Ο Ιωάννης Καποδίστριας εξελέγη «Κυβερνήτης» της Ελλάδας από την Γ’ Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων στην Τροιζήνα. Η θητεία του είχε οριστεί για 7 χρόνια, αλλά κυβέρνησε μόνο 45 μήνες εξαιτίας της δολοφονίας του το Σεπτέμβριο του 1831.
Ενώ η διπλωματική δραστηριότητα του Καποδίστρια στην υπηρεσία της υπερδύναμης Ρωσίας εκτιμάται ως ειλικρινής, δημοκρατική και φιλελεύθερη, η κυβερνητική του θητεία έχει δεχθεί πολλές και αντικρουόμενες αναγνώσεις. Υπήρξαν εποχές που ο Καποδίστριας μονοπωλούνταν από τη συντηρητική παράταξη, ενώ ο Ρήγας Βελεστινλής ήταν το σύμβολο της αριστερής διανόησης και των ριζοσπαστικών ιδεών.
Ο Κυβερνήτης σκοπό είχε την οικονομική και κοινωνική αναβάθμιση του ελληνικού λαού, τη δημιουργία μεσαίας τάξης, την περιθωριοποίηση του πολιτικού και κοινωνικού κατεστημένου της εποχής, την αποδέσμευση της διοίκησης από τις τοπικές κεντρόφυγες δυνάμεις, τη δημιουργία ενός εθνικού συγκεντρωτικού κράτους δυτικού τύπου. Όταν θα είχε επιτευχθεί η ποθούμενη αναβάθμιση του λαού, όταν ο απλός λαός θα είχε φθάσει στην πολιτική ωριμότητα και χειραφέτηση του, τότε ο Κυβερνήτης θα προχωρούσε στην παραχώρηση των συνταγματικών ελευθερίων. Σε αντίθετη περίπτωση ο φιλελευθερισμός θα γινόταν μανδύας των δημαγωγών που θα παρέσυραν το λαό.
Ο Καποδίστριας υποστήριζε ότι ο λαός έπρεπε να διαπαιδαγωγηθεί φιλολογικά και ηθικά προκειμένου να αποκτήσει τις απαραίτητες αντιστάσεις και να μη γίνει θύμα δημαγωγών. Επισήμανε το «πνεύμα της χριστιανικής αδελφοσύνης» που έπρεπε να διέπει τις θέσεις των πολιτών, απορρίπτοντας συγχρόνως τη θρησκοληψία: «Είμαστε θρήσκοι από συναίσθημα κι όχι από πειθαρχία».
Το έργο του πρώτου Κυβερνήτη
Το έργο του Κυβερνήτη έχει συγκεντρώσει θετικές και αρνητικές προσεγγίσεις ανάλογα με τα πρότυπα και τις συλλογικές νοοτροπίες κάθε εποχής και το ιδεολογικό φορτίο των εκάστοτε ιστορικών.
Δεδομένου ότι υπήρχαν πολλά και ανυπέρβλητα προβλήματα, έπρεπε να υπάρξει ισχυρή και συγκεντρωτική κυβέρνηση για να τα αντιμετωπίσει. Γι’ αυτό αυτοδιαλύθηκε η Βουλή, ψηφίστηκε νέο κυβερνητικό σύστημα, η Προσωρινή Διοίκησις της Επικρατείας, που αντιστοιχούσε με ένα είδος Προεδρικής Δημοκρατίας με την εξουσία του προέδρου προσωρινά ενισχυμένη λόγω των έκτακτων περιστάσεων. Συστήθηκε ένα επταμελές γνωμοδοτικό σώμα το «Πανελλήνιο», το οποίο διαιρέθηκε σε τρία τμήματα: Οικονομικό, Εσωτερικών και Πολέμου. Σε κάθε τμήμα συνεπικουρούσαν δύο γραμματείς. Τους 7 υπουργούς και 185 αρχιγραμματείς που βρήκε να έχει η κεντρική διοίκηση, περιόρισε σε 11 γραμματείς και 1 γενικό γραμματέα, το γραμματέα της Επικρατείας, που μαζί με τον Κυβερνήτη θα προσυπέγραφε τα ψηφίσματα και την αλληλογραφία. Όταν ξαναΐδρυσε τα υπουργεία, φρόντισε να έχουν το απόλυτα απαραίτητο προσωπικό. Η νομοθετική εξουσία ανήκε στον Κυβερνήτη με τη σύμπραξη του Πανελληνίου. Στα ανώτατα όργανα της κυβέρνησης ανήκαν το Υπουργικό Συμβούλιο, το Πολεμικό Συμβούλιο και η Εκκλησιαστική Επιτροπή.
Το συγκεντρωτικό αυτό κυβερνητικό σύστημα, για το οποίο επικρίθηκε πολύ ο Καποδίστριας, υπαγορευόταν από τα επείγοντα προβλήματα της χώρας, τα οποία χρειάζονταν ταχύτατη αντιμετώπιση. Άλλος σημαντικός λόγος ήταν η αναμενόμενη αντίδραση από τις ισχυρές κοινωνικές και οικονομικές ομάδες (π.χ. γαιοκτήμονες Πελοποννήσου, πλούσιοι πλοιοκτήτες Ύδρας), εφόσον τα μέτρα της κυβέρνησης για το λαό θα έθιγαν τα συμφέροντα τους. Εξίσου σημαντικό ήταν να παρουσιαστεί το σύνταγμα της Ελλάδας στο εξωτερικό ως συντηρητικό. Οι Τρεις Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) που θα διαπραγματεύονταν το ελληνικό ζήτημα ήταν συντηρητικές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ κατηγορείται από τους αντιπάλους του στο εσωτερικό της χώρας ως δεσποτικός, την ίδια περίοδο θεωρείται αρκετά φιλελεύθερος από τις κυβερνήσεις των χωρών της Ιεράς Συμμαχίας. Επίσης ο Καποδίστριας είχε σταθμίσει τις διαθέσεις τους από την περιοδεία που είχε κάνει πριν κατέβει στην Ελλάδα. Συνεπώς υπήρχε κίνδυνος περιπλοκής και επιδείνωσης της θέσης της Ελλάδας.
Ο Κυβερνήτης είχε να αντιμετωπίσει ένα άλλο πρόβλημα, ίσως το σημαντικότερο: η πολιτική ανωριμότητα του λαού, που τον βάραιναν τέσσερις αιώνες δουλείας και επτά πολεμικής δοκιμασίας, και εύκολα μπορούσε να γίνει θύμα δημαγωγών. Όπως έχει ήδη αποδειχθεί από τη μέχρι τότε δημόσια ζωή του, ο Καποδίστριας ήταν φιλελεύθερος και υπερασπιστής των συνταγματικών θεσμών. Όταν όμως ήρθε στη Ελλάδα, η συντριπτική πλειονότητα του λαού βρισκόταν σε κατάσταση απόλυτης ένδειας. όπως γράφει ο Γρηγόριος Δαφνής «το λαό αποτελούσαν πεινασμένοι και δυστυχισμένοι. Και οι πεινασμένοι και δυστυχισμένοι δε μπορούν να γίνουν πολίτες και μάλιστα δημοκρατικοί».
Ο Κυβερνήτης της ατομικής ιδιοκτησίας
Ο Καποδίστριας σκόπευε να οργανώσει συνταγματικά τη χώρα με μία αναγκαία όμως προϋπόθεση: την ύπαρξη ατομικής ιδιοκτησίας. Η απόκτηση έστω και μικρής ιδιοκτησίας θα βοηθούσε τον καλλιεργητή, τον αγωνιστή και τα θύματα του πολέμου να συνειδητοποιήσουν την πραγματική απελευθέρωση τους, με αποτέλεσμα να συνδεθούν πιο στενά με το κράτος, πιστεύοντας ότι δεν αγνοήθηκαν από αυτό. Με τη δημιουργία μεσαίας τάξης θα μειωνόταν η δύναμη των προκρίτων και της αντιπολίτευσης. Κατά τον Καποδίστρια έπρεπε να προηγηθεί οικονομική και κοινωνική αναδιοργάνωση τους κράτους, έπρεπε να επιτευχθεί ο αστικός μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας και μετά να προβεί σε θεσμικές αλλαγές. Η δημιουργία και ενίσχυση της μεσαίας τάξης θα οδηγούσε στον περιορισμό της δύναμης των προκρίτων και των Φαναριωτών, οι οποίοι τελικά και αντιπολιτεύτηκαν το έργο του. Οι πρόκριτοι ήταν η πολιτική δύναμη που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκειας της Τουρκοκρατίας ως ανάγκη της εποχής εκείνης. Η περιγραφή του ίδιου του Κυβερνήτη για την παραδοσιακά αυτή ηγετική ομάδα είναι πολύ εύστοχη και δηλώνει με ανάγλυφο τρόπο τη νοοτροπία της: «άνθρωποι υπό την τουρκικήν εξουσίαν πολύν χρόνον μαθητευθέντες, δεν καταλαμβάνουσιν ευκόλως ότι διά μόνης της ευνόμου συστάσεως της ιδιοκτησίας δύνανται να συντάξωσιν και την πολιτείαν των, αλλά προτιμώσι την παρούσαν κατάστασιν, θέλοντες είναι πάντοτε αρχηγοί μάλλον ακτημόνων ανθρώπων παρά πολίται έχοντες έκαστοι νόμιμον ιδιοκτησίαν, έστω και ολίγων στρεμμάτων».
Ο Καποδίστριας αποφασισμένος να περιθωριοποιήσει τη δύναμη των κοτζαμπάσηδων και να αποκαταστήσει τους ακτήμονες αγωνιστές, ζήτησε την έγκριση της Γερουσίας για τη διανομή σε ακτήμονες των εθνικών γαιών και τη δημιουργία μιας μεσαίας κοινωνικής τάξης. Απώτερος στόχος του ήταν ο σχηματισμός μιας νέας κοινωνικής δομής, που θα αποτελείτο από δύο τάξεις: την ανώτερη, που θα περιελάμβανε τους παλιούς πολιτικούς και τους κοτζαμπάσηδες και την μεσαία, την οποία θα αποτελούσαν οι μικροκαλλιεργητές (πρώην ακτήμονες), οι έμποροι και οι βιοτέχνες. Η μεσαία τάξη θα στήριζε το πολιτικό σύστημα του κράτους.
Ο Κυβερνήτης, όμως, δε μπορούσε να προχωρήσει στην εφαρμογή αυτού του σχεδίου πριν χορηγήσουν οι Δυνάμεις το δάνειο των 60.000.000 φράγκων που είχε ζητήσει, μέρος του οποίου θα χρησιμοποιούσε για την οικονομική ενίσχυση των δικαιούχων. Τα εθνικά κτήματα ήταν η μοναδική περιουσία του κράτους και επομένως η μοναδική εγγύηση για τη χορήγηση δανείου, που τελικά δεν δόθηκε. Βασικό εμπόδιο στάθηκε η υποθήκη των κτημάτων στους Άγγλους ομολογιούχους για τα γνωστά ληστρικά δάνεια της Ανεξαρτησίας του 1824 και 1825. Το πρόγραμμα του Καποδίστρια προέβλεπε την αποδέσμευση τους από τις υποθήκες, υπολογίζοντας πολύ στη διανομή τους. Η έγκριση της Γερουσίας, όμως, κωλυσιέργησε, ώσπου τον πρόλαβε ο θάνατος.
Ο Κυβερνήτης και οι εκλογές
Τον Ιούλιο του 1829 συνήλθε η Δ΄Εθνική Συνέλευση στο Άργος. Ο Καποδίστριας, μετά την αλλαγή του κυβερνητικού συστήματος, είχε υποσχεθεί ότι θα διενεργούσε εκλογές για Εθνική Συνέλευση τον Απρίλιο του 1828. Η έλλειψη διοικητικής οργάνωσης, όμως, και η πανώλη που χτύπησε την Πελοπόννησο και τα ναυτικά νησιά, τον ανάγκασαν να τις αναβάλει με τη σύμφωνη γνώμη του Πανελληνίου. Επιδίωκε να νομιμοποιήσει όλες τις ως τότε πράξεις του και να εξασφαλίσει ένα είδος γενικής εξουσιοδότησης για το μέλλον, εφαρμόζοντας το άρθρο 5 του Συντάγματος το 1827 ότι «η κυριαρχία ενυπάρχει εις το έθνος. Πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού». Επίσης, με τη περιφρούρηση της λαϊκής κυριαρχίας δημιουργούσε κατάσταση που θα παρεμπόδιζε τις τρεις Δυνάμεις να επιβάλουν απολυταρχικό πολίτευμα, όπως είχαν αποφασίσει.
Δεν ευσταθεί, λοιπόν, η κατηγορία ότι ο Καποδίστριας επιδίωξε να κυβερνήσει αυταρχικά, γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση θα επιζητούσε να αποσπάσει από τη συνέλευση γενική εντολή για άσκηση απόλυτης εξουσίας.
Η επαρχιακή διοίκηση του Πρώτου Κυβερνήτη
Παράλληλα, ο Κυβερνήτης προχώρησε στη διοικητική διαίρεση και οργάνωση, φροντίζοντας την αναδιοργάνωση της επαρχιακής διοίκησης. Με το Ψήφισμα 1 της 13ης Απριλίου του 1828 καθορίστηκε η διοικητική διαίρεση της χώρας σε 13 Τμήματα. Τα τμήματα αποτελούσαν ένας είδος νομαρχιακής αποκέντρωσης με επικεφαλής τον Έκτακτο Επίτροπο, που διοριζόταν από την κυβέρνηση. Οι Έκτακτοι Επίτροποι και οι Προσωρινοί Διοικητές των πόλεων ήταν οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης και τα ανώτερα όργανα της για την εφαρμογή των κυβερνητικών αποφάσεων και την οργάνωση των κρατικών υπηρεσιών στις επαρχίες. Παράλληλα, βεβαίως, όφειλαν να ενημερώνουν την κεντρική διοίκηση για την εσωτερική κατάσταση της περιφέρειας τους.
Με διάταγμα της 16 Απριλίου του ίδιου χρόνου ρυθμιζόταν η περαιτέρω διοικητική διαίρεση της χώρας. Κάθε τμήμα διαιρείτο σε επαρχίες και αυτές σε πόλεις κώμες και χωριά. Στην πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση βρισκόταν οι πόλεις, οι κώμες και τα χωριά, ενώ στην δευτεροβάθμια η επαρχιακή δημογεροντία, δηλαδή οι αντιπρόσωποι των κοινοτήτων κάθε επαρχίας. Η κεντρική πόλη κάθε επαρχίας είχε μια επαρχιακή δημογεροντία, η οποία αποτελείτο από τρία ή πέντε μέλη. Από τον αριθμό των οικογενειών κάθε χωριού καθοριζόταν ο αριθμός των δημογερόντων. Τα χωριά με 100, 200, 300 οικογένειες εξέλεγαν ανά ένα, δύο και τρεις δημογέροντες, ενώ από 400 οικογένειες και άνω εξέλεγαν τέσσερις.
Οι δημογέροντες εκλέγονταν κατά τη γενική συνέλευση το ανδρικού πληθυσμού, όπου επιστατούσε ο Έκτακτος Επίτροπος ή ο εκπρόσωπος του, προκειμένου να διασφαλίζεται η νομιμότητα της διαδικασίας. Ο ρόλος του Έκτακτου Επιτρόπου ήταν ουσιαστικός και όχι τυπικός, αφού μεταξύ των καθηκόντων του ήταν και η σύνταξη μαζί με τους δημογέροντες του καταλόγου των υποψηφίων που θα εξέλεγε η συνέλευση. Εκλογείς ήταν όλοι οι άνδρες πολίτες που είχαν συμπληρώσει τα 25 χρόνια, ενώ εκλόγιμοι όσοι πλήρωναν περισσότερους φόρους και ήταν 35 ετών, εισάγοντας έτσι ένα είδος τιμοκρατικού συστήματος. Το ψηφοδέλτιο ήταν ενιαίο, ο κατάλογος των υποψηφίων ανακοινωνόταν λίγο πριν την έναρξη της εκλογικής διαδικασίας.
Με τον τρόπο αυτό ο Κυβερνήτης ήλπιζε ότι θα αντιμετωπίσει τη διαφθορά, τις φατρίες και τους τοπικούς ανταγωνισμούς. Ο Καποδίστριας προσπάθησε να εντάξει τους κοινοτικούς θεσμούς στον κρατικό μηχανισμό, εφαρμόζοντας σύστημα διοικητικής αποκέντρωσης και τοπικής αυτοδιοίκησης.
Το σύστημα αυτό εντάσσεται στην πολιτική του ιδεολογία για περιορισμό των τοπικών δυνάμεων, μείωση των πελατειακών σχέσεων και ενίσχυση της παρουσίας του κράτους. Ο Κυβερνήτης επεδίωκε τη ριζική αναδιάρθωση της ελληνικής κοινωνίας, τη μεταβολή και κατάργηση ακόμη και των θεσμών που συντηρούσαν τις παλιές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές δομές.
Η αλλαγή των νοοτροπιών μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα αποδείχθηκε ανέφικτο εγχείρημα, ενώ οι παραδοσιακές ηγετικές ομάδες, υπό τον μανδύα του αιτήματος των συνταγματικών ελευθεριών, πρόβαλαν σθεναρή αντίδραση υποβοηθούμενες από τις Δυνάμεις. Το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν αναμενόμενο, αλλά και οδυνηρό για το μέλλον της χώρας. Σύμφωνα με τον καθηγητή Γ. Κοντογιώργη «η φυσική εξόντωση του Καποδίστρια σήμανε το τέλος μιας εποχής, που έκλεισε με την πλήρη επικράτηση των δυνάμεων του προυχοντισμού πάνω στα αγροτικά κυρίως στρώματα. Επικράτηση που έμελλε να οριστικοποιηθεί κάτω από τη στέγη του οθωνικού συγκεντρωτικού και απολυταρχικού κράτους. Και τελικά να θριαμβεύσει επί της οθωνικής δυναστείας με το επιχείρημα και πάλι του Συντάγματος. Τώρα πια το πρόβλημα για τους θιασιώτες του προυχοντικού πνεύματος δεν ήταν κάποια πολυκεντρική προοπτική, αλλά η κατάκτηση του συγκεντρωτικού κράτους μέσα από τη λογική του πελατειακού συστήματος».
[…] Κυβερνήτης της Ελλάδας 8 Μαΐου 2020 […]