Η Κρητομυκηναϊκή κληρονομιά έχει δύο μεγάλα κορυφώματα που ξεχωρίζουν στην διαδρομή της Ελληνικής Χαλκοκρατίας: τη αξεπέραστη δημιουργία της μινωικής νεοανακτορικής Κρήτης και τη μυκηναϊκή ακμή. Ανατολικός στα συστατικά του στοιχεία αλλά όχι στο πνεύμα ο Μινωικός Πολιτισμός δεν υπήρξε μόνο η μεγαλύτερη πολιτιστική έξαρση της αιγαιακής Χαλκοκρατίας, αλλά και ο πρώτος υψηλός πολιτισμός που άνθισε σε ευρωπαϊκό έδαφος. Στην ακραία αυτή νοτιοανατολική γωνία της ηπείρου, ο Μινωικός Πολιτισμός δεν έμεινε χωρίς συνέχεια. Το φως του ιλάρωσε τον τραχύ ελληνικό κόσμο και τα επιτεύγματά του έγιναν η πηγή των εμπνεύσεων ενός νέου πολιτισμού, του Μυκηναϊκού.
Με κανούργια ορμή και άλλο πνεύμα, αλλά ουσιαστικά συνεχίζοντας την πορεία του προκατόχου του στον ίδιο χώρο ως τα ακραία όρια της Εποχής του Χαλκού, ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός ήταν φυσικό να έχει διαρκέστερες συνέπειες στην ιστορική εξέλιξη. Συνέπειες που ξεπέρασαν τα σύνορα της εποχής του και άφησαν βαθιά ίχνη στον αρχαίο ελληνισμό.
Η κατάλυση του μηκηναϊκού κράτους δεν έφερε το τέλος του Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Έτσι και η καταστροφή του πολιτισμού αυτού δεν απονέκρωσε την παράδοση των επιτευγμάτων του. Ως ένα σημείο η παραάδοση αυτή, η Κρητομυκηναϊκή κληρονομιά, επέζησε και μεταδόθηκε στις γενιές που ακολούθησαν. Αλλά αυτό συνέβη σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας: Στο μεταίχμιο δύο εποχών, της Εποχής της Χαλκοκρατίας και της νέας Εποχής του Σιδήρου, που την ίδια περίπου ώρα εγκαθιδρύεται σε όλη την έκταση της Ανατολικής Μεσογείου.
Οι αλλαγές που διαπιστώνονται την περίοδο αυτή στον ευρύτερο περίγυρο ορίζουν ένα σημαντικό ορόσημο, εξίσου σπουδαίο και για την ελληνική ιστορία, που τώρα εισέρχεται σε μια σκοτεινή φάση, τον λεγόμενο «Ελληνικό Μεσαίωνα», που χαρακτηρίζεται έτσι λόγω της άγνοιας της κρίσιμηςνέας αυτής φάσης.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες, δεν είναι φυσικά εύκολο να ανιχνευθεί η «Κρητομυκηναϊκή κληρονομιά». Αντίθετα, είναι επόμενο να επισκοτίζεται από την αχλύ των επιφανειακών ή βαθύτερων μεταβολών, να λανθάνει συχνά η πορεία της και να μαντεύεται περισσότερο παρά να τεκμηριώνεται.
Πολύ δύκολα επίσης ψηλαφείται από τον σχολαστικό που αναζητεί στο Έπος τη συμφωνία με τα σημερινά αρχαιολογικά δεδομένα, παραγνωρίζοντας την αλήθεια ότι η ποίηση ποτέ δεν έγινε ιστορικό χρονικό και η στοιχειώδης αρχαιολογική αναπαράσταση δεν είναι ιστορία.
Ωστόσο, κανείς δεν αμφιβάλλει για την ύπαρξη της παράδοσης αυτής. Επειδή επιστημονικά έχει επιβεβαιωθεί ότι, παρά τις αλλαγές, στο σημείο επαφής του μυκηναϊκού κόσμου και του μεταμυκηναϊκού δεν υπάρχει χάσμα αλλά συνέχεια, λανθάνουσα έστω.
Τα μυκηναϊκά κατάλοιπα είναι άφθονα που είτε επέζησαν είτε επανεμφανίζονται στα ιστορικά χρόνια. Από την ιδέα της πόλης-κράτους και το μεγαροειδές σχέδιο του ελληνικού ναού ως τον πύρηνα του Έπους και τη γλώσσα των Ελλήνων, πολυάριθμες είναι οι αποδείξεις ή ενδείξεις της συνέχειας. Πάνω από κάθε μεμονωμένο ή σύνθετο πολιτιστικό στοιχείο οι ηθικές αξίες που κληροδότησε ο μυκηναϊκός κόσμος στον ιστορικό ελληνισμό υπήρξαν ουσιώδης και δραστικός παράγοντας της διαμόρφωσης του.
Εκτός από τα πολυσήμαντα θρησκευτικά ή μυθολογικά κληρονομήματα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλος σχεδόν ο πνευματικός βίος του ιστορικού ελληνισμού και η παιδεία του είχαν βαθειά επηρεαστεί από την κληρονομιά της ηρωικής εποχής. Εκεί είχε τις ρίζες της η ιδέα της εθνικής ενότητας και ως το ηρωικό παρελθόν ανέβαινε η μνήμη κάθε φορά που έπρεπε να επισφραγισθεί ιστορικά ή να αιτιολογηθεί κάποια σπουδαία συμμαχία ή συνθήκη. Η κοινή παράδοση ένωσε τους Έλληνες περισσότερο από όσο η κοινή γλώσσα και το ίδιο γεωγραφικό πλαίσιο.
Η επιβίωση και η μετάδοση της παράδοσης αυτής προϋποθέτει φυσικά συνέχεια φυλετική. Οι Μυκηναίοι του τέλους, οι φορείς δηλαδή της παράδοσης, ήταν βασικά «ινδοευρωπαϊκά» φύλα αλλά και «μεσογειακά». Αυτή η πολιτιστική και φυλετική ανάμιξη είχε δημιουργήσει το μυκηναϊκό θαύμα. Από την άλλη, χωρίς αμφιβολία, τα υπολείμματα του μυκηναϊκού πληθυσμού ήταν και ποσοστικά και ποιοτικά σημαντικά. Υποταγμένα ή συσπειρωμένα σε ασφαλείς γωνίες, απωθημένα ακόμη και σε μακρινά παράλια και νησιά, ως την Κύπρο, επηρέασαν ασφαλώς τις μεταγενέστερες εξελίξεις. Αυτό τουλάχιστον συνάγεται από τη διαπίστωση ότι στην πολιτιστική δημιουργία των πρώτων «ιστορικών» αιώνων προεξάρχει η Αττική – η περιοχή ακριβώς που δεν εγκαταστάθηκαν οι νεοφερμένοι Έλληνες.
Τα βορειότερα ελληνικά φύλα, που θα καταστρέψουν τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό ή θα επσφραγίζουν το φυσιολογικό του τέλος, δεν ήταν σε θέση μόνα τους να δημιουργήσουν νέο πολιτισμό. Γόνιμος υπήρξε ο ρόλος τους μόνο επειδή έγιναν ο καταλύτης ενός κόσμου που έπρεπε φυσιολογικά να πέσει. Και γι’ αυτό οι πρώτοι αιώνες μετά την είσοδό τους στο προσκήνιο -οι «σκοτεινοί αιώνες»- θυμίζουν αρκετά ένα παρόμοιο φαινόμενο: την καθυστέρηση και την ανακοπή που είχε προκαλέσει στη χώρα πριν από πολλούς αιώνες (περίπου το 1900π.Χ.) η είσοδος του κύριου όγκου των «Πρωτοελλήνων». Οι πρωτόγονοι εκείνοι όφειλαν την πολιτιστική τους ανάπτυξη -και κατ’ ουσίαν την είσοδό τους στον πολιτισμό- στην ευεργετική γειτονία με τον Μινωικό Πολιτισμό.
Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός χωρίς την μινωική επίδραση θα ήταν πενιχρότατος. Αλλά, παρά την φαινομενική παραλληλία, η διαφορά των συνθηκών ήταν τώρα πολύ μεγάλη: όταν αφυπνίστηκε ο Μεσοελλαδικός Κόσμος (17ος π.Χ. αιώνας), δίπλα του ανθούσε ο Μινωικός Πολιτισμός, ενώ την ώρα της καθόδου των βορειοδυτικών ελληνικών ομάδων ο μυκηναϊκός κόσμος ήταν έτοιμος να καταρρεύσει. Η μεταβολή τώρα πήρε την όψη απότομης στροφής ή αλλαγής πορείας.
Η παλαιότερη πίστη στην ύπαρξη χάσματος μεταξύ Προϊστορικής και Ιστορικής Εποχής, φαινόταν να δικαιώνει τη θεωρία της προικισμένης «βόρειας» φυλής που γύρω στο 1100π.Χ. έφερε μαζί τους Ολύμπιους θεούς και το ελληνικό πνεύμα στον χώρο των «Προελλήνων». Αλλά η επιστήμη έχει από καιρό ξεπεράσει τις θεωρίες αυτές και η ελληνική ιστορία δεν αρχίζει πια με τους Δωριείς.
Η νεά εποχή που αρχίζει με την αυγή των «ιστορικών» χρόνων, φαίνεται ίσως εντελώς διαφορετική από την προηγούμενη και η έντονη αυτή παραλλαγή ερμηνεύεται και αιτιολογείται ιστορικά. Αλλά δεν είναι αποκομμένη από το παρελθόν. Κρίνοντας τα δεδομένα από την αντικειμενική ιστορική σκοπιά, αναγνωρίζοντας την ελληνικότητα του μυκηναϊκού κόσμου, είμαστε υποχρεωμένοι να θεωρήσουμε και την κληρονομιά του ουσιώδη παράγοντα της διαμόρφωσης του Αρχαϊκού και του Κλασικού Ελληνικού Πολιτισμού.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους