Η κοινωνία των Μάγιας ήταν χωρισμένη σε κάστες ή τάξεις. Στην κορυφή βρισκόταν η τάξη των ευγενών και των ιερέων, που κληρονομούσαν το αξίωμα από την οικογένεια τους (οι λεγόμενοι αλμεχενόμπ). Στη μεσαία ιεραρχικά τάξη ανήκαν οι καλλιτέχνες, οι τεχνίτες, οι έμποροι και οι διοικητικοί υπάλληλοι. Τη βάση αποτελούσε η κατώτερη τάξη, οι πολεμιστές και οι ταπεινοί χωρικοί (οι λεγόμενοι αχ τσεμπάλ γιουνικόμπ).
Καλλιτέχνες και τεχνίτες
Οι Μάγιας ανέπτυξαν ένα εντελώς δικό τους εκλεπτυσμένο καλλιτεχνικό προφίλ, που δεν γνώρισε μιμήσεις σε όλη την προκολομβανή Αμερική. Η γλυπτική είναι η τέχνη με την οποία έφτασαν στα υψλότερα επίπεδα. Τη χρησιμοποιούσαν συχνά για να διακοσμήσουν ναούς και θρησκευτικά μνημεία, ή για να ααναπαραστήσουν τα μέλη τω ανώτερνων κοινωνικών τάξεων, ώστε να τους δοξάσουν.
Η ζωγραφική των Μάγιας έχει ρεαλιστικό ύφος, όπως αποδεικνύεται από τις ζωηρές τοιχογραφίες που καλύπτουν τοίχους ναών και ανακτόρων, αλλά και από τα κεραμικά σκεύη της Κλασικής Περιόδου. Η κεραμική τέχνη προσφέρει μεγάλη ποικιλία σχημάτων και σχεδίων, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν οι φιγούρες της Χαΐνα στο Καμπέτσε, τα αγγεία, τα πιάτα και οι αναπαραστάσεις στο πετέν, όλα διακοσμημένα με τεχνικές χαρακτικής και ζωγραφικής, καθώς επίσης και τα ευρήματα του Ραπέ, που χρονολογούνται μεταξύ του 600 και του 800 μ.Χ.
Παραδόξως όμως, παρά το γεγονός ότι οι τεχνίτες και οι καλλιτέχνες των Μάγιας λάξευαν την πέτρα, επεξεργάζονταν το ξύλο και το νεφρίτη, γυάλιζαν τα κοχύλια και κατασκεύαζαν μωσαϊκά με σχεδό πρωτόγονα εργαλεία, δεν γνώριζαν τον τόρνο που ήταν γνωστός στον δυτικό κόσμο αρκετούς αιώνες πριν. Η επεξεργασία του σιδήρου καθυστέρησε επίσης. Οι Μάγιας άρχισαν να χρησιμοποιούν το μέταλλο το 900μ.Χ.
Τα υψηλά επίπεδα κατάρτισης στα οποία έφταναν οι καλλιτέχνες και οι τεχνίτες τούς επέτρεπαν να ανέλθουν σε υψηλότερες κοινωνικές τάξεις, να κερδίσουν την εύνοια των ισχυρών και να αποκτήσουν πλούτο σεβασμό και κύρος.
Οι έμποροι
Οι εξαγωγές ελέγχονταν από τις ανώτατες κοινωνικές τάξεις, καθώς διατηρούσαν σχέσεις με τις πιο απομακρυσμένες πόλεις. Ωστόσο, εκείνοι που οδηγούσαν τα καραβάνια στο οδικό δίκτυο όλης της περιοχής και χειρίζονταν τις εσωτερικές συναλλαγές ήταν οι έμποροι. Κατευθύνονταν στις επαρχίες Τσιάπας ή Ταμπάσκο, στη Γουατεμάλα και στο Ελ Σαλβαδόρ, και τα είδη που εμπορεύονταν ήταν ο επεξεργασμένοι πυρόλιθοι, το κερί, το μέλι, τα βαμβακερά υφάσματα, το καουτσούκ, ο καπνός, τα κελύφη χελώνας, τα φτερά, τα κεραμικά και το δέρμα ιαγουάρου.
Από τις ίδιες περιοχές έφταναν καραβάνια που πουλούσαν πολύτιμους λίθους (νεφρίτη και οψιανό), κιννάβαρι, αλάτι, χαλκό και χρυσό. Τα εμπορεύματα τα κουβαλούσαν δούλοι ή εργάτες επί πληρωμή. Αν έπρεπε να μεταβούν στον προορισμό τους μέσω υδάτινων οδών χρησιμοποιούσαν κανό.
Το κύριο αγοραστικό τους μέσο ήταν οι κόκκοι κακάο, που είχαν σταθερή αγοραστική αξία. Επίσης, χρησιμοποιούσαν μαργαριτάρια, κοχύλια, φτερά και φασόλια. Όλες αυτές οι δραστηριότητες προστατεύονταν από τον Εκ Τσουάχ, θεό του εμπορίου και των ταξιδιωτών.
Οι πολεμιστές
Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν μαρτυρίες για πολέμους, είναι γνωστό ότι την Κλασική Περίοδο ήταν πολύ συχνές οι επιδρομές σε γειτονικά εδάφη, καθώς επίσης οι αψιμαχίες για την ιδιοκτησία της γης ή για τη διεκδίκηση των φέουδων. Ο στόχος δεν ήταν να σκοτώσουν αλλά να κρατήσουν όσο το δυνατόν περισσότερους αιχμαλώτους για να τους κάνουν δούλους. Αν οι αιχμάλωτοι ήταν ευγενείς ήταν καταδικασμένοι να θυσιαστούν.
Ο στρατός που ονομαζόταν νακάμ («αρχηγοί του πολέμου») αποτελούνταν από χωρικούς και εμπόρους, οι οποίοι, για να πολεμήσουν, έβαφαν τα σώματά τους με κόκκινη και μαύρη μπογιά φρόντιζαν την κόμμωση τους, φορούσαν μανδύες από δέρμα ιαγουάρου και κρατούσαν λάβαρα με φτερά. Τα όπλα που χρησιμοποιούσαν ήταν: κοντές μυτερές λόγχες, ξύλινα δόρατα, τόξα και βέλη, σπαθιά από οψιανό και ασπίδες.
Οι αγρότες
Οι χωρικοί, οι γιάλμπα γουινίκομπ («κατώτεροι άνθρωποι»), αποτελούσαν την ραχοκοκαλιά της κοινωνίας. Κάθε οικογένεια δούλευε σε συγκεκριμένη έκταση γης και στις εργασίες συμμετείχαν όλα τα μέλη της. Επίσης οι οικογένειες πλήρωναν τους φόρους στους ευγενείς, των οποίων τη γη εκμεταλλεύονταν. Οι φτωχότεροι αγρότες απασχολούνταν επίσης και στο χτίσιμο και στη συντήρηση ναών και κατοικιών, που χρειάζονταν υπεράσπιση από την επέκταση της τοπικής βλάστησης.
Ένα μέρος από τος σοδειές αποθηκεύονταν στα κελάρια των ανακτόρων και των ιερέων, μαζί με τα υφάσματα που έφτιαχναν οι γυναίκες της επαρχίας, το μέλι από τις κυψέλες στα δάση, το αλάτι, τη ρητίνη, τα οικόσιτα ζώα (παάπιες, γαλοπούλες και μία ειδική ράτσα σκύλων προς βρώση).
Για να εξασφαλίσουν καλλιεργήσιμες εκτάσεις,, οι χωρικοί ανά περιόδους αποψίλωναν δασίλλια κόβοντας με τσεκούρια και λιθινα μαχαίρια τη θαμνώδη βλάστηση, ενώ έκαιγαν αργά τα μεγάλα δέντρα. Όταν το έδαφος ήταν πλέον καθαρισμένο και γόνιμο από τις στάχτες των δέντρων που είχαν καεί, φύτευαν τους σπόρους, πριν αραχίσουν οι καλοκαρινές βροχοπτώσεις. Οι σπόροι φυτεύονταν σε βάθος στη γη με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού με μυτερό πέτρινο ή κοκάλινο άκρο.
Με αυτόν τον τρόπο κάθε αγρότης μπορούσε να εξασφαλίσει μια καλή σοδειά μέσα σε τέσσερις με πέντε μήνες, ενώ το κάθε χωράφι ήταν εκμεταλλεύσιμο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Έπειτα άφηναν τη γη να ξεκουραστεί για δύο ή τρία χρόνια και αυτό το διάστημα καλλιεργούσαν άλλες εκτάσεις.
Καθιστούσαν καλλιεργήσιμες βαλτώδεις περιοχές μέσω της τεχνικής της «ανύψωσης». Έσκαβαν κανάλια αποτράγγισης με πλέγματα στα έλη και το χώμα που υποχωρούσε συσσωρευόταν στα συνεχόμενα αναχώματα. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνταν καλά αποστραγγισμένα εδάφη, κατάλληλα για όλων των ειδών τις καλλιέργειες.
Με πληροφορίες από: nationageographic