Κοινότητα στην οθωμανική αυτοκρατορία

Κοινότητα, με την ευρύτερη έννοια, στην οθωμανική αυτοκρατορία είναι η χριστιανική με επικεφαλής τον πατριάρχη. Με την πιο στενή έννοια το σύνολο των χριστιανών κατοίκων ενός χωριού με επικεφαλής τους κοινοτικούς τους άρχοντες. Το ίδιο και οι χριστιανοί κάτοικοι μιας πόλης αποτελούν την κοινότητα της πόλεως. Ευρύτερη σε σχέση με τις προηγούμενες είναι η κοινότητα του συνόλου των χωριών μαζί με την πρωτεύουσα-πόλη της διοικητικής περιφέρειας της βαθμίδας του καζά (επαρχίας).

Κοινότητα στην οθωμανική αυτοκρατορία
Ο Ιωάννης Στάμου Χονδροδήμας ή Λογοθέτης, πανίσχυρος κοτζαμπάσης της Λιβαδειάς για μερικές δεκαετίες πριν την Ελληνική Επανάσταση του 1821

Στην πρωτεύουσα του καζά εδρεύουν οι οθωμανικές διοικητικές και λοιπές αρχές, που σε συνεργασία με τους κοινοτικούς άρχοντες αυτής της βαθμίδας κατανέμουν τους χώρους στην πόλη και στα χωριά και διερμηνεύουν τη θέληση του κράτους στο ραγιά, καθώς βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία με τους εκπροσώπους των χωριών. Περισσότερο εξελιγμένη, πιο σύνθετη μορφή κοινοτικής εκπροσώπησης είναι εκείνη που απαντά τον 18ο αιώνα στην αμέσως ανώτερη οθωμανική διοικητική περιφέρεια, το σαντζάκι.

Τον χαρακτήρα των κοινοτήτων προσδιόριζε η σύνθεση του πληθυσμού και οι ασχολίες των κατοίκων, που κατά κανόνα ήταν αγροτικές. Μπορεί να γίνει λόγος για αστικές κοινότητες σε αρκετές πόλεις, όπου αναπτύχθηκε αξιόλογη οικονομική δραστηριότητα, βιοτεχνική και εμπορική, και οι κάτοικοι που ασκούσαν τα σχετικά επαγγέλματα, συμμετέχοντας στα κοινά, επηρέαζαν τη διοίκηση της κοινότητας. Ναυτικές κοινότητες απαντάμε στα νησιά, στο Γαλαξίδι, το Μεσολόγγι, στο Κρανίδι. Βιοτεχνικές στα Αμπελάκια της Θεσσαλίας και στο Μαδεμοχώρι της Χαλκιδικής.

Οι κοινοτικοί άρχοντες εκπροσωπούσαν την κοινότητα στις σχέσεις της με την τουρκική εξουσία. Τα καθήκοντα τους ήταν γενικά, αόριστα και ακατοχύρωτα. Πρώτιστο καθήκον των κοινοτικών αρχόντων ήταν το «στρώσιμο των τεφτεριών», δηλαδή η εκτίμηση της φορολογικής δύναμης του κάθε μέλους της κοινότητας. Η κατανομή των φόρων γινόταν με βάση το κατάστιχο της κοινότητας που ανανεωνόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα, κάθε επτά χρόνια συνήθως από αιρετούς εκτιμητές. Η είσπραξη των φόρων γινόταν συνήθως από τον γραμματικό της κοινότητας υπό τη εποπτεία των αρχόντων.

Οι κοινοτικοί άρχοντες στα χωριά διόριζαν τους αγροφύλακες, τους υδρονόμους, τους εκκλησιαστικούς επιτρόπους, τον δάσκαλο. Στη βαθμίδα του καζά, όπως στο Μοριά διόριζαν τους κάπους. Στο Ζαγόρι, στο Βόλο, στα Αμπελάκια τους ενόπλους υπό τους καπετάνιους για να διασφαλίσουν την ασφάλεια από τους ληστές. Από τη Στερεά Ελλάδα ως τη Μακεδονία, όπου υπήρχαν αρματολικές περιφέρειες κατέβαλλαν και τους λουφέδες (μισθούς) στους αρματολούς.

Στα καθήκοντα των κοινοτικών αρχόντων και στη διοίκηση των αρχόντων παρενέβαινε όχι σπάνια το πατριαρχείο και οι κατά τόπους αρχιερείς. Η χριστιανική εκκλησία, η οποία διατηρούσε την αρχηγία όλης της χριστιανικής κοινότητας, είχε το δικαίωμα, αλλά και την ηθική υποχρέωση να θέτει υπό τη προστασία της τις κοινότητες και να παρεμβαίνει με το κύρος της για να εξομαλύνει τις διενέξεις ή να μεσολαβεί στην Πύλη για τη ρύθμιση των φόρων και άλλων τυχόν ζητημάτων των κοινοτήτων.

Το άτομο κάτω από την οθωμανική δεσποτεία εναπόθετε τις ελπίδες του στην κοινότητα και αυτή όφειλε να έχει καλή οργάνωση και χρηστή διοίκηση για να αντιμετωπίζει και να μετριάζει τα δεινά της δουλείας. όσο πιο σκληρές ήταν οι συνθήκες σε ένα τόπο, τόσο πιο αναγκαία στάθηκε η μεγαλύτερη συσπείρωση, συνεργασία και σύμφωνη γνώμη των μελών της κοινότητας.

Τη φυσιογνωμία της κοινότητας διαμόρφωσαν η μακρά πολιτιστική παράδοση, οι τοπικές συνήθειες και κυρίως η ίδια η πραγματικότητα. Μερικές απλές και κοινές διαπιστώσεις οδήγησαν στην αποδοχή ενός άγραφου κώδικα ηθικής και συμπεριφοράς των μελών της κοινότητας, που είχε τη δύναμη νόμου. Η κοινότητα θεωρούσε προδοσία την προσφυγή στις τουρκικές αρχές για ικανοποίηση προσωπικού συμφέροντος που στρεφόταν κατά του συνόλου και επέβαλλε κυρώσεις, όπως πρόστιμο, δήμευση της περιουσίας ή ακόμη και αποπομπή από την κοινότητα.

Η κοινότητα έμενε κλειστή και έδειχνε καχυποψία προς κάθε ξένο πρόσωπο, που η παρουσία του και η ανάμιξη του στα κοινά μπορούσε να νοθεύσει το πνεύμα της. Η συσπείρωση που επέβαλλαν οι περιστάσεις συνέβαλε στην ταυτότητα του χαρακτήρα των μελών της κοινότητας, στη διατήρηση της γλώσσας και της πίστεως τους, και στη διαμόρφωση μορφών λαϊκού δικαίου με ουσιαστικό περιεχόμενο. Το αλληλέγγυο, η κοινή ευθύνη, ο σεβασμός της ζωή, της τιμής και της περιουσίας συγκράτησαν πολλές φορές το άτομο να δράσει κατά του δυνάστη, και όταν ακόμη αυτό ήταν ευχερέστατο, για να μην προκληθούν αντίποινα σε ολόκληρη την κοινότητα.

Η δίκαιη κατανομή των βαρών, η ελευθερία του φρονήματος, το δικαίωμα να εκλέξουν τους άρχοντες τους και να ορίζουν τον δάσκαλο, το δικαίωμα να αποκλείουν ή να απομακρύνουν τον ιερέα αποτελούσαν πραγματικές ελευθερίες μέσα στην κοινότητα και επιδρούσαν στη διαμόρφωση του ηθικού χαρακτήρα και στο ανέβασμα του πολιτικού επιπέδου των μελών της. Χάρη στους κοινοτικούς δεσμούς διατηρήθηκε η ταυτότητα της πίστεως και του δόγματος, του φρονήματος, της γλώσσας και του χαρακτήρα. Καθώς το άτομο ενδιαφερόταν να μην έρθει σε αντίθεση με τη γνώμη και το φρόνημα της κοινότητας μέσα στην οποία μεγάλωσε και ζούσε, οι κοινότητες στάθηκαν αποφασιστικής σημασίας συντελεστής επιβιώσεως του Ελληνισμού ως έθνους.

Με πληροφορίες από: https://www.ekdotikeathenon.gr/istopia-toy-ellhnikoy-ethnoys-p16.html

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *