Στα μέσα του 19ου αιώνα το Κρητικό Ζήτημα κυριαρχούσε στα διεθνή νέα. Οι Κρητικοί, μην υποφέροντας την οθωμανική κυριαρχία, επαναστατούσαν σε κάθε ευκαιρία. Το 1878 με τη Σύμβαση της Χαλέπας, ένα από τα πράγματα που πέτυχαν ήταν η δέσμευση του σουλτάνου ότι η Κρήτη θα αστυνομευόταν μόνο από Κρητικούς. Αποφασίστηκε μάλιστα η δημιουργία σώματος Χωροφυλακής μόνο από κατοίκους της Κρήτης, στο οποίο οι χριστιανοί θα μπορούσαν να γίνουν και αξιωματικοί.
Γεγονότα πριν την Κρητική Επανάσταση
Το Σεπτέμβριο του 1896 διορίστηκε Γενικός Διοικητής Κρήτης ο Γεώργιος Βέροβιτς πασάς. Ένα μόλις μήνα αργότερα η κατάσταση άρχισε να εκτραχύνεται. Δολοφονήθηκε ο Εισαγγελέας στα Χανιά και κυκλοφόρησε απειλητική προκήρυξη εις βάρος των χριστιανών. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ανησυχούσαν για τις εξελίξεις και πίεζαν την Τουρκία να θέσει σε εφαρμογή τις διατάξεις του νέου Οργανισμού. Πράγματι οργανώθηκε η Κρητική Χωροφυλακή και τον Ιανουάριο του 1897 διορίστηκε αρχηγός ο Άγγλος ταγματάρχης Μπορ. Στα μέσα Ιανουαρίου 1897 όμως πυρπολήθηκαν η Επισκοπή και οι χριστιανικές συνοικίες των Χανίων.
Η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων
Ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις προσπαθούσαν να αποτρέψουν τη γενίκευση των ταραχών, η ελληνική κυβέρνηση του Δεληγιάννη αποφάσισε να επέμβει στην Κρήτη. Στην αρχή έστειλε πολεμικά πλοία, υπό την αρχηγία του πρίγκιπα Γεωργίου, για να εμποδίσουν τη μεταφορά τουρκικού στρατού και διέταξε 17 Κρήτες αξιωματικούς να υποβάλουν τις παραιτήσεις τους για να οργανώσουν επαναστατικά σώματα για την Κρήτη. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να προβούν σε διεθνή κατοχή της νήσου. Η ελληνική κυβέρνηση θέλησε να προλάβει τους ξένους και έστειλε τον συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο, υπασπιστή του βασιλιά, με 1.500 άνδρες, να καταλάβει την Κρήτη και να κηρύξει την ένωση της με την Ελλάδα. Ο Βάσσος αποβιβάστηκε στο Κολυμπάρι την 1η Φεβρουαρίου και εξέδωσε αμέσως πανηγυρική προκήρυξη, με την οποία καταλάμβανε την Κρήτη στο όνομα του βασιλιά των Ελλήνων και κήρυσσε την ένωση μέσα σε ατμόσφαιρα γενικού ενθουσιασμού.
Η νέα επανάσταση παίρνει τώρα μεγάλες διαστάσεις και σκληρές μάχες διεξάγονται σε όλη την Κρήτη. Ο Βάσσος καταλαμβάνει τον πύργο των Τούρκων στις Βουκολιές και τα στρατόπεδά τους στην Αγιά και στα Λιβάδια. Εμποδίζεται όμως από τις Μεγάλες Δυνάμεις να πλησιάσει στα Χανιά.
Διαδηλώσεις και δημοσιεύματα στην Ευρώπη υπέρ των Κρητών και κατά των Ευρωπαίων ναυάρχων αναγκάζουν τις Μεγάλες Δυνάμεις να προτείνουν τη λύση της αυτονομίας, αλλά οι Κρήτες και η ελληνική κυβέρνηση την απορρίπτουν κατηγορηματικά. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αποκλείουν τα κρητικά παράλια και εμποδίζουν τη μεταφορά τουρκικών και ελληνικών στρατευμάτων και εφοδίων. Όμως ο αγώνας στην Κρήτη δεν κάμπτεται. Επίκεντρο των τουρκικών επιθέσεωναπό τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο του 1897 είναι η κωμόπολη των Αρχανών, γύρω από την οποία διεξάγονται λυσσώδεις μάχες. Ο ατυχής ελληνοτουρκικός πόλεμος ανάγκασε την Ελλάδα να ανακαλέσει τις δυνάμεις της από την Κρήτη. Το κρητικό όνειρο για την ένωση είχε διαψευσθεί για ακόμα μία φορά. Οι ηγέτες της Κρητικής Επανάστασης αναγκάζονται να δεχτούν τη λύση της αυτονομίας, την οποία πριν λίγο απέρριπταν κατηγορηματικά. Εκτελεστική επιτροπή ανέλαβε την εσωτερική διακυβέρνηση της Κρήτης για το χρονικό διάστημα ως την άφιξη του νέου Αρμοστή. Το «Εκτελεστικόν Κρήτης» αποτελούσαν οι: Ελ. Βενιζέλος, Ι. Ζαχαράκης, Ι.Σφακιανάκης, Γ. Μυλωνογιαννάκης, Ν. Γιαμαλάκης και Γ. Χατζηδάκης.
Η τελευταία πράξη
Η τελευταία πράξη του κρητικού δράματος είναι η μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου (25 Αυγούστου 1898). Καθώς απόσπασμα του αγγλικού στρατού προέβαινε στην εγκατάσταση των υπαλλήλων του Εκτελεστικού στο φορολογικό γραφείο της πόλης, σύμφωνα με την απόφαση των Ναυάρχων, ο εξαγριωμένος τουρκικός όχλος κινήθηκε σε μια φοβερή και απάνθρωπη σφαγή, που θύμισε τις σκληρότερες μέρες της τουρκοκρατίας. Μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες χριστιανούς αμάχους, σκότωσαν και 17 Άγγλους στρατιώτες και τον Πρόξενο της Αγγλίας Λυσ. Καλοκαιρινό, ενώ πυρπόλησαν και λεηλάτησαν καταστήματα και γραφεία. Η Αγγλία αντέδρασε αμέσως δυναμικά. Απαγχονίστηκαν 17 σημαίνοντες Τουρκοκρήτες, που θεωρήθηκαν πρωταίτιοι και υποκινητές των βανδαλισμών, ενώ άλλοι καταδικάστηκαν σε πολυετείς φυλακίσεις και άλλοι απελάθηκαν. Ισχυρή μοίρα αγγλικού στόλου με το Ναύαρχο Νόελ κατέπλευσε στο λιμάνι του Ηρακλείου και ο τουρκικός στρατός διατάχθηκε να αποχωρήσει από την πόλη, καθώς και από τα άλλα φρούρια της Κρήτης. Στις 2 Νοεμβρίου 1898 και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης εγκατέλειπε οριστικά την Κρήτη. Ένα μήνα αργότερα (9 Δεκεμβρίου 1898) ο ύπατος Αρμοστής Γεώργιος αποβιβάστηκε στη Σούδα. Η μακραίων περίοδος της δουλείας είχε τελειώσει ουσιαστικά. Ο επίσκοπος Πέτρας Τίτος έγραφε με ενθουσιασμό σε επιστολή του, τον Ιανουάριο 1899: «…δυνάμεθα και ημείς οι Κρήτες να ονομάσωμεν εαυτούς με το γλυκύτατο όνομα ε λ ε υ θ έ ρ ο υ ς».
Πηγή: Ιστορία της Κρήτης, Θεοχάρης Δετοράκης, Ηράκλειο Κρήτης 1990