Η ιστορία της Πομπηίας άρχισε πολλά χρόνια πριν από τη γέννηση του Χριστού, όταν οι πρώτοι κάτοικοι έφτασαν στα τέλη του 7ου π..Χ. αιώνα σε μια πεδιάδα με υψόμετρο 30μ. που διέσχιζε ο ποταμός Σάρνο. Ο πρώτος οικισμός χτίστηκε πάνω στη στερεοποιημένη λάβα κάποιας προηγούμενης έκρηξη του Βεζούβιου σε ένα σημείο μεγάλης στρατηγικής σημασίας. Από εκείνη την προνομιούχα θέση οι πρώτοι άποικοι μπορούσαν να εκμεταλλεύονται τους φυσικούς πόρους της περιοχής, να ελέγχουν του κύριους διαύλους επικοινωνίας και να έχουν πρόσβαση στη θάλασσα. Η εύφορη πεδιάδα ευνοούσε την αγροτική παραγωγή, ενώ ο ποταμός Σάρνο τους πρόσφερε πόσιμο νερό.
Οι πρώτοι κάτοικοι κατάγονταν από τους Όσκους και μιλούσαν την οσκανική γλώσσα. Οι Όσκοι, όπως ονομάζονταν στις παλαιότερες πηγές, ήταν αυτόχθονες της Καμπανίας και ο πρώτος λαός που άφησε σημαντικά αρχαιολογικά ίχνη στην περιοχή. Από τους τάφους τους πληροφορούμαστε πως τα σημάδια της ύπαρξης τους ανάγονται στον 9ο π.Χ αιώνα.
Πρόσφατα η αρχαιολογική έρευνα ρίχνει φως στην προγενέστερη ιστορία της Πομπηίας. Παλαιότερα δεν ήταν γνωστά πολλά πράγματα και γίνονταν απλά υποθέσεις. Σήμερα έχουν ανακαλυφθεί τα πρώτα τείχη της πόλης μαζί με τα θεμέλια κατοικιών που χτίστηκαν τον 6ο π.Χ. αιώνα. Εκείνη την εποχή υπήρχε τουλάχιστον ένα τείχος που περιέβαλλε την πόλη και σχεδόν συνέπιπτε με την περιοχή την οποία είχε παλαιότερα καλύψει η ροή της λάβας.
Οι οχυρώσεις θεωρούνται πολύ σημαντικές, επειδή φανερώνουν την ανάγκη για άμυνα της πόλης από εξωτερικούς εχθρούς αλλά και ένα προηγμένο πολιτικό σύστημα εντός του οικισμού, αφού η κατασκευή ενός τείχους γύρω από την πόλη απαιτούσε επαρκή κοινωνική οργάνωση.
Η πολιτιστική εικόνα της περιοχής της Πομπηίας τον 6ο π.Χ. αιώνα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη με την παρουσία των Ετρούσκων. Η επέκταση τους από τη σημερινή Τοσκάνη προς Βορρά και νότο συνεχίστηκε στην Καμπανία, την περιοχή γύρω από την Πομπηία. Εκεί γνώρισαν τις τοπικές ιταλικές αποικίες αλλά και τους Έλληνες που κατοικούσαν στην Ίσκια και στην Κύμη. Χάρη στην επαφή τους με τους Έλληνες, μετά τον 8ο π.Χ. αιώνα οι Ετρούσκοι υιοθέτησαν σημαντικά τεχνικά και πολιτιστικά επιτεύγματα, όπως η γραφή, καθώς επίσης και ελληνικούς τρόπους και έθιμα, χρησιμοποιώντας αγγεία ελληνικού ρυθμού ή ελληνικής κατασκευής. Παρά το γεγονός ότι οι Ετρούσκοι ασπάστηκαν πολλές ελληνικές συνήθειες, οι δύο λαοί έγιναν πολιτικοί αντίπαλοι. Οι Έλληνες αμφισβήτησαν την εξουσία των Ετρούσκων στις παράκτιες περιοχές προκειμένου να αποκτήσουν τον έλεγχο των ντόπιων.
Η Πομπηία, που τότε βρισκόταν σε ετρουσκική κατοχή, ήταν χτισμένη ανάμεσα στη ετρουσκική πόλη Νώλα και στην ακτή όπου κυριαρχούσαν οι Έλληνες. Τα αρχαία τείχη της πόλης καταστράφηκαν βίαια, πιθανώς στη διάρκεια της στρατιωτικής εκστρατείας των Ελλήνων της Κύμης, που αντιτάχθηκαν στις ετρουσκικές προσπάθειες εκμετάλλευσης της στρατηγικής θέσης της Πομπηίας εναντίον τους.
Οι σχέσεις των δύο λαών επιδεινώθηκαν ακόμη περισσότερο κατά το δεύτερο μισό του 6ου π.Χ. αιώνα όταν οι Ετρούσκοι πολέμησαν στο πλευρό των Καρχηδονίων ενάντια στους Έλληνες στην ναυμαχία της Αλαλίας (540π..Χ.) σε μια προσπάθεια να κερδίσουν τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων της δυτικής Μεσογείου.
Το 524 π.Χ. οι Ετρούσκοι επιτέθηκαν στην Κύμη της Καμπανίας αλλά απέτυχαν να την καταλάβουν, μολονότι η κυριαρχία τους στην Πομπηία δεν κινδύνευε: η κατοχή της πόλης επιβεβαιώνεται από αναρίθμητες ετρουσκικές επιγραφές. Η παρουσία των Ετρούσκων στην Πομπηία και στις γειτονικές πόλεις διηύρυνε τις πολιτιστικές και εμπορικές συναλλαγές της πόλης. Μετά την ίδρυση των πρώτων ελληνικών αποικιών στην Καμπανία τον 8ο π.Χ. αιώνα η ελληνική επιρροή στην περιοχή αυξήθηκε θεαματικά, όπως αποδεικνύει η εξάπλωση των ελληνικών λατρειών και θρησκευτικών πεποιθήσεων. Χτίστηκαν ναοί αφιερωμένοι στους ελληνικούς θεούς, ακόμη και σε μέρη που δεν ελέγχονταν από Έλληνες.
Ο ναός του Απόλλωνα εξακολουθεί να στέκεται στην είσοδο της Δημοτικής Αγοράς. Μετά τον 6ο π..Χ αιώνα πολλά ιερά που αφιερώθηκαν στον Απόλλωνα σε άλλες ετρουσκικές πόλεις της Καμπανίας, όπως και στους Πύργους, αλλά και στην Ετρουρία. Ίσως κάποιες μικρές κοινότητες Ελλήνων εμπόρων, κατοίκων ετρουσκικών πόλεων, να αναζήτησαν προστασία κοντά στον Απόλλωνα επειδή αποτελούσαν μειονότητα. Τα κτίρια αναμφίβολα επιβεβαιώνουν τις πολιτιστικές ανταλλαγές και την έκταση της θρησκευτικής ανοχής ανάμεσα στους δύο λαούς, που επιδίωκαν να διατηρήσουν τα εμπορικά τους συμφέροντα στη Μεσόγειο και ιδιαίτερα στην Τυρρηνική θάλασσα.
Στα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα οι Σαμνίτες, πανίσχυροι πολεμιστές από την ορεινή ενδοχώρα της Καμπανίας της Μολίζε και του Αμπρούτσο, άφησαν τα οχυρά τους και μετακινήθηκαν προς τις ακτές, αναζητώντας πιο εύφορη γη. Η άφιξη τους πιθανώς συνέπεσε με τοπικές εξεγέρσεις και σηματοδότησε το τέλος της ετρουσκική κυριαρχίας στην Καμπανία. Επιπλέον οι Σαμνίτες απέκτησαν τον έλεγχο της Πομπηίας επειδή αναγνώρισαν την πλεονεκτική παράκτια θέση της στην εύφορη πεδιάδα κοντά στον ποταμό Σάρνο.
Τον 4ο π.Χ. αιώνα η πόλη διέθετε ανάμεικτο πληθυσμό από Σαμνίτες και ντόπιους κατοίκους και γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη. Ανεγέρθηκαν σημαντικά δημόσια κτίρια στο ιστορικό κέντρο και αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των ιδιωτικών κατοικιών. Χτίστηκε η Αγορά, που παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτη σε όλη τη ρωμαϊκή περίοδο.
Οι Σαμνίτες ασχολήθηκαν επίσης με το εμπόριο που ήδη βρισκόταν στα χέρια των Καρχηδονίων και των Ρωμαίων. Τα εμπορικά κέντρα σε όλη τη μεσογειακή ακτή αυξήθηκαν και άκμασαν. Η Ρώμη σύναψε μια σειρά εμπορικών συμφωνιών με τους Καρχηδόνιους για να μοιραστεί τα κέρδη του μεσογειακού εμπορίου, ενώ ταυτόχρονα ήλπιζε να διατηρήσει καλές σχέσεις με τη Συνομοσπονδία των Σαμνιτών, αφού τον 4ο π.Χ. αιώνα οι Σαμνίτες είχαν επεκταθεί και στις δύο ακτές εκατέρωθεν των Απεννίνων.
Το 354 π.Χ. υπογράφηκε η συνθήκη ανάμεσα σε Ρωμαίους και Σαμνίτες, με στόχο των καθορισμό των σφαιρών επιρροής τους και στη συνέχεια, το 348π.Χ. ακολούθησε η επανάληψη της προηγούμενης συμφωνίας ανάμεσα σε Ρώμη και Καρχηδόνα. Λίγα χρόνια όμως αργότερα η ρωμαϊκή σύγκλητος αποφάσισε να παρέμβει υπέρ του ιταλικού λαού της Καμπανίας, ενάντια στους Σαμνίτες. Ο Α’ Σαμνιτικός πόλεμος διήρκεσε από το 343 μέχρι το 341 π.Χ. και κατέληξε ισόπαλος. Οι Ρωμαίοι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο Λάτιο για να καταστείλουν μια εξέγερση κοντά στη πρωτεύουσα τους και εγκατέλειψαν τις στρατιωτικές τους φιλοδοξίες στην Καμπανία.
Αφού εδραίωσε ξανά την κυριαρχία της στις πόλεις του Λάτιου, η Ρώμη στράφηκε πάλι προς το νότο, επιτέθηκε στην Νεάπολη και διεξήγαγε τον Β’ Σαμνιτικό Πόλεμο μεταξύ 326 και 304 π.Χ. Η διαμάχη επεκτάθηκε μέχρι την Απουλία, όπου κέρδισε συμμάχους στις πόλεις Λούτσερα και Κανόζα, αλλά το 321 π.Χ. οι Ρωμαίοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν ταπεινωτικά στα Καυδιανά Δίκρανα.
Το 305 π.Χ. προέλασαν πάλι προς την Απουλία και τις σαμνιτικές επικράτειες, με στόχο την κατάληψη της σημαντικότερη πόλης τους, του Μποϊάνο. Οι Σαμνίτες υποχρεώθηκαν να συνάψουν ειρήνη. Αν και δεν έχασαν την ανεξαρτησία τους, δεν ήταν πλέον η ισχυρότερη δύναμη στην Καμπανία, στο Αμπρούτσο και στην Απουλία.
Ο Γ’ Σαμνιτικός Πόλεμος διεξήχθη μεταξύ 298π.Χ. και του 290π.Χ. από ένα συνασπισμό Σαμνιτών και άλλων λαών, στους οποίους περιλαμβάνονταν Ετρούσκοι, Γαλάτες, Σαβίνοι, Λουκανοί, Ούμβριοι και Πίκεντες. Το 295 π.Χ. στο Σεντίνο της Ουμβρίας οι Ρωμαίοι τελικά κέρδισαν μαι αποφασιστική αλλά πύρρεια νίκη. Η ειρήνη όμως με τους αδάμαστους Σαμνίτες εδραιώθηκε το 290π.Χ.
Από τα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα μέχρι τις αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα οι Σαμνίτες και άλλοι ιταλικοί λαοί, αφού ανέτρεψαν την ετρουσκική κυριαρχία, διατήρησαν τον έλεγχο σε ένα μεγάλο τμήμα της Καμπανίας, στο οποίο περιλαμβανόταν η στρατηγική θέση της Πομπηίας.
Τελικά οι επίμονες προσπάθειες του ρωμαϊκού στρατού συνέτριψαν την σαμνιτική δύναμη στην περιοχή. Η Πομπηία κατέληξε υπό ρωμαϊκή κυριαρχία και έγινε «εταίρος» της Ρώμης γεγονός που επέτρεψε στην πόλη ένα σχετικό βαθμό αυτονομίας, πριν μετατραπεί σε δήμο τον 1ο π.Χ. αιώνα και στους πολίτες τη δυνατότητα να απολαμβάνουν ίδια δικαιώματα με τους Ρωμαίους πολίτες.
Με πληροφορίες από: nationalgeographic