαγωγές γεωργικών και κτηνοτροφικών προίόντων κυρίως σιτηρών και δερμάτων βοδιών εξασφάλισαν την οικονομική ευμάρεια των Ελλήνων στην Κυρηναϊκή. Ακόμη η αποκλειστική παραγωγή του περίφημου σιλφίου, εξαφανισμένου σήμερα φυτού, που ήταν περιζήτητο ως φάρμακο και ως καρύκευμα και η μονοπώληση της εκμετάλλευσης του από τους βασιλείς της Κυρήνης, αποτέλεσε τη βασική ίσως πηγή πλούτου και δύναμης της ένδοξης δυναστείας των Βαττιαδών. Τα διάφορα Λιβυκά φύλα της ενδοχώρας, ασθενή και πολιτικά ανοργάνωτα, δεν αποτέλεσαν εμπόδιο στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του υπερπόντιου εμπορίου, που κρατούσε τους Κυρηναίους στενά συνδεδεμένους με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο.

Η βασιλεία του Βάττου Δ’ του Καλού (515-470π.Χ.) αποτελεί μία από τις λαμπρότερες περιόδους στην ιστορία της Κυρήνης. Οι πόλεις της Κυρηναϊκής ενώθηκαν τότε υπό τον βασιλιά της Κυρήνης με μόνη εξαίρεση την Βάρκη που φαίνεται να διατηρεί, κατά τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια την αυτονομία της.
Η άνθηση της Κυρήνης στα χρόνια της βασιλείας του Βάττου Δ΄ ευνοήθηκε από την συνέχιση της πολιτικής των προκατόχων του. Ο νέος μονάρχης ακολούθησε συντηρητική πολιτική ως αντίπαλο δέος στις δύο ισχυρές γειτονικές δυνάμεις: την Καρχηδόνα στα δυτικά και το Περσικό κράτος στα ανατολικά. Μετά την περσική εισβολή το 514 π.Χ., η Κυρήνη αποτέλεσε μέρος της σατραπείας της Αιγύπτου. Η περσική κυριαρχία ανώδυνη και μακρινή χρησίμευε ωστόσο στους Βαττιάδες στην εξασφάλιση της εσωτερικής συνοχής και ειρήνης στην χώρα.
Η επεκτατική τάση, εξάλλου, που εκδηλώθηκε στα δυτικά με την ίδρυση των Ευεσπερίδων δεν είχε συνέχεια. Οι Κυρηναίοι δεν συνεργάστηκαν επίσημα τουλάχιστον, στην προσπάθεια αποικισμού της περιοχής του ποταμού Κίνυπος από τον Δωριέα και έτσι απέφυγαν να θίξουν τα εδαφικά συμφέροντα του άλλου ισχυρού γείτονα, της Καρχηδόνας.
Μέσα στα πλαίσια της ειρηνικής συνύπαρξης και εσωτερικής γαλήνης η Κυρηναϊκή επιδόθηκε στην ανάπτυξη της οικονομίας και του εμπορίου της, που της εξασφάλισαν πρωτοφανή πλούτο. Για πρώτη φορά ένα καινούργιο ρεύμα εμπορικών συναλλαγών με καραβάνια ανοίχθηκε στις ερήμους της βόρειας Αφρικής.
Η μεγάλη ακμή της χώρας καθρεφτίζεται στα λαμπρά μνημεία που στόλισαν την Κυρήνη κατά τα πρώτα χρόνια του 5ου π.Χ. αιώνα. Ήδη στο τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα η αγορά της Κυρήνης αναπτύσσεται γύρω από το ηρώο του ιδρυτή της πόλης Βάττου. Στα μέσα του 5ου απλώνεται και καταλαμβάνει δύο λόφους. Ο δρόμος που οδηγεί από την Κυρήνη στο λιμάνι της, την Απολλωνία, πλαισιώνεται από μία σειρά λαξευτών τάφων με μνημειώδεις ναόσχημες προσόψεις, χαρακτηριστικό δείγμα της ιδιότυπης τοπικής ταφικής αρχιτεκτονικής.
Τα ιερά της πόλης γεμίζουν αφιερώματα που η καλλτεχνική τους στάθμη συναγωνίζεται τα έργα της κυρίως Ελλάδας. Στο ιερό του Απόλλωνα ο παλαιός ναός του 6ου π.Χ. αιώνα περιβάλλεται στις αρχές του 5ου από δωρική περίσταση. Κτίζεται νέος ναός του Διός, το μνημειοδέστερο οικοδόμημα της εποχής, που παίρνει διαστάσεις αντάξιες του Παρθενώνα και του ναού του Διός στην Ολυμπία. Παράλληλα τα νομίσματα της περιόδου αυτής παρουσιάζουν ποικιλία και πλούτο.

Ανεξάρτητα από την Κυρήνη αναπτύχθηκε στα χρόνια αυτά και η δεύτερη μεγάλη πόλη στην Κυρηναϊκή, η Βάρκη. Γύρω στο 483 π.Χ. όμως αποπειράθηκε να αποσείση την περσική κυριαρχία. Μια νέα εκστρατεία των Περσών κατέπνιξε δυναμικά το κίνημα και η πόλη υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει την ηγεμονία της Κυρήνης. Έπαυσε μάλιστα για δύο δεκαετίες να κόβει δικά της νομίσματα.
Μετά την τελική υποχώρηση των Περσών από την Ελλάδα, η Κυρηναϊκή ανακτά την ανεξαρτησία της (μεταξύ 479 και 474π.Χ.) και τυπικά από την περσική κυριαρχία. Η μετάβαση από το καθεστώς υποτέλειας στην πλήρη αυτονομία γίνεται αισθητή και στη μεταβολή των νομισματικών τύπων. Η παλαιά ποικιλία καταργείται και στο εξής κυριαρχεί ενιαίος τύπος νομισμάτων με την κεφαλή του Διός Άμμωνος από τη μία όψη και κλάδο σιλφίου από την άλλη. Κατά την περίοδο αυτή, οι επαφές με την κυρίως Ελλάδα ενισχύονται και χαρακτηριστική για την εποχή είναι η συμμετοχή των Κυρηναίων στους πανελλήνιους αγώνες.
Η τυραννική όμως δυναστεία των Βαττιαδών αποσείοντας την περσική κυριαρχία έχασε και το ισχυρότερο έρεισμα της εξουσίας της. Ευθύς μετά τον θάνατο του Βάττου, ο διάδοχός του Αρκεσίλαος Δ’ αντιμετώπισε σοβαρή εσωτερική κρίση. Το καθεστωτικό θέμα που είχε καταπνίξει η περσική εισβολή, εμφανίστηκε και πάλι οξύτατο. Ο βασιλιάς κατέστειλε με επιτυχία την πρώτη επανάσταση και κατέβαλε σύντονες προσπάθειες να εξασφαλίσει την ειρήνη στη χώρα.
Πρώτη του φροντίδα ήταν να επεκτείνει την οχύρωση της πόλης των Εσπερίδων που την προόριζε ως καταφύγιο σε περίπτωση νέας επανάστασης. Έπειτα στην προσπάθειά του να ενισχύσει το ελληνικό στοιχείο στην απομονωμένη αυτή περιοχή, της Μεσογείου και να περιορίσει την πολιτική δύναμη των παλαιών αποίκων, που μέσα στη γενική ατμόσφαιρα επικράτησης της δημοκρατίας ζητούσαν να αναλάβουν πολιτικές εξουσίες, ο Αρκεσίλαος ζήτησε νέους εποίκους από την Ελλάδα.
Τα μέτρα που είχε πάρει ο Αρκεσίλαος με την πρόσκληση εποίκων από την Ελλάδα ενίσχυσαν αποτελεσματικά τον ελληνισμό της Κυρηναϊκής, αλλά δεν απέτρεψαν εσωτερικές πολιτικές ανακατατάξεις. Η εγκατάσταση νέων εποίκων προκάλεσε, φαίνεται, κοινωνικές ταραχές που γρήγορα οδήγησαν στην αναβίωση του καθεστωτικού θέματος. Η δημοκρατική παράταξη υπερίσχυσε και η επανάσταση που ξέσπασε ανάγκασε τον Αρκεσίλαο να εγκαταλείψει την Κυρήνη και να καταφύγει στις Ευεσπερίδες. Ο Αρκεσίλαος -ή ο γιος του- δολοφονήθηκε εκεί και έτσι καταλύθηκε η βασιλεία της δυναστείας των Βαττιαδών που κράτησε 200 χρόνια.
Η πτώση της τυραννίδας είχε βαρύτατες συνέπειες και στην εσωτερική ενότητα του κράτους. Ο Πίνδαρος εξυμνώντας την πυθική νίκη του Αρκεσίλαου τον παρουσίαζε «βασιλέα μεγάλων πόλεων» πράγμα που επιβεβαιώνει ότι η Κυρήνη επί Βαττιαδών είχε επικρατήσει και στις υπόλοιπες πόλεις στην Κυρηναϊκή. Με την κατάργηση της ισχυρής κεντρικής εξουσίας, οι ελληνικές πόλεις της Κυρηναϊκής αποσπάσθηκαν από την κυριαρχία της Κυρήνης και άρχισε έντονος ανταγωνισμός μεταξύ τους. Από τα νομίσματα της εποχής συνάγεται ότι διατηρήθηκε η συμμαχία της Κυρήνης με τις Ευεσπερίδες, ενώ η Βάρκη και η Ταύχειρα ένωσαν τις τύχες τους για να επιβιώσουν.
Από τις χωριστικές αυτές τάσεις και την εξασθένιση των ελληνικών πόλεων επωφελήθηκαν οι ιθαγενείς Λίβυες της Βόρειας Αφρικής. Οι βασιλείς της Κυρήνης είχαν στα χρόνια του Ηρόδοτου τον απόλυτο έλεγχο της ακτής και της άμεσης ενδοχώρας. Τη μεταβολή στις σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και ιθαγενών μαρτυρεί η πολιορκία των Ευεσπερίδων από τους Λίβυες, που αναφέρει περιστασιακά ο Θουκυδίδης για το έτος 413 π.Χ. Η πόλη σώθηκε χάρη στην τυχαία παρουσία εκεί μοίρας σπαρτιατικού στόλου, που είχε ενισχυθεί από δύο κυρηναϊκά πλοία.
Το περιστατικό αυτό θεωρήθηκε ως στοιχείο που θα μπορούσε να διαφωτίσει τη θέση της Κυρήνης στον ανταγωνισμό των δύο μεγάλων δυνάμεων της Ελλάδας και ερμηνεύτηκε ως ένδειξη της ένταξης των Κυρηναίων στο πλευρό των Σπαρτιατών. Ωστόσο η ουδετερότητα της Κυρήνης δεν φαίνεται να κλονίστηκε ούτε κατά την περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου.
Η φυλετική βέβαια καταγωγή συνέδεε τους Δωριείς Κυρηναίους με τη Σπάρτη, τα οικονομικά τους όμως συμφέροντα ήταν αναμφισβήτητα δεμένα με το πανίσχυρο κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα αθηναϊκό κράτος, που αποτελούσε την κυριότερη αγορά για την απορρόφηση των προϊόντων της πλούσιας κυρηναϊκής γης. Έτσι οι εμπορικές συναλλαγές της Κυρήνης συνεχίστηκαν απρόσκοπτα προς όλες τις κατευθύνσεις και αποτέλεσαν τις προϋποθέσεις για την οικονομική και πνευματική άνθηση που χαρακτηρίζει τόσο την περίοδο αυτή, όσο και τον επόμενο 4ο αιώνα.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους