Κατάργηση της δουλείας

Οι Νότιοι Αμερικανοί, ακόμη και πριν τον Εμφύλιο Πόλεμο, φοβούνταν την πιθανότητα για υποχρεωτική κατάργηση της δουλείας. Μετά την εκλογή του Αβραάμ Λίνκολν ως Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών το 1860, φαινόταν ότι η κατάργηση της δουλείας θα γινόταν πραγματικότητα.

Κατάργηση της δουλείας
Απελεύθερος

Μεταξύ της εκλογής (Νοέμβριος 1860) και της ανάληψης (Μάρτιος 1861) καθηκόντων του Λίνκολν, επτά νότιες πολιτείες αποσχίστηκαν από την Ένωση και αποτέλεσαν τις Συνομόσπονδες Πολιτείες της Αμερικής. Στις 12 Απριλίου 1861 ο Λίνκολν ήρθε αντιμέτωπος με την επίθεση της Συνομοσπονδίας κατά του οχυρού Σάμτερ στο λιμάνι του Τσάρλεστον της Νότιας

Όταν ο Λίνκολν κάλεσε 75.000 εθελοντές να καταστείλουν την εξέγερση, τέσσερις επιπλέον πολιτείες, όλες κοντά στα σύνορα μεταξύ Βορρά και Νότου, πήγαν επίσης με το μέρος της Συνομοσπονδίας. Ο Λίνκολν ήρθε αντιμέτωπος με ένα πολιτικό δίλημμα. Αν ικανοποιούσε τις εκκλήσεις των εναντίον στη δουλεία να την τερματίσει, διακινδύνευε να απομακρύνει τις υπόλοιπες τέσσερις συνοριακές πολιτείες, όπου η δουλεία ήταν ακόμη νόμιμη. Ο Λίνκολν επέλεξε αντίθετα να επικεντρώσει τις προσπάθειες του στην επανένωση Βορρά και Νότου, εφευρίσκοντας κάποιον συμβιβασμό εκεί όπου η δουλεία θα είχε παραμείνει νόμιμη.

Καθώς οι Βόρειοι και ο Νότιοι πολεμούσαν σε μια φαινομενικά ατελείωτη σειρά πολυαίμακτων εκστρατειών στη διάρκεια των δύο πρώτων χρόνων του Εμφυλίου Πολέμου, ο Λίνκολν και το Κογκρέσο αμετακίνητοι αρνούνταν να προχωρήσουν σε κατάργηση της δουλείας.

Ο πρώην δούλοι αποτέλεσαν μια ιδιαίτερα ισχυρή δύναμη κατά τον αγώνα χειραφέτησης. Πολλοί από τους πιο γνωστούς άνδρες και γυναίκες ταξίδευαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, αφηγούμενοι από πρώτο χέρι τις εμπειρίες τους από τη δουλεία στα σοκαρισμένα ακροατήρια. Οι περιοδείες αυτές που επιχορηγούνταν από τους αντιπάλους της δουλείας αποκάλυπταν τη δουλεία στα ακροατήρια με τρόπο που οι πολιτικές συζητήσεις δεν μπορούσαν.

65 αφηγήματα δούλων που δημοσιεύτηκαν στα 20 χρόνια πριν από τον Εμφύλιο Πόλεμο και αφηγούνταν τη φυσική κτηνωδία της δουλείας, που συνοδεύονταν από δολοφονίες, ξυλοδαρμούς, μαστιγώματα, αλλά και από τη σύμφυτη απανθρωπιά που αντιπροσωπευτικά της παραδείγματα ήταν ο βιασμός, οι αναγκαστικές σεξουαλικές πράξεις και η πώληση παιδιών, γονέων και αδελφών σε μακρινές φυτείες, σιγά σιγά έπεισαν τους Βόρειους να υποστηρίξουν την κατάργηση της δουλείας. Σε ένα διστακτικό πρώτο βήμα το Κογκρέσο τον Ιούλιο του 1862 επέτρεψε τη δήμευση μόνο εκείνων των δούλων των οποίων οι αφέντες υποστήριζαν την Συνομοσπονδία.

Ο Λίνκολν δίσταζε ακόμη να παραδώσει το έθνος στην άμεση χειραφέτηση. Στο τέλος του 1861 και πάλι την άνοιξη του 1862, απέρριψε τις εντολές των εν ενεργεία διοικητών στρατιωτικών μονάδων οι οποίοι ζητούσαν την απελευθέρωση των δούλων στις κατεχόμενες περιοχές, προκαλώντας την οργή των κατά της δουλείας πολιτών. Ο Λίνκολν ήλπιζε ότι το σχέδιο του της σταδιακής, εξισορροπητικής χειραφέτησης θα μπορούσε να εφαρμοστεί πρώτα στους νομοταγείς υπέρ της δουλείας πολιτείες και μετά να επεκταθεί στις εξεγερμένες πολιτείες και να αποτελέσει τη βάση για την ανασύσταση στης Ένωσης.

Δυστυχώς οι υπέρ της δουλείας πολιτείες, που παρέμεναν νομοταγείς, αρνήθηκαν να προσυπογράψουν το σχέδιο του Λίνκολν. Η κρίση δημιουργήθηκε, όταν μια σειρά νικών των Νοτίων του πρώτου μισού του 1863 έκλινε την κοινή γνώμη υπέρ της τιμωρίας του Νότου με την άμεση Διακήρυξη της Χειραφέτησης. Τον Ιούλιο ο Λίνκολν προσχεδίασε μια διακήρυξη χειραφέτησης, αλλά πείσθηκε να μην την δημοσιεύσει μέχρι να κάνουν μια νίκη οι Βόρειοι, και έτσι να μην κατηγορηθούν ότι δρούσαν υπό καθεστώς απελπισίας.

Μια νίκη της Ένωσης στη μάχη του Αντιέταμ πρόσφερε την ευκαιρία και στις 22 Σεπτεμβρίου 1862 ο Λίνκολν δημοσιοποίησε την αρχική Διακήρυξη της Χειραφέτησης. Σε αντίθεση με τη λαϊκή επιθυμία, η Διακήρυξη της Χειραφέτησης δεν σήμαινε και κατάργηση της δουλείας, παρά μόνο πρόσφερε στις Συνομόσπονδες Πολιτείες 100 μέρες διακοπής των συγκρούσεων, κατά τη διάρκεια των οποίων μπορούσαν να διατηρήσουν τους δούλους τους. Τον Δεκέμβριο ο Λίνκολν πρότεινε στο Κογκρέσο την έγκριση μιας σειράς συνταγματικών τροποποιήσεων που απέβλεπαν στη σταδιακή εξισορροπητική χειραφέτηση και την υποχώρηση του αποικισμού.

Επειδή δεν υπήρχε ανταπόκριση από το Νότο και η απήχηση στο Κογκρέσο ήταν περιορισμένη, την 1η Ιανουαρίου 1863 ο Λίνκολν δήλωσε ότι όλοι οι δούλοι στις περιοχές υπό τον έλεγχο της Συνομοσπονδίας «θα είναι από τώρα και για πάντα ελεύθεροι». Δικαιολόγησε την τελική διακήρυξη ως πράξη «στρατιωτικής αναγκαιότητας» που ήταν αποτέλεσμα της άσκησης των προεδρικών εξουσιών εν καιρώ πολέμου, και εξουσιοδότησε τον ενωτικό στρατό για την καταγραφή των απελευθερωμένων δούλων.

Το έγγραφο διασαφήνισε ότι οι μαύροι απελευθερώνονταν για λόγους πολιτειακούς και όχι από ανθρωπιστική διάθεση. Η διακήρυξη ήταν μια συντηρητική πράξη, διότι δεν αφορούσε τις νομοταγείς συνοριακές πολιτείες ή τις εξεγερμένες περιοχές που τότε ήταν υπό τον στρατιωτικό έλεγχο της Ένωσης. Όμως παρέμεινε μια πράξη καινοτόμος, επειδή για πρώτη φορά η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών δεσμευόταν για την κατάργηση της δουλείας ως σκοπό του πολέμου. Περίπου το ένα τέταρτο όλων των δούλων απελευθερώθηκε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου υπό τους όρους της Διακήρυξης της Χειραφέτησης.

Στην πραγματικότητα η κατάργηση της δουλείας επήλθε όταν ο Αβραάμ Λίνκολν πίεσε για συνταγματική τροποποίηση που έθετε εκτός νόμου τη δουλεία και την «μη εθελοντική εργασία». Μετά την υποστήριξη της τροποποίησης ως μέρους της επιτυχούς προεδρικής καμπάνιας του 1864, ο Λίνκολν χρησιμοποίησε όλη την επιρροή του για να κερδίσει την έγκριση του Κογκρέσου για την 13 Τροποποίηση. Στις 31 Ιανουαρίου του 1865 η Βουλή των Αντιπροσώπων, χωρίς την παρουσία των μελών από τις εξεγερμένες νότιες περιοχές, επικύρωσε το μέτρο. Όταν το τελευταίο από τα νομοθετικά σώματα των πολιτειών επικύρωσε την τροποποίηση στις 18 Δεκεμβρίου του 1865, η δουλεία τέθηκε εκτός νόμου σε όλες τις Πολιτείες της Αμερικής.

Ένα σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *