Τα κατάλοιπα των Ίνκας δίνουν στοιχεία πολύ σημαντικά για να καταλάβουμε τον πολιτισμό αυτού του λαού. Η πόλη Μάτσου Πίτσου έχει παραδοθεί στις μέρες μας σχεδόν ανέπαφη και μας δίνει τη δυνατότητα να αντιληφθούμε πως ήταν οργανωμένη μια πόλη. Η μεγαλοπρέπεια των λατρευτικών κτιρίων είναι δηλωτική της σημασίας που αποδιδόταν στη θρησκεία. Η προσεγμένη κατασκευή των αναβαθμίδων και η αρτιότητα του αρδευτικού συστήματος αποκαλύπτουν την κεντρική θέση που κατείχε η γεωργία στην ζωή του πληθυσμού και ταυτόχρονα μαρτυρούν τις τεχνικές γνώσεις που είχαν αποκτήσει οι Ίνκας σε αυτό τον τομέα. Τα πολυάριθμα δημόσια κτίρια δίνουν πολλές πληροφορίες για την κοινωνική οργάνωση. Όλα τα στοιχεία υποδηλώνουν σαφή διάκριση των ρόλων σε μια κοινωνία με καθαρή και σύνθετη δομή.

Τα κατάλοιπα των Ίνκας μαρτυρούν τη μεγάλη τους ικανότητα να παρεμβαίνουν στον χώρο δυναμικά, σεβόμενοι όμως το φυσικό περιβάλλον. Ποτέ δεν αλλοίωσαν το φυσικό τοπίο, αντίθετα το αξιοποίησαν, αναδεικνύοντας τη φυσιογνωμία του. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με τις αναβαθμίδες (πεζούλια), που μοιάζουν να διατρέχουν τις απότομες πλαγιές των βουνών και την περίμετρο των λόφων. Μια τέτοια αντιμετώπιση συνδέεται και με τη αντίληψη τους για την ιερότητα της φύσης σε κάθε μορφή της.
Οι Ίνκας ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί όσον αφορά τη θέση στην οποία θα οικοδομούσαν, ενώ στον σχεδιασμό των πόλεων ακολουθούσαν πολύ συγκεκριμένες αρχές. Η πόλη Μάτσου Πίτσου είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της αλληλοσυμπλήρωσης μεταξύ ενός οικισμού και του περιβάλλοντα χώρου, με τα μικρά του κτίσματα τοποθετημένα ιδανικά μπροστά από ένα φόντο γκρεμών και μεγάλων εκτάσεων με ανοιχτή θέα.
Πριν την άφιξη των κατακτητών το Μάτσου Πίτσου εκτεινόταν από βορρά σε νότο σε μήκος περίπου 500 μέτρων. Διέθετε ένα δίκτυο από εσωτερικά βαθμιδωτά περάσματα που διέσχιζαν 12 συνοικίες. Οι συνοικίες αυτές ανήκαν στην άνω πόλη (άναν) και στην κάτω πόλη (ούριν), με ένα σύνολο τουλάχιστον 200 κτιρίων. Όλος ο οικισμός περιβαλλόταν από αναβαθμίδες που εξυπηρετούσαν τη γεωργική παραγωγή. Ο αστικός τομέας εκτεινόταν γύρω από μια μεγάλη πλατεία, η οποία κλεινόταν ανατολικά και δυτικά από οικιστικά συγκροτήματα με βαθμιδωτούς δρόμους. Υπολογίζεται ότι τα οικοδομήματα του Μάτσου Πίτσου φιλοξενούσαν πληθυσμό περίπου 1.000 ατόμων. Το χωριό διέθετε επίσης ένα πολύπλοκο σύστημα υδροδότησης. Η υδρευτική εγκατάσταση περιελάμβανε ένα πυκνό δίκτυο αγωγών που εκμεταλλευόταν τις φυσικές ανωμαλίες του εδάφους περνώντας μέσα από δεξαμενές συλλογής ύδατος.
Μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές πόλεις είναι αναμφισβήτητα το Κούσκο, διοικητικό, θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο της αυτοκρατορίας των Ίνκας. Το όνομα της πρωτεύουσας, το Κούσκο, προέρχεται από την επίσημη γλώσσα των Ίνκας, την κέτσουα, και σημαίνει «ομφαλός, κέντρο». Την εποχή της ίδρυσης του από τον Μάνκο Ίνκας, πιστευόταν ότι πράγματι βρισκόταν στο κέντρο του κόσμου.
Ο αστικός οικισμός του Κούσκο αποτέλεσε πρότυπο και για άλλα αστικά κέντρα. Οι δρόμοι σχημάτιζαν ένα ορθογώνιο πλέγμα γύρω από μια κεντρική πλατεία, η οποία αποτελούσε ταυτόχρονα το συμβολικό κέντρο της αυτοκρατορίας. Όπως και οι υπόλοιπες πόλεις, το Κούσκο περιελάμβανε ανώτερο τμήμα (άναν) και ένα χαμηλότερο (ούριν), τα οποία αντιστοιχούσαν και στη διαίρεση των φατριών. Επίσης, ήταν χωρισμένο και σε τέσσερις μεγάλους τομείς που αντιπροσώπευαν τα τέσσερα σημεία της κυριαρχίας των Ίνκας. Στη μέση της κεντρικής πλατείας έστεκε ο ούσνο, ένας λίθινος βωμός με επένδυση από χρυσό, εφοδοσμένος με ανοίγματα στα οποία διοχετευόταν το αίμα των θυμάτων, για να φτάσει μέσω των υπόγειων καναλιών, στο Ναό του Ήλιου, όπου και αφιερωνόταν.
Ψηλά απάνω από τα τείχη του Κούσκο, δέσποζε το φρούριο Σακσαουαμάν, χτισμένο με τεράστιους ογκόλιθους σε ένα λόφο ύψους 200 μέτρων. Καθώς το Κούσκο δεν ήταν οχυρωμένο, το Σακσαουαμάν θα πρέπει να λειτουργούσε είτε ως οχυρό είτε ως καταφύγιο για τον πληθυσμό σε περίπτωση κινδύνου.
Τα ερείπια του Μάτσου Πίτσου εμφανίζουν κοινά στοιχεία με κτίρια άλλων σημαντικών πόλεων των Άνδεων: η κεντρική πλατεία, μια δευτερεύουσα πλατεία, οι μεγάλες αίθουσες που ανοίγονται προς την πλατεία, ο ούσνου, ο Ναός του Ήλιου και οι αποθήκες. Η διαίρεση του οικισμού σε ένα νεώτερο τμήμα και σε ένα χαμηλότερο, η οποία συνιστάται και στους προ-Ίνκας πολιτισμούς, έλαβε με τους Ίνκας χαρακτήρα κοινωνικής διάκρισης, επιτελώντας και μια άλλη λειτουργία: διευκόλυνε τον έλεγχο των υπηκόων και τη διοικητική οργάνωση.
Οι μεγαλοπρεπείς αρχιτεκτονικές κατασκευές ανάγουν την καταγωγή τους στις απλές φόρμες των πρώτων αγροτικών οικισμών, οι οποίες θα πρέπει να αποτέλεσαν το πρότυπο του τυπικού ορθογώνιου αστικού σχεδίου. Τα κτίρια ήταν κατασκευασμένα από διάφορα υλικά ανάλογα με την περιοχή στην οποία βρίσκονταν. Τα υλικά ήταν ο γρανίτης, ο βασάλτης ή ο ασβεστόλιθος, ενώ στις περιοχές μακριά από το βουνό χρησιμοποιούνταν οι πλίνθοι από κρητίδα ξεραμένοι στον ήλιο.
Στα κτίρια του Μάτσου Πίτσου είναι θαυμαστή η τέλεια εφαρρμογή των ογκόλιθων χωρίς τη χρήση συνδετικού κονιάματος. Οι πέτρες διαφορετικών μεγεθών και σχημάτων, τοποθετούνταν η μία πάνω στην άλλη, ξεκινώντας από τις μεγαλύτερες και καταλήγοντας στις πιο μικρές, έτσι ώστε να σχηματίζεται μια ενισχυμένη λιθοδομή σε σχήμα Η ή ακανόνιστου τραπεζίου, η οποία είχε αντισεισμική λειτουργία. Για την κοπή των λίθων πιθανόν να εφαρμόστηκαν ειδικές τεχνικές που βασίζονταν στις ιδιότητες του ξύλου και του νερού. Για τη μεταφορά φαίνεται ότι θα χρησιμοποιήθηκαν μεγάλοι μοχλοί ή κεκλιμένες επιφάνειες επιστρωμένες με λιπαντικές ουσίες, δεδομένου ότι οι Ίνκας δεν γνώριζαν τον τροχό.
Ένα μεγάλο επίτευγμα των Ίνκας ήταν ότι μπόρεσαν να εξασφαλίσουν απρόσκοπτη σύνδεση μεταξύ των πόλεων, με τη δημιουργία δρόμων μήκους χιλιάδων χιλιομέτρων, που περνούσαν μέσα από τα βουνά και τα πυκνά δάση του Αμαζονίου. Οι Ίνκας ήταν ικανότατοι και στην γεφυροποιία. Οι γέφυρες καατσκευάζονταν από πέτρα ή ξύλο και διευκόλυναν τη διάβαση των πολυάριθμων ποταμών και την πρόσβαση στις απότομες πλαγιές των κοιλάδων.
Οι μεταφορέςς και η επικοινωνία στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας γινόταν με υποζύγια και με αγγελιοφόρους που μετακινούνταν με τα πόδια. Ουσαιστικά είχε δημορηγηθεί ένα σύστημα ταχυδρόμων, των τσάσκι, νέων ηλικίας 18-25 ετών, που διαδέχονταν ο ένας τον άλλον σε όλον τον δρόμο μεταφέροντας τα νέα. Για τον ανεφοδιασμό τους μπορούσαν να σταματήσουν σε διάφορους σταθμούς (τάμπου) που ήταν διάσπαρτοι σε όλη τη διαδρομή.
Η οργάνωση και η ταχύτητα των αγγελιοφόρων στην παράδοση των μηνυμάτων ήταν εκπληκτικές. Αυτή η «σκυταλοδρομία» γινόταν με μεγάλη ακρίβεια: για να μην χάνουν ούτε λεπτό. Οι τσάσκι ανήγγειλλαν την άφιξη τους με ένα σάλπισμα, ώστε ο επόμενος να προλάβει να φτάσει γρήγορα, να παραλάβει την αγγελία και να ξεκινήσει αμέσως.
Οι σταθμοί απείχαν μεταξύ τουυ γύρω στα 20 χιλιόμετρα. Στον καθένα σταθμό υπήραν πολλοί αγγελιοφόροι, αλλά μόνο ένας ανάμεσα τους διένυε κάθε φορά την απόσταση. Αν κάποιος αποτύγχανε τιμωρούνταν με θάνατο. Οι ταχυδρομικοί σταθμοί αποτελούσαν θεμελιώδη θεσμό του κράτους των Ίνκας, ενώ είχαν και ελεγκτική λειτουργία, αφού απαγορευόταν η στάση στους δρόμους του βασιλείου χωρίς ειδική άδεια.
Με πληροφορίες από: nationalgeographic