Καλυδώνιος κάπρος

Ο μύθος με το όνομα «Καλυδώνιος κάπρος» είναι ένα κυνηγετικό θέμα που ξεπέρασε τα τοπικά όρια της αιτωλικής πόλης Καλυδώνας και αποτέλεσε ευρύτερη μυθική ενότητα, ανάλογη με την Αργοναυτική εκστρατεία και τους Επτά επί Θήβας. Σύμφωνα με τον Όμηρο, τον Απολλόδωρο, τον Παυσανία και τον Υγίνο, η Άρτεμις οργίστηκε εναντίον του βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα, γιατί αυτός, όταν, επικεφαλής του λαού του, πρόσφερε στους θεούς τους πρώτους καρπούς της χρονιάς, ως καθιερωμένη ευχαριστία για την προστασία του τόπου, αυτήν την ξέχασε και δεν την τίμησε, όπως έκαναν οι άνθρωποι σε άλλους τόπους. Γι’ αυτό η θεά, που ήταν η κυρά των αγριμιών, έστειλε στη χώρα του Οινέα έναν άγριο κάπρο, που έφερε μεγάλη συμφορά. Το θηρίο αυτό είχε υπερφυσικό ανάστημα και δύναμη, έβγαζε λάμψεις από τα μάτια, ατμούς από τα ρουθούνια και φλόγες από το στόμα. Στην ανάγκη ο βασιλιάς κάλεσε παλικάρια από τον τόπο του και από άλλους τόπους να οργανώσουν κοινή επιχείρηση για την εξόντωση του κάπρου.

Καλυδώνιος κάπρος
Ο Μελέαγρος

Από τους ήρωες που αναφέρεται ότι πήραν μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου οι γνωστότεροι είναι οι εξής: Ο γιος του Οινέα και της Αλθαίας, ο Μελέαγρος, ως αρχηγός της επιχείρησης, οι αδελφοί της Αλθαίας από την Πλευρώνα, πόλη κοντά στην Καλυδώνα, πολεμιστές μονοσάνδαλοι κατά την τάξη της φυλής τους, όπως περιγράφονται, ο πατέρας του Οδυσσέα, ο Λαέρτης από την Ιθάκη, πολλοί Λαπίθες από τη Θεσσαλία, γνωστοί ως Κενταυρομάχοι ή Αργοναύτες, και ανάμεσα τους ο Καινέας, ο Πειρίθοος, ο Μόψος, και ο Ασκληπιός, ο γιος του Απόλλωνα από την ένωση του με την Κορωνίδα, κόρη του βασιλιά των Λαπιθών Φλεγύα, ο βασιλιάς της θεσσαλικής Φυλακής Ίφικλος, ο βασιλιάς των Φερών Άδμητος, ο βασιλιάς της Ιωλκού Άκαστος, γιος και διάδοχος του Πελία, μαζί με τον αρχηγό των Αργοναυτών Ιάσονα, ο Πηλέας ο πατέρας του Αχιλλέα, και ο Φοίνικας ο παιδαγωγός του, ο ανηψιός του Ηρακλή, ο Ιόλαος από τη Θήβα, ο Θησέας από την Αθήνα, ο Τελαμών από τη Σαλαμίνα, πατέρας του Αίαντα και του Τεύκρου, ο Αμφιάραος από το Άργος, ένας από τους Επτά επί Θήβας, ο Αγκαίος από την Αρκαδική Τέγεα, που παραδίδεται ότι φορούσε αρκουδοτόμαρο και πολεμούσε με διπλό πέλεκυ, από τον ίδιο τόπο η Αταλάντη, οι δίδυμοι Αφαρητίδες από τη Μεσσηνία, μυθολογούμενοι ξάδελφοι των Διόσκουρων από τη Σπάρτη, ο βασιλιάς της Πύλου Νέστωρ και ο βασιλιάς της Κρήτης Δευκαλίων, γιος του Μίνωα και της Πασιφάης.

Σύμφωνα με τις διάφορες περιγραφές, η εξόντωση του κάπρου επετεύχθη ύστερα από πολλά ατυχήματα και απώλειες παλικαριών από χτυπήματα του κάπρου. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν ο αδελφός του Μελέαγρου, ο Αγέλαος, ο Αγκαίος και ο Ευρυτίων, που χτυπήθηκε κατά λάθος από το κοντάρι του Πηλέα. Το πρώτο επιτυχημένο χτύπημα το κατάφερε η Αταλάντη την έβδομη μέρα του κυνηγιού, με ένα βέλος που μπήχτηκε στη ράχη του κάπρου, ένα δεύτερο βέλος από το τόξο του Αμφιάραου βρήκε το θηρίο μπροστά και του έβγαλε το ένα μάτι, τέλος, ο Μελέαγρος πέρασε το κοντάρι του στα πλευρά του ζώου που έτσι ξεψύχησε λίγο αργότερα.

Αφού τα παλικάρια αλάλαξαν αλαφιασμένα και παίνεψαν τον Μελέαγρο, αναγνωρίζοντας με αυτόν τρόπο ότι σε αυτόν ανήκει το έπαθλο της νίκης, ο Μελέαγρος έγδαρε τον κάπρο και προσέφερε το δέρμα του στην Αταλάντη. Αυτό έγινε αιτία για αμφισβήτηση, αφού τα αδέλφια της μητέρας του Μελέαγρου θεώρησαν μεγάλη προσβολή, για τον εαυτό τους και τόσους άνδρες, το να δοθεί το έπαθλο σε μια γυναίκα. Έτσι, χωρίς να το σκεφτούν άρπαξαν με τη βία το δέρμα από τα χέρια της Αταλάντης, λέγοντας ότι αυτό ανήκει στη γενιά τους, αν δεν θέλει να το κρατήσει ο Μελέαγρος. Τότε ο Μελέαγρος έγινε έξω φρενών, ακολούθησε συμπλοκή και πάνω στην έξαψη ο Μελέαγρος σκότωσε τους θείους του.

Όταν η Αλθαία πληροφορήθηκε τον φόνο των αδελφών της από τα χέρια του γιου της, ένιωσε ότι δεν μπορούσε να αντέξει τέτοια συμφορά. Πάνω στην εξαλλοσύνη της θυμήθηκε ότι όταν αυτή είχε γεννήσει τον Μελέαγρο, είχε δει με τα μάτια της τις Μοίρες κοντά στο βρέφος να λένε μεταξύ τους, κοιτάζοντας προς το τζάκι, ότι το παιδί θα ζούσε, όσο θα έκαιγε το κούτσουρο που άναβε στη φωτιά. Τότε εκείνη είχε πεταχτεί από το κρεβάτι, είχε αρπάξει το κούτσουρο, το είχε σβήσει και το είχε κρύψει στο σεντούκι της.

Καθώς αυτήν την ώρα ήρθαν στο νου της τα παλαιά συμβάντα, η μάνα δεν κρατήθηκε άλλο στην παραφορά της, -να καταντήσει αυτή να κάνει γιο φονιά των δικών του!- έβγαλε από το σεντούκι το κούτσουρο και το έριξε στο τζάκι. Μόλις αυτό κάηκε, ο Μελέαγρος, ξαφνικά, εκεί που βρισκόταν, έπεσε νεκρός.

Κατά μια άλλη παραλλλαγή, η Άρτεμις που είχε στείλει τον κάπρο, προκάλεσε και την αμφισβήτηση γύρω από το έπαθλο της νίκης και την συμπλοκή των παλικαριών, που επεκτάθηκε σε πόλεμο ανάμεσα στις δύο γειτονικές πόλεις, Καλυδώνα και Πλευρώνα, με αναμέτρηση δύο φυλών, των Αιτωλών και των Κουρητών, που τους χώριζε παλαιά έχθρα.

Σε εκείνον τον πόλεμο ο Μελέαγρος, ως αρχηγός των Καλυδωνίων, σκότωσε τους αντιπάλους αρχηγούς των Πλευρωνίων, που ήταν αδέλφια της μητέρας του και ο θάνατός του, σύμφωνα με την ενέργεια της Αλθαίας, συνέβη τη στιγμή που αυτός, επικεφαλής του στρατού της πατρίδας του, ανάγκαζε εχθρικό στρατό να υποχωρήσει.

Σύμφωνα με την ομηρική Ιλιάδα, που αγνοεί το στοιχείο εξάρτησης της ζωής του ήρωα από το κάψιμο του δαυλού, ο Μελέαγρος έχασε τη ζωή του από την κατάρα της μάνας, αφού έσωσε από σίγουρο αφανισμό την πόλη του. Μάλιστα γνωρίζοντας την κατάρα της μάνας του και προβλέποντας ότι θα σκοτωνόταν στον πόλεμο, αρνιόταν να πολεμήσει. Τελικά πείστηκε μόνο από το λόγο της γυναίκας του Κλεοπάτρας.

Τέλος, σύμφωνα με μια λιγότερη γνωστή παραλλαγή ο Μελέαγρος σκοτώθηκε από το χέρι του Απόλλωνα, που αποφάσισε να σώσει ο ίδιος τη γενιά του, τους Κουρήτες, όταν αυτοί κινδύνεψαν από την αντεπίθεση του Μελέαγρου.

Καλυδώνιος κάπρος
Η Αλθαία ανάβει τον μισοκαμμένο δαυλό

Νοήματα του καλυδώνιου κάπρου

Από τις τέσσερις εκδοχές η πρώτη όχι μόνο είναι συνυφασμένη με τα αρχαιότερα στοιχεία του μύθου και παρουσιάζει τέτοια λιτότητα και πληρότητα στην αιτιολόγηση των γεγονότων, ώστε όλες οι άλλες εκδοχές σε σύγκριση με αυτήν να προδίδουν τα προσαναπτύγματα, που πήραν θέση στο μύθο, όταν από τη μία έπαψαν να λειτουργούν στη συνείδηση των ανθρώπων τα κριτήρια της αρχικής μορφής του μύθου και από την άλλη προστέθηκε το ενδιαφέρον για την ένταξη του μύθου στη γενικότερη τοπική παράδοση της Αιτωλίας.

Έτσι η αρχική μορφή του μύθου πρέπει να ήταν η εξής: Μερικά παλικάρια βγαίνουν για κυνήγι του κάπρου. Μπροστά σε έναν εξαιρετικό κάπρο, που τον έχουν χτυπήσει από διαφορετικές πλευρές και σε διάφορα σημεία, τα παλικάρια τσακώνονται για το ποιος είναι ο πραγματικός νικητής και επομένως ποιος αξίζει το δέρμα του ζώου για έπαθλο. Πάνω στον καυγά το παλικάρι που αξίζει περισσότερο το έπαθλο σκοτώνει τον έναν από εκείνους που δεν το παραδέχονται και τυχαίνει να είναι αδελφός της μάνας του. Τότε η μάνα του παλικαριού, που έχει στην κατοχή της τον δαυλό, με τον οποίο είναι δεμένη η ζωή του γιου της, νιώθοντας φρίκη γι’ αυτόν, καίει τον δαυλό και έτσι το παλικάρι πεθαίνει.

Σε αυτήν την εκδοχή, ο μύθος πλέκεται γύρω από δύο στοιχεία, που σε μια αρχέγονη κατάσταση της κοινωνίας παίρνουν απόλυτη σημασία για τον άνθρωπο. Αυτά τα στοιχεία είναι τα αναφερόμενα στο δαυλό και το δέρμα. Το πρώτο συνδέεται με την πίστη στην λεγόμενη «εξωτερική ψυχή» δηλαδή εκφράζει τη μαγική αντίληψη ότι η ζωή ή η δύναμη κάθε ανθρώπου εξαρτάται από κάποιο εξωτερικό αντικείμενο, όπως ο δαυλός. Το δεύτερο στοιχείο, το αναφερόμενο στο δέρμα του θηράματος υποδηλώνει την αναγνώριση της αξίας του παλικαριού ως μέλους της κοινότητας με πιστοποιητικό το έπαθλο (όπως η χρυσή προβειά στo μύθο του Ατρέα και το χρυσόμαλλο δέρας στο μύθο της Αργοναυτικής εκστρατείας), που η αμφισβήτηση του δικαιολογεί κάθε ρίξη ανάμεσα στον ήρωα και το περιβάλλον του.

Με αυτά και μόνο τα δύο πρωταρχικά στοιχεία η σύγκρουση του παλικαριού με το περιβάλλον του και το επερχόμενο τέλος του έχουν αιτιολογηθεί τέλεια και ο μύθος έχει ήδη αποκτήσει την απαιτούμενη πληρότητα και στερεότητα, που κάνει να φαίνονται περιττές προσθήκες οι αναφορές στην οργή της Αρτέμιδος ή στην παρουσία της Αταλάντης, που αρχικά είναι βέβαια θεά ομοειδής με την Άρτεμι, στην κατάρα της μάνας ή στην επιρροή του συζύγου, στην μήνι του παλικαριού και στους επαναλαμβανόμενους φόνους των συγγενών του, στον πόλεμο των Καλυδωνίων με τους Πλευρώνιους και στη μοιραία για τον ήρωα επέμβαση του Απόλλωνα. Όλα αυτά τα υστερογενή στοιχεία προσαρτήθηκαν στο μύθο σταδιακά, αφού ακριβώς τα πρωτογενή στοιχεία του έπαψαν να λειτουργούν άμεσα στη συνείδηση κοινωνιών των ιστορικών χρόνων.

Σε ποιο βαθμό ο ρόλος της Αλθαίας ανάγεται σε μητριαρχικό πρότυπο δεν φαίνεται άμεσα από τον μύθο. Ωστόσο από την εκδίκηση του φόνου των αδελφών της με την τιμωρία του ίδιου του γιου της βεβαιώνεται το φαινόμενο, κατά τον οποίο ο δεσμός της γυναίκας με τον αδελφό της και γενικότερα με τη γενιά ή τη φυλής της είναι στενότερος από άλλον. Έτσι η Αλθαία βάζοντας την αφοσίωση στον αδελφό της ψηλότερα από την αγάπη στον γιο της, μοιάζει με την Εριφύλη που βάζει την αγάπη για τον αδελφό της ψηλότερα από την αγάπη για τον άνδρα της και με την Αντιγόνη που βάζει την αφοσίωση στον αδελφό της ψηλότερα από τον σεβασμό στον θείο της, ακόμα και ως φορέα της πολιτικής εξουσίας.

Σε πιο προχωρημένο στάδιο, με την ένταξη του μύθου του Καλυδώνιου κάπρου στην ευρύτερη μυθική παράδοση της Αιτωλίας, η συμπεριφορά της Αλθαίας έγινε ευκολότερα εξηγήσιμη ύστερα από τη σύνδεση του προσώπου της με μία άλλη φυλή, τους Κουρήτες. Εξάλλου, η κατάρα της Αλθαίας με τα μοιραία για το γιο της επακόλουθα, που σύμφωνα με τη γενικότερη τάση του έπους να καθαρίσει τη μυθική ύλη από τα μαγικά κατάλοιπα, αντικατέστησε το κάψιμο του δαυλού, απομάκρυνε την Αλθαία περισσότερο από την αυτουργία της παιδοκτονίας.

Με πληροφορίες από: Παγκόσμια Μυθολογία