Κουζίνα των Ρωμαίων

Οι Ρωμαίοι φρόντιζαν πάρα πολύ την κουζίνα και τα γεύματα τους. Ανάμεσα στα χαρακτηριστικά πιάτα ήταν το plus: ένα μείγμα βρασμένων δημητριακών, αρωματισμένων με βότανα, όπως η ρίγανη και η μέντα, και σερβιρισμένο με λάδι. Για ποικιλία αυτό το απλό πιάτο συνοδευόταν από κατσικίσια τυριά και λαχανικά. Τα συνηθέστερα λαχανικά ήταν η πικραλίδα, η ρέβα, το λάχανο, το πράσο, τα βρώσιμα αγριόχορτα και τα σπαράγγια.

Κουζίνα

Οι Ρωμαίοι απολάμβαναν τα φρούτα, τόσο εκείνα που καλλιεργούσαν οι ίδιοι όσο και τα εξωτικά της Ανατολής: τα μήλα, τα αχλάδια και τα εισαγόμενα κεράσια τρώγονταν μαζί με σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, καθώς και με χουρμάδες και βερίκοκα από την Αφρική και τη Μικρά Ασία. Υπήρχαν διάφοροι τύποι ψωμιού: το panis candidus, από το ψιλότερο και ακριβότερο αλεύρι, το panis secundarius, το δεύτερο σε ποιότητα, και το ψωμί από πίτουρο, που μπορούσαν να αγοράσουν ακόμα και οι πιο φτωχοί (πληβείοι). Σύμφωνα με τον Πλίνιο, τα πρώτα αρτοποιεία εμφανίστηκαν μετά τον 171π.Χ., ενώ νωρίτερα το κάθε νοικοκυριό έφτιαχνε το δικό του ψωμί.

Το κρέας συνήθως καταναλώνονταν μόνο σε πολύ ειδικές περιστάσεις, αν και οι πλούσιοι το απολάμβαναν συχνότερα. Ψητό ή βραστό, αρωματιζόταν με μπαχαρικά και σάλτσες. Η σάλτσα garum (γάρος) ήταν πολύ δημοφιλής. Παρασκευαζόταν από ψάρι και η ποιότητα της ποίκιλλε, ανάλογα με το είδος και την φρεσκάδα του ψαριού. Ο τόνος και το σκουμπρί χρησιμοποιούνταν για πιο λεπτή γεύση, ενώ από αντσούγιες φτιαχνόταν ο γάρος των φτωχών και των υπηρετών.

Το κρέας το έπαιρναν από διάφορα ζώα του αγροκτήματος και μεγαλύτερη κατανάλωση είχαν το χοιρινό και τα πουλερικά. Τις κότες τις έτρωγαν μόνο όταν δεν μπορούσα πλέον να γεννήσουν αυγά. Τα βοοειδή χρησιμοποιούνταν ευρύτερα για τις εργασίες στα χωράφια. Η θανάτωση αυτών

των ζώων ισοδυναμούσε με έγκλημα εξίσου σοβαρό με τη θανάτωση ενός δούλου, που επίσης εθεωρείτο γεωργικό εργαλείο.

Το κυνήγι ήταν το πιο ενδιαφέρον πιάτο ενός εντυπωσιακού γεύματος: αγριογούρουνο, ζαρκάδι, ελάφι, αλλά και τσίχλες, πέρδικες, ψαρόνια και ορτύκια. Ψάρια και θαλασσινά, έτρωγαν μόνο όσοι μπορούσαν να τα αγοράσουν, ιδιαίτερα οστρακόδερμα και μύδια. Έπινα νερό, γάλα και φυσικά κρασί, συνήθως όχι σκέτο, αλλά νερωμένο.

Το ρωμαϊκό συμπόσιο εμφανίστηκε στην Ιταλία την εποχή των Ετρούσκων, όταν οι στενές σχέσεις των Ετρούσκων και των ιταλικών λαών με τους Έλληνες των αποικιών διέδωσαν αυτήν την ξεχωριστή συνήθεια απόλαυσης φαγητού και ποτού.

Είτε βρισκόταν στην εξοχική του κατοικία είτε στο σπίτι του στην πόλη ο πλούσιος Ρωμαίος ήθελα να περιτριγυρίζεται από φίλους και να προσφέρει ένα δείπνο στο triclinium. Τρία ανάκλιντρα διατεταγμένα γύρω από ένα χαμηλό τραπέζι αποτελούσαν τα έπιπλα του συμποσίου. Η τέταρτη πλευρά ήταν ελεύθερη για να πηγαινοέρχονται οι δούλοι με τα πιάτα.

Το φαγητό ήταν πλούσιο και ποικίλο. Το επιδόρπιο ήταν συνήθως φρούτα, πιθανώς εξωτικά: χουρμάδες, σταφίδες, συριακά αχλάδια, ρόδια, σύκα και κεράσια από την Ανατολή. Γλυκά παρασκευάζονταν μόνο για τα πιο πλούσια δείπνα. Το κρασί καταναλώνονταν μαζί με το φαγητό, ενώ μετά τα κύρια πιάτα, όταν σερβίρονταν το φρούτα και τα γλυκά, προσφέρονταν ένα μείγμα από μέλι και κρασί. Αυτό σηματοδοτούσε την έναρξη μιας σειράς προπόσεων και σπονδών, που συχνά συνοδεύονταν από τραγούδια, χορό, μουσικές παραστάσεις και υποκριτική. Η διασκέδαση συχνά κρατούσε όλη νύχτα.

Με πληρογορίες από: nationalgeographic