Μετά το τέλος των πολέμων των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη μάχη της Ιψού το 301π.Χ., η Παλαιστίνη γνώρισε πολλούς βασιλείς και κατακτητές.

Οι κατακτητές της Παλαιστίνης
Πτολεμαίοι και Σελευκίδες
Μαζί με τμήμα της νότιας Συρίας, αποτέλεσε, αρχικά, τη βορειότερη επαρχία του βασιλείου των Πτολεμαίων και διαιρέθηκε σε μικρότερες διοικητικές περιφέρειες, τις «επαρχίες». Αν και η φορολογία που επέβαλλαν οι Πτολεμαίοι ήταν βαριά, στης εσωτερικής πολιτικής τον τομέα δεν έθιξαν το ιδιότυπο θεοκρατικό καθεστώς των Εβραίων ούτε την τοπική αυτοδιοίκηση των παραλιακών πόλεων.
Την εποχή αυτή το εσωτερικό της Παλαιστίνης εγκαταλείπει την εσωστρέφεια του και ανοίγεται προς τον ελληνικό πολιτισμό, που αρχίζει να διεισδύει βαθμιαία στην περιοχή χάρη στη στάση μεγάλου τμήματος της εβραϊκής αριστοκρατίας, επαναπατριζόμενους Εβραίους της διασποράς και τον πληθυσμό των στρατιωτικών αποικιών που ιδρύουν εκεί οι Πτολεμαίοι. Ενδείξεις ελληνισμού, που με την πάροδο των χρόνων επηρεάζει και κατώτερα τμήματα του πληθυσμού, παρέχουν τα ελληνικά ανθρωπωνύμια επιτύμβιων επιγραφών ή η ενασχόληση Εβραίων διανοούμενων με την ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία.
Το 200π.Χ. ύστερα από μακροχρόνιους πολέμους με τους Πτολεμαίους, οι Σελευκίδες καταλαμβάνουν την Παλαιστίνη, την οποία οργανώνουν σε μικρότερες περιφέρειες. Αλλά ο Αντίοχος Γ’ ακολούθησε πολιτική ευνοϊκή απέναντι στους Εβραίους κατοχυρώνοντας τη θρησκευτική ελευθερία τους και τα προνόμια της Ιερουσαλήμ, η πολιτική των γιων του, του Σέλευκου Δ’ και του Αντίοχου Δ’ του Επιφανούς απέναντι στους Εβραίους υπήρξε σκληρή.
Την αφορμή για αυτή την μεταβολή έδωσαν στον Αντίοχο οι αντιμαχόμενοι μεταξύ τους ηγέτες της εβραϊκής αριστοκρατίας, οι οποίοι, προκειμένου να ανακηρυχθούν αρχιερείς, υποσχέθηκαν στο βασιλιά αύξηση των φορολογικών εσόδων αφ’ ενός και εισαγωγή στην Ιερουσαλήμ ελληνικών θεσμών, όπως του γυμνασίου και της εφηβείας. Όντας σε εκστρατεία εναντίον της Αιγύπτου και έχοντας ανάγκη τα έσοδα αυτά ο Αντίοχος Δ’ εισήλθε στην Ιερουσαλήμ το 169π.Χ. και απέσπασε από το θησαυροφυλάκιο του ναού 1.800 τάλαντα έναντι φόρων τριών ετών που καθυστερούσε να καταβάλει ο αρχιερέας Μενέλαος.
Δύο χρόνια αργότερα και ενώ εν τω μεταξύ οι Εβραίοι αντέδρασαν, ο Αντίοχος κατέλαβε την Ιερουσαλήμ κα επέβαλε τα εξής σκληρά μέτρα: α) την καταστροφή των τειχών της, β) τη δημιουργία μιας ελληνικής συνοικίας μέσα στην μετονομασθείσα σε Αντιόχεια Ιερουσαλήμ, γ) την εγκατάσταση φρουράς, δ) τον περιορισμό των θρησκευτικών εορτών, ε) την κατάργηση της αργίας του Σαββάτου, στ) την εισαγωγή της λατρείας του Ολύμπιου Διός και της δικής του στο ναό του Σολομώντα και ζ) τη φορολογία επί της αγροτικής παραγωγής που έπληττε τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
Τα μέτρα αυτά προκάλεσαν αντίδραση μεταξύ ορθοδόξων (μη ελληνιζόντων) Εβραίων που οργάνωσαν ανταρτοπόλεμο. Η εξέγερση λόγω του επωνυμίου Μακκαβαίος που έφερε ο Ιούδας, γιος του Ματταθία, του αρχηγού του, ονομάστηκε επανάσταση των Μακκαβαίων.
Στην επιτυχία της συνέβαλε ουσιαστικά η αρχόμενη μετά το θάνατο του Αντίοχου Γ’ παρακμή του βασιλείου των Σελευκιδών λόγω δυναστικών ερίδων. Σημαντικότερο, όμως, ρόλο έπαιξε και ο «ζήλος» του απλού Εβραίου που στήριξε την επανάσταση και η πίστη του εβραϊκού λαού ότι πολεμώντας τους Σελευκίδες τηρούν τον Πάτριο Νόμο και εκπληρώνουν τη θεϊκή εκλογή και αποστολή του Ισραήλ.
Έχοντας στρατιωτικές ή διπλωματικές επιτυχίες οι ηγέτες των Μακκαβαίων (Ιούδας, Ιωνάθαν, Σίμων) απέσπασαν αρχικά ορισμένα θρησκευτικά προνόμια, ώσπου ο Σίμων το 143/2π.Χ. απελευθέρωσε την Ιερουσαλήμ και ανακήρυξε το ιουδαϊκό κράτος ως ελεύθερο και ανεξάρτητο. Ο ίδιος αναγνωρίστηκε το 141π.Χ. από την εθνική συνέλευση ως εθνάρχης, στρατηγός και αρχιερεύς, θέτοντας έτσι τα θεμέλια της δυναστείας των Ασμοναίων (το όνομα οφειλόταν σε κάποιον ένδοξο πρόγονο του Ματταθία).
Ο γιος του Σίμωνα, ο Ιωάννης Υρκανός Α’ επωφελούμενος από την παρακμή του κράτους των Σελευκιδών επέκτεινε το εβραϊκό κράτος προς στο Βορρά. Διέπραξε όμως το σφάλμα να συγκρουστεί στο εσωτερικό με μία από τις δύο εκκλησιαστικές μερίδες, τους συντηρητικούς Φαρισαίους, πράγμα που προκάλεσε αναταραχές. Ο ίδιος, στηριζόταν στους φιλελεύθερους Σαδδουκαίους, που αντίθετα προς τους Φαρισαίους δεν απέρριπταν την ταύτιση του πολιτικού και θρησκευτικού ηγέτη του έθνους σε ένα πρόσωπο, την οποία είχαν υιοθετήσει οι Ασμοναίοι.
Επί των διαδόχων του, των γιων του Αριστοβούλου και Αλέξανδρου Ιανναίου το κράτος της Ιουδαίας επεκτάθηκε και ακόμη περισσότερο προσαρτώντας περιοχές της Παλαιστίνης με ιουδαϊκούς και μη πληθυσμούς, όπως τη Γαλιλαία, την Υπεριορδανία, αλλά και τα παράλια.
Στα χρόνια του Ιανναίου, όμως, οι Ασμοναίοι απομακρύνονται από την (ανθελληνική) ιουδαϊκή πνευματική παράδοση των Μακκαβαίων και συμπεριφέρονται όπως οι ελληνιστικοί μονάρχες της εποχής, αν κρίνουμε από τη χρήση δίγλωσσων επιγραφών (εβραϊκών/ελληνικών) στα νομίσματα που εκδίδει ο Αλέξανδρος ή την συνεχιζόμενη αντίθεση του με τους Φαρισαίους.
Τον Αλέξανδρο διαδέχεται η σύζυγος του Σαλώμη με αρχιερέα τον γιο τους Υρκανό Β’. Μετά το θάνατό της ξεσπά εμφύλιος πόλεμος για το θρόνο ανάμεσα στον Υρκανό και τον αδελφό του Αριστόβουλο, που παίρνει ιδεολογικό περιεχόμενο, αφού οι δύο διεκδικητές υποστηρίζονται από τους Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους αντίστοιχα.
Οι Ρωμαίοι
Τις εξελίξεις προλαβαίνει η εμφάνιση στην περιοχή του Ρωμαίου στρατηγού Πομπηίου. Το 63 π.Χ. καταλύει την πολιτική αυτονομία του ιουδαϊκού βασιλείου και το ενσωματώνει στην νεοσύστατη τότε επαρχία της Συρίας, διορίζοντας ως αρχιερέα-εθνάρχη τον Υρκανό.
Από τη στιγμή αυτή και ως το τέλος του 37π.Χ.στο πολιτικό προσκήνιο αναδύονται σταδιακά τα μέλη του οίκου του Ηρώδη, που καταγόταν από το γιο του διοικητή της Ιδουμαίας. Αντίπατρο και υποστηρικτή του Υρκανού. Η σημαντικότερη φυσιογνωμία ανάμεσα τους υπήρξε ο Ηρώδης ο Μέγας. Παρά το εξαιρετικά ασταθές διεθνές πολιτικό τοπίο που δημιούργησαν οι αλλεπάλληλες εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ των Ρωμαίων στρατηγών Πομπηίου εναντίον Καίσαρα και Αντωνίου εναντίον Οκταβιανού, ο Ηρώδης πέτυχε, με διάφορους τρόπους, να βρίσκεται πάντα στην πλευρά του νικητή.
Έτσι, το 37π.Χ. αναγνωρίστηκε από τη ρωμαϊκή σύγκλητο ως βασιλιάς της Ιουδαίας. Η Ιουδαία ήταν, βέβαια, ένα κράτος φόρου υποτελές στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο Ηρώδης κατάφερε αν εξολοθρεύσει όα τα εναπομείναντα μέλη της δυναστείας των Ασμοναίων και κατόρθωσε να περιορίσει την δύναμη των αρχιερέων. Χάρη στη βαριά φορολογία που επέβαλε κατόρθωσε να κοσμήσει με πολυτελή κτίρια και κατασκευές πολλές πόλεις της Παλαιστίνης.
Με το θάνατο του Ηρώδη η χώρα διαιρέθηκε σε μικρότερα τμήματα που διοικήθηκαν από τους απογόνους του με τελευταίο τον δισέγγονο του Ηρώδη Αγρίππα Β’ με τον οποίο τελειώνει ο κύκλος των Ηρωδών. Την περίοδο του κύκλου των Ηρωδών στην περιοχή της Παλαιστίνης εμπλέκονται Ρωμαίοι επίτροποι, όπως ο γνωστός Πόντιος Πιλάτος, που υπάγονται στον διοικητή της Συρίας, έχουν έδρα τους την παραθαλάσσια Καισάρεια και είναι επιφορτισμένοι κυρίως με τη διατήρηση της τάξης και την είσπραξη των φόρων.
Η κακοδιοίκηση των επιτρόπων και οι μεσσιανικές ιδέες που κυκλοφορούν στην Παλαιστίνη ενίσχυσαν το ιουδαϊκό επαναστατικό μέτωπο και οδήγησαν σε πολλές επαναστάσεις εναντίον των Ρωμαίων. Τον 3ο αιώνα μ.Χ. προωθήθηκαν ο εξελληνισμός και η αστικοποίηση της Παλαιστίνης. Με την ίδρυση νέων ελληνικών πόλεων ισχυρό παρέμεινε το εβραϊκό στοιχείο μόνο στη Γαλιλαία, ενώ απαγορεύτηκε ο προσηλυτισμός στον Ιουδαϊσμό.
[…] Γαλιλαίας. Η περιοχή αυτή αποτέλεσε σχεδόν πάντοτε τμήμα πολυεθνικών κρατών, του βαβυλωνιακού, του χιττιτικού, του ασσυριακού, του […]