Ο πόλεμος ανάμεσα στους κλέφτες και τον Δερβέντ αγά ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την καταστροφή αυτής της γωνιάς της Θεσσαλίας που άλλοτε ανθούσε. Το Κουφό που βρίσκεται σε ψηλό σημείο του όρους Όθρυς και συντηρείται χάρη στους αμπελώνες και τα αγώγια του -μεταφορά ανθρώπων και εμπορευμάτων σε όλη τη χώρα- είναι το πλέον εκτεθειμένο στους κλέφτες και το λιγότερο ικανό, εξαιτίας της έλλειψης μέσων να αντιμετωπίζει τις ζημιές.
Όταν οι κλέφτες έχουν πρόθεση να επιτεθούν σε ένα χωριό, συνήθως βρίσκουν ένα σημείο-αρχηγείο κοντά σε αυτό, από όπου στέλνουν γράμμα στον κοτζάμπαση το οποίο ξεκινά ως εξής: «Αγαπημένε μου προεστέ». Με το γράμμα αυτό τον προσκαλούν να έρθει να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του μαζί τους. Η απάντηση είναι συνήθως η φυγή το ίδιου και των κατοίκων του χωριού του, οπότε οι κλέφτες, που δεν αντιμετωπίζουν πια αντίσταση, μπαίνουν στο χωριό, πυρπολούν τα σπίτια, σφάζουν τα κοπάδια και αρπάζουν παιδιά και γυναίκες που δεν πρόλαβαν να φύγουν. Παίρνουν μάλιστα επιλεκτικά εκείνες που ξέρουν ότι θα τις ανταλλάξουν με μεγαλύτερα ποσά.
Συνέπεια όλων αυτών είναι ότι τα χωριά που βρίσκονται κοντά σε λημέρια ληστών εξ ανάγκης ικανοποιούν τις απαιτήσεις και προσπαθούν να διατηρούν καλές σχέσεις μαζί τους. Η συμπεριφορά αυτή όμως από την άλλη προκαλεί την εκδικητικότητα του Δερβέντ αγά, ο οποίος φυλακίζει τους προεστούς στα Ιωάννινα και στέλνει Αλβανούς να αντιμετωπίσουν τους κλέφτες. Την ίδια τακτική ακολουθούν και οι αρματολοί, οι οποίοι χρησιμοποιούνται κατά των κλεφτών από περιοχές του όρους Όθρυς, όπως το Ζητούνι, το Κοκούς και το Αρμυρό. Το ίδιο φαίνεται πως ισχύει σε κάθε περιοχή της Ελλάδας την οποία λυμαίνονται οι κλέφτες. Αν «προσκυνούν» ή υποτάσσονται με τη θέληση τους, αντιμετωπίζονται ευνοϊκά τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή, αν και στο μέλλον απειλούνται με καταστροφή. Αν εξάλλου δεν έχουν δώσει στο βεζίρη αφορμή να τους υποπτεύεται, τότε τους κάνεις δερβεντλίδες (φύλακες των περασμάτων).
Πολλοί από αυτούς έχουν αδέλφια και ξαδέλφια μεταξύ των κλεφτών, οπότε υπάρχει μυστική αλληλογραφία ανάμεσα στις δύο πλευρές. Ο καλύτερος τρόπος για να γίνει επίθεση σε ένα χωριό υποδεικνύεται συνήθως από κάποιον αντίπαλο των κλεφτών, ο οποίος, μπαίνοντας στο χωριό δήθεν για να παρακολουθεί τις κινήσεις των κλεφτών, διαλέγει να μείνει σε κάποιο συγκεκριμένο σπίτι με μόνο στόχο να εξετάσει την περιουσία του ιδιοκτήτη και να μηχανευθεί πως θα τον κατακλέψει. Στη συνέχεια ενημερώνει τους κλέφτες για το πότε και που θα στήσουν καρτέρι στο θύμα. Αυτός δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι ανίκανος να πληρώσει τα λύτρα μιας και οι απαγωγείς του ξέρουν με λεπτομέρεια κάθε περιουσιακό του στοιχείο.
Τέτοιες ιστορίες δόλου ήταν καθημερινό φαινόμενο πριν ο Αλή γίνει κύριος μεγάλου μέρους της Ελλάδας και περιορίσει την πρακτική εφαρμογή της εφευρετικότητας των κλεφτών. Ωστόσο, σε μια τέτοια ορεινή περιοχή, αλλά και στα όρια των υπό έλεγχο ζωνών, ο Αλή δεν ήταν δυνατόν να εξαλείψει τελείως τους κλέφτες. Ίσως και να μην ήθελε κάτι τέτοιο. Αν ο Αλή δεν ήθελε να έχει έμπρακτα παραδείγματα ώστε να πείσει την Πύλη για την ανάγκη διατήρησης δικών του φρουρών στους δρόμους και τα περάσματα και να επωφεληθεί από αυτό, θα επικρατούσε τέλεια ασφάλεια και ηρεμία. Αν είχε αυτό στο μυαλό του ή αν απλώς παρέθετε τα πραγματικά γεγονότα δεν ξέρουμε. Πάντως ο Αλή παραδέχτηκε ότι μόνο με τα δικά του στρατεύματα και χωρίς βοήθεια των κατοίκων, δεν θα μπορούσε να προστατεύσει τα ελληνικά βουνά και να φέρει μια κατάσταση ηρεμίας.