Η λέξη «Ινδικτιών» προέρχεται από το λατινικό «indictio», που σημαίνει «ορισμός» και συνδέθηκε αρχικά με το φορολογικό σύστημα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η χρήση του συστήματος άρχισε επί αυτοκράτορα Διοκλιτιανού, αλλά με διάρκεια της Ινδίκτου 5 έτη. Για πρώτη φορά Ινδικτιών με διάρκεια 15 ετών αρχίζει το 312μ.Χ. Εκκλησιαστικά έγινε δεκτή με αρχή την 24η Σεπτεμβρίου. Είναι λοιπόν η Ινδικτιών περίοδος 15 ετών, χρησιμοποιούμενη για τη χρονολόγηση εγγράφων ή και γεγονότων.

Μετά τη συμπλήρωση αυτού του χρονικού διαστήματος άρχιζε νέα Ινδικτιών και προσδιοριζόταν το έτος αναφοράς (πρώτο, δεύτερο, κάτι ανάλογο με το σύστημα των Ολυμπιάδων). Η συνήθης Ινδικτιών ονομάζεται βυζαντινή ή και ελληνική και αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου (πρωτοχρονιά των Βυζαντινών και αρχή του εκκλησιαστικού έτους). Το σύστημα αυτό επικράτησε σε όλο τον χριστιανικό κόσμο κατά τη βυζαντινή περίοδο, αλλά συνεχίστηκε και στα μεταβυζαντινά ελληνικά κείμενα (πατριαρχικά-εθνογραφικά).
Η χρονολόγηση από τη Γέννηση του Ιησού Χριστού αρχίζει τον 6ομ.Χ. αιώνα. Το νέο σύστημα ήταν έμπνευση του Διονύσιου του Μικρού ή Βραχέως, Σκύθη μοναχού, κανονολόγου και χρονολόγου. Περί το 500 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη και ασχολήθηκε με χρονολογικά ζητήματα (πασχάλιοι πίνακες).
Ο Διονύσιος υπολόγισε το Πάσχα βάσει της χρονολόγησης από τη Γέννηση του Χριστού και όχι «από κτήσεως Ρώμης», όπως γινόταν στη Δύση ή από του Αβραάμ ή της 1ης Ολυμπιάδας. Η νέα αυτή χρονολόγηση διαδόθηκε με βραδύτητα στη Δύση, ο πρώτος ιστορικός που την χρησιμοποίησε σταθερά ήταν ο Βέδας ο Αιδέσιμος τον 8ο αιώνα. Από τότε επιβλήθηκε σε όλον τον χριστιανικό κόσμο, αλλά και τον μη χριστιανικό.
Ο Διονύσιος όμως διέπραξε ένα σημαντικό λάθος. Ως έτος Γέννησης του Χριστού δέχτηκε το 754 από κτίσεως Ρώμης, ενώ είναι γνωστό ότι ο Ηρώδης πέθανε το 750/1, λίγο μετά τη σφαγή των νηπίων. Ο Χριστός κατά τη σφαγή των νηπίων ήταν 2 ετών. Άρα πρέπει να γεννήθηκε το 748/9 από κτίσεως Ρώμης. Άρα η σημερινή χρονολογία υπολείπεται κατά 5ή 6 έτη.