Κοινωνική οργάνωση

Οι κάστες ή τάξεις βοηθούσαν στην κοινωνική οργάνωση των Μάγιας. Στην κορυφή βρισκόταν η τάξη των ευγενών και των ιερέων, που κληρονομούσαν το αξίωμα από την οικογένεια τους (οι λεγόμενοι αλμεχενόμπ) και τη βάση αποτελούσε η κατώτερη τάξη, οι ταπεινοί χωρικοί (οι λεγόμενοι αχ τσεμπάλ γιουνικόμπ). Στη μεσαία ιεραρχικά τάξη ανήκαν οι καλλιτέχνες, οι τεχνίτες, οι έμποροι και οι διοικητικοί υπάλληλοι, οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα να ανέλθουν κοινωνικά είτε με κάποια επιτυχία στην δουλειά τους είτε με την απόκτηση πλούτου.

Κοινωνική οργάνωση

Οι δούλοι δεν ανήκαν σε καμία τάξη. Συνήθως ήταν αιχμάλωτοι πολέμου, αλλά ήταν δυνατόν να πουληθεί ως σκλάβος και ένας ελεύθερος ο άνθρωπος, προκειμένου να ξεφύγει από την εξαθλίωση. Σε αυτή την περίπτωση υπήρχε η δυανατότητα να ξανακερδίσει την ελευθερία του, αλλά σε γενικές γραμμές η νέα κοινωνική θέση διαρκούσε ως το θάνατό του και κληροδοτούνταν στα παιδιά.

Ο ανταγωνισμός των πόλεων είχε προκαλέσει πολλούς πολέμους, ενώ η θρησκεία ως ανώτερος κινητήριος μοχλός της καθημερινής ζωής απαιτούσε θυσίες αίματος. Οι δυναστείες είχαν τον απόλυτο έλεγχο του καταπιεσμένου λαού, ο οποίος ήταν αναγκασμένος να συντηρεί και να ενισχύσει μία καλοαναθρεμμένη παρασιτική εύπορη τάξη.

Οι ευγενείς

Η τάξη των ευγενών συγκέντρωνε όλες τις εξουσίες και είχε, επίσης, τη δυνατότητα να θέτει νόμους που ρύθμιζαν τη ζωή όλου του λαού. Οι κατώτερες τάξεις ήταν υποτελείς στους ευγενείς, οι οποίοι πίστευαν ότι είναι απεσταλμένοι των θεών στη Γη και όφειλαν να ελέγχουν τη μοίρα των κατώτερων τους. Ο τρόπος με τον οποίο απεικονίζονται στα έργα τέχνης οι ευγενείς μαρτυρεί ότι έχαιραν ιδιαίτερων προνομίων. Συνήθως αναπαρίστανται με απόμακρο και υπεροπτικό ύφος να λαμβάνουν τιμές ή καθιστοί σε θρόνους και χειράμαξες. Είναι καλυμμένοι με πλούσια ενδύματα, φορούν μεγαλοπρεπή καπέλα και πολλά κοσμήματα που συχνά τους καλύπτουν όλο το πρόσωπο.

Μέτρο της δύναμης και του πλούτου είναι επίσης τα ευρήματα στους τάφους. Τα σώματα -όπως στη νπερίπτωση του βασιλιά του Παλένκε- είναι σκεπασμένα με κοσμήματα από νεφρίτη. Τα πρόσωπα κρύβονται πίσω από πολύτιμες νεκρικές μάσκες, ενώ γύρω από τις σαρκοφάγους υπήρχαν ανεκτίμητης αξίας προσφορές, τις οποίες φορούσαν τα πνεύματα των σκλάβων που θυσιάστηκαν. Αυτά τα αμύθητα πλούτη ήταν καρπός τόσο των προνομίων που απέρρεαν από την πολιτική εξουσία, όσο και των εμπορικών συναλλαγών που είχαν. Τέλος, ήταν αποτέλεσμα της ιδιοκτησίας γης και των πολεμικών επιχιερήσεων που έφερναν στους αροστοκράτες πλούτο και δούλους.

Νομιμοποίηση μιας δυναστείας

Οι βασιλικές οικογένειες των Μάγιας ήταν πατριαρχικές και αυτό το σύστημα ακολουθούσε η διαδικασία διαδοχής. Στην περίπτωση που ένας μονάρχης είχε μόνο κόρες, τότε η μεγαλύτερη από αυτές θα ανέβαινε στον θρόνο, αλλά μετά τον θάνατό της δεν θα την διαδεχόταν το αρσενικό παιδί της αλλά ένας άντρας συγγενής. Ωστόσο, στη βασιλική οικογένεια του Παλένκε συνέβη δύο φορές να διαδεχτεί τη βασίλισσα το αρσενικό παιδί της. Πρόκειται για την περίπτωση της βασίλισσας Κανάλ Ικάλ, που παρέδωσε την εξουσία στο γιο της Ακ Καν, και της βασίλισσας Ζακ Κουκ που ανέβασε στον θρόνο τον Κιν Πακάλ.

Αυτές οι πράξεις δείχνουν το μεμέγεθος της εξουσίας που είχαν αυτές οι γυναίκες μονάρχες, αλλά αυτές οι διαδοχές δεν έγιναν αποδεκτές από τους ιερείς και τους ευγενείς της εποχής. Ο Κιν Πακάλ χρειάστηκε να υπερασπιστεί το νόμιμο δικαίωμα του στο θρόνο λαξεύοντας στο Ναό των Επιγραφών και πάνω στη σαρκοφάγο του το γενεαλογικό του δέντρο. Για να καταφέρει να νομιμοποιήσει αυτό το νέο είδος διαδοχής, ο Κιν Πακάλ εμπνεύστηκε από την κοσμολογική θεωρία των Μάγιας, και στο πρόσωπο της μητέρας του Ζακ Κουκ, αναγνώρισε την Πρώτη Μητέρα των θεών: όπως εκείνη μετέδωσε την εξουσία στις τρεις μεγαλύτερες θεότητες των Μάγιας, στην Τριάδα του Παλένκε, έτσι και η Ζακ Κουκ μπορούσε να μεταβιβάσει, με το θείο δικαίωμα της, την εξουσία στο γιο της Κιν Πακάλ.

Ο Τσαν Μπαλούμ, γιος του Κιν Πακάλ, ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του σκάλισε το δικό του γενεαλογικό δέντρο στο Συγκρότημα του Σταυρού. Επιπλέον, όπως και ο πατέρας του συσχέτισε τη δυναστεία του με το θείο. Σύμφωνα με τον δικό του κατάλογο, ο ιδρυτής της δυναστείας ήταν ο Κιξ Τσαν, ένας μυθικός βασιλιάς που γεννήθηκε το 993 π.Χ. και ανέβηκε στον θρόνο το 967 π.Χ., μία μακρινή χρονικά εποχή που είχε μόλις αρχίσει να αναπτύσσεται ο πολιτισμός των Ολμέκων, η βάση όλων των μεταγενέστερων πολιτισμών της Μεσοαμερικής.

Ο βασιλιάς-ιερέας

Το μέλος της κοινωνικής ελίτ που είχε τη μεγαλύτερη επορροή ήταν ο αλάτς γουινίκ («αληθινός άνδρας»), ο οποίος είχε τον τίτλο κουλ αχάου («ιερός άρχοντας του βασιλείου», σύμβολο της ανώτατης πολιτικής εξουσίας). Ο αλάτς γουινίκ είχε υπό τον έλεγχό του τη διοίκηση του κράτους, διατηρούσε σχέσεις με τις γειτονικές πόλεις και εγγυόταν την εφαρμογή των νόμων.

Θεωρούνταν προικισμένος με θεϊκές δυνάμεις και ως ανώτερος ιερέας ηγούνταν των σημαντικών τελετών, προήδρευε στην ανέγερση κάθε σπουδαίου κτιρίου ή μνημείου, και μορφωνόταν στους τομείς της γεωγραφίας, των μαθηματικών και της αστρονομίας.

Διατηρούσε το αξίωμα του εφόρου και μπορούσε να το μεταβιβάσει στον πρωτότοκο γιο του ή σε έναν αδελφό. Αν ο «αληθνινός άνδρας» δεν είχε κληρονόμους, διάδοχος του εκλεγόταν από ένα συμβούλιο που το αποτελούσαν μέλη των παλαιότερων και αριστοκρατικότερων οικογενειών. Για να τον βοηθήσουν να κυβερνήσει ο αλάτς γουινίκ είχε στο πλευρό του τους μπατάμπ («αυτοί που φέρουν τσεκούρι»), δικαστικούς λειτουργούς που η κύρια ασχολία τους ήταν να συλλέγουν τις εισφορές από το λαό. Οι μπατάμπ είχαν στη διάθεση τους χαμηλότερου ιεραρχικού βαθμού συνεργάτες, συμβούλους και φύλακες της τάξης. Σε αυτά τα αξιώματα είχαν δικαίωμα μόνο τα μέλη της τοπικής αριστοκρατίας και κληρονομούνταν από γενιά σε γενιά.

Με πληροφορίες από: nationalgeographic