Η Καρολίγγειος Αυτοκρατορία χαρακτηρίζεται από τα φέουδα και τους γραπτούς νόμους των Φράγκων βασιλέων που χωρίζονταν σε κεφάλαια (=capitula) και ονομάζονταν καπιτουλάρια.
Τα φέουδα
«Επειδή είναι πασίγνωστο σε όλους ότι δεν έχω ούτε να φάω, ούτε να ντυθώ, ζήτησα από την ευσεβή σας καλοσύνη και η θέληση μου με παρακίνησε να παραδοθώ ή να συσταθώ στη δική σας προστασία».
Η διαδικασία αυτή που περιγράφεται σε υποδείγματα εγγράφων των χρόνων 725-750, ονομάζεται commendatio, δηλαδή σύσταση ή παράδοση ενός ελεύθερου ανθρώπου σε έναν άλλο ισχυρότερο. Στο εξής, ο πρώτος θα υπακούει και ο δεύτερος θα διατάζει. Ο πρώτος τοποθετεί τα χέρια του ενωμένα μέσα στα χέρια του δεύτερου και ομολογεί ότι γίνεται άνθρωπος του. Ακολουθεί ο όρκος πίστης. Με τη σειρά του ο αυθέντης ορκίζεται να είναι καλός και άξιος εμπιστοσύνης. Η διαδικασία κλείνει με την απονομή στον υποτελή μιας εδαφικής έκτασης, ενός φέουδου.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρχε ο όρος patrocinium, ο οποίος σημαίνει προστασία. Στην Καρολίγγειο Αυτοκρατορία ο όρος αυτός αποδίδεται με την αρχαιογερμανική λέξη mundobudrum. Ουσιαστικά αυτοί οι δύο όροι απέδιδαν την επέκταση τη κυριαρχίας των μεγαλογαιοκτημόνων σε ολόκληρα χωριά. Τώρα πρόκειται για προσωπική, πολιτική και οικονομική υποταγή ενός ανθρώπου σε έναν άλλον που θα χαρακτηρίσει στο μέλλον ολόκληρο το μεσαιωνικό κοινωνικό και οικονομικό σχηματισμό, που ονομάζεται φεουδαρχία.
Τα Καπιτουλάρια
Τα Καπιτουλάρια, αυτοί οι γραπτοί νόμοι, ενθαρρύνουν αυτό το νέο τρόπο σχέσεων ανθρώπου προς άνθρωπο που τείνει να δημιουργήσει μια κοινωνία ιεραρχημένη, από την πάμπτωχη βάση ως τη βασιλική ή αυτοκρατορική κορυφή. «Επιτρέπουμε κάθε ελεύθερος άνθρωπος να επιλέγει ο ίδιος τον αυθέντη που επιθυμεί είτε σε εμάς τους ίδιους, είτε σε κάποιον από τους δικούς μας ανθρώπους». Η εξέλιξη των σχέσεων φεουδαρχικής υποταγής θα οδηγήσει στο να υπερισχύσουν στο εξής οι υποχρεώσεις του υποτελούς προς τον αυθέντη του απέναντι στις υποχρεώσεις του προς το κράτος και το γεγονός αυτό θα φέρει μεσοπρόθεσμα τον κατακερματισμό της κεντρικής εξουσία και την διάλυση της Καρολιγγείου αυτοκρατορίας, παρ’ όλο που η κρατική πολιτική αποσκοπούσε να χρησιμοποιήσει αυτές τις σχέσεις υποταγής προς όφελος του κράτους.
Η κύρια μορφή μεγάλης ιδιοκτησίας, που αποτελεί ταυτόχρονα και οικονομική ενότητα, ονομάζεται villa. Περιλαμβάνει την κατοικία του αυθέντη και τις γαίες που εκμεταλλεύεται ο ίδιος και από μικρότερες κτήσεις, ανόμοιες σε μέγεθος, που ανήκουν σε αγρότες υποταγμένους στον αυθέντη. Οι αγρότες αυτοί μπορεί να είναι ελεύθεροι, δουλικοί, ή σε καθεστώς ανάμεσα στη δουλεία και την ελευθερία. Από αυτούς ο αυθέντης απαιτεί πρώτ’ απ’ όλα εργατική δύναμη στα κτήματα του και εισφορές στα προϊόντα, σε μια εποχή που οι αγροτικές τεχνικές είναι πρωτόγονες, η νομισματική οικονομία υπανάπτυκτη, τα νομίσματα σπάνια και η γενικευμένη μισθωτή εργασία κάτι το ασύλληπτο, αδύνατο.
Παρόμοια είναι κα η περιουσία της Εκκλησίας. Οι λεγόμενες απογραφές, ή Πολύπτυχα μοναστηριών που έχουν διασωθεί αναφέρουν ως ιδιοκτησία κάθε μοναστηριού πολλές εκτάσεις διαφόρων μεγεθών και διασκορπισμένες σε διάφορες περιοχές. Η Εκκλησία βρίσκεται στο πλευρό της κοσμικής εξουσίας και ο ίδιος ο Καρλομάγνος δείχνεται ιδιαίτερα ευσεβής, ακόμη και στην πολυτάραχη συζυγική του ζωή και στην αλληλογραφία του. Από το Καπιτουλάριο που ο Καρλομάγνος εξέδωσε το 794 στη Φρανκφούρτη, όπου συγκεντρώθηκαν σε σύνοδο οι επίσκοποι του φραγκικού βασιλείου, της Ιταλίας, της Ακουιτανίας και της Προβηγκίας, προκύπτει ότι η κοινωνική διαγωγή των αυθεντών καθόλου δεν διαφέρει από εκείνη των λαϊκών σε ό,τι αφορά την εξαθλίωση των φτωχών: «Αποφάσισε ο ευσεβέστατος αυθέντης μας και βασιλιάς και συμφώνησε και η Ιερά Σύνοδος, ποτέ κανένας είτε λαϊκός είτε εκκλησιαστικός να μην πουλάει το σιτάρι, είτε σε περίοδο αφθονίας είτε σε περίοδο σιτοδείας, πιο ακριβά από ό,τι έχει καθοριστεί ο δημόσιος μόδιος».
Το Καπιτουλάριο του 808 ρυθμίζει τα θέματα στρατολογίας στον αυτοκρατορικό στρατό και αναφέρει φεουδαρχικά υποτελείς επισκόπους και αβάδες (ηγούμενους) που διαθέτουν μεγάλα χαριστικά κτήματα (beneficia). Ενώ στις αρχέγονες γερμανικές κοινωνίες κάθε ελεύθερος άνθρωπος ήταν υπόχρεος στην στρατιωτική θητεία, τώρα ο Καρλομάγνος περιορίζει την υποχρέωση αυτή μόνο σε όσους διαθέτουν τέσσερις επανδρωμένες κτήσεις, είτε δικούς τους είτε τις κατέχουν ως beneficia από κάποιον άλλον και μπορεί έτσι να εμφανιστεί με δικά του έξοδα στο αυτοκρατορικό στρατόπεδο, είτε μαζί με τον αυθέντη του είτε μαζί με τον κόμη του.
Μπορεί ο νόμος αυτός να απαλλάσσει τη μεγάλη μάζα των φτωχών αγροτών από τα βάρη της στρατιωτικής θητείας και του πολέμου, είναι όμως προφανές ότι ο φτωχός ελεύθερος άνθρωπος υποβαθμίζεται κοινωνικά και γίνεται αντικείμενο περιφρόνησης μέσα σε ένα κόσμο που δεσπόζουν οι πολεμιστές.
Σε αυτή την κοινωνία, όπου η πλειονότητα του πληθυσμού παρήγε από μόνη της τα μέσα για την επιβίωση της, είναι μάταιο να διερωτηθεί κανείς αν υπήρχαν πόλεις αστική ζωή. Οι ανθρώπινοι οικισμοί μοιάζουν με νησίδες μέσα σε ένα άγριο αρχιπέλαγος, όπου οι εμπορικές συναλλαγές βρίσκονται σε χαμηλό επίπεδο και οι περισσότεροι αγρότες βρίσκονται στο όριο της επιβίωσης. Δεν υπήρχε κάποια αυτόνομη βιοτεχνία για όλους. Τα βιοτεχνικά εργαστήρια βρίσκονταν κυρίως στα κτήματα των αυθεντών και εξυπηρετούσαν τις ανάγκες τους, κάτι που φαίνεται από τα σιδηρουργεία: οι αγρότες είχαν μόνο τα απαραίτητα σιδερένια εργαλεία, ενώ το σίδερο χρησίμευε για τη κατασκευή όπλων αμυντικών και επιθετικών. Αντίθετα, η κεραμική ήταν η τέχνη του φτωχού πληθυσμού.
Τα τοπικά παζάρια-πανηγύρια, εβδομαδιαία, ετήσια ή γιορτινά, ήταν ο κύριος τρόπος συνάντησης ή ανταλλαγής, αλλά οι σίγουροι δρόμοι ήταν ελάχιστοι, η ληστεία ήταν πανταχού παρούσα. οι ποταμοί δεν είχαν γέφυρες. Οι εμπορικές μεταφορές (καραβάνια) έπρεπε να διαθέτουν ένοπλη ακολουθία και πάρα πολλά εμπορικά αγαθά προϊόντα ληστείας των εμπόρων. Αγορές μικρής έκτασης υπήρχαν σε χωριά και πόλεις και στην περιφέρεια διαφόρων μοναστηριών και κτημάτων. Έτσι μπορούσε κανείς να βρει κυρίως προϊόντα της ευρύτερης περιοχής. Σε μερικούς τόπους, οι αγορές-πανηγύρια διαρκούσαν αρκετές μέρες με την πιο διάσημη την ετήσια εμποροπανήγυρη του Αγίου Γερμανού των Λειμώνων, κοντά στο Παρίσι, που διέθετε τεράστια ιδιοκτησία γης.
Κέντρα κάποιου εμπορίου ήταν επίσης πόλεις κοντά στο Ρήνο και στο Δούναβη, όπως το Μάινις, το Στρασβούργο, το Ρεγκενσμπούργκ. Και αυτές οι ρωμαϊκής καταγωγής πόλεις έχουν αλλάξει: μέσα στα αρχαία τείχη βόσκουν ζώα και καλλιεργούνται αμπέλια, ενώ έξω από τα τείχη, γύρω από εκκλησίες και μοναστήρια δημιουργούνται αγροτικά προάστια. Εδώ υπάρχει η συμβίωση αγροτών, εμπόρων και βιοτεχνών, αλλά η ζωή της πόλης δεν καθορίζει το εμπόριο και τη βιοτεχνία, αλλά ο αυθέντης ή ο επίσκοπος, του οποίου ο πύργος και η εκκλησία χτίζονται με μεγαλοπρέπεια, κυρίως από τα υλικά των ερειπωμένων αρχαίων κτισμάτων.
Έτσι οι πόλεις γίνονται κέντρα φεουδαρχικής εξουσίας και όχι αγορές ή κέντρα παραγωγής. Τέλος, στο Βορρά υπάρχουν στις εκβολές ποταμών τόποι αγορών όπου καταπλέουν τα όποια προϊόντα προέρχονται από τη Βόρεια Θάλασσα και όπου οι κατοικίες των εμπόρων είναι από ξύλο. Το πόσο εύθραυστη ήταν η οικονομική ζωή στις παραθαλάσσιες αυτές αγορές φαίνεται από το ότι εξαφανίστηκαν ήδη από τα τέλη του 9ου αιώνα από τις επιδρομές των Βίκινγκς.