Η Ικαρία είναι επίμηκες νησί, ορεινό και δασώδες. Το όρος Αθέρας, με υψηλότερες κορυφές την Φάρδη, την Ερυφή και τη Μέλισσα, απλώνεται σε όλο το νησί. Στις απόκρημνες πλαγιές του σχηματίζονται οι όρμοι Άγιος Νικόλαος, Άγιος Κήρυκος, Θέρμα, Φάρος, Εύδηλος, Αρμενιστής. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο Άγιος Κήρυκος. Εξαρτημένα από την Ικαρία διοικητικά είναι τα νησιά Φούρνοι, Θύμαινα και Άγιος Μηνάς. Βρίσκονται ανάμεσα στην Ικαρία, τη Σάμο και την Πάτμο. Οι μετακινήσεις στη Θύμαινα γίνονται με τα πόδια. Η Ικαρία έχει και άλλα ονόματα: Μάκρη ή Δολίχη, γιατί είναι μακρόστενη και Ιχθυόεσσα γιατί έχει πολλά ψάρια.
Η Ικαρία είναι γνωστή για τα ραδιούχα νερά της. Αρχαιότητες υπάρχουν στον Κάμπο. Φημισμένα είναι τα μοναστήρια Μουντέ και Θεοκτίστης. Το εκκλησάκι της Αγίας Λεσβίας είναι χτισμένο μέσα στο βράχο. Στην Καταπακτή, κάτω από το Ιερό Βήμα της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου στο Καταφύγι κρύβονταν οι άνθρωποι τον καιρό των πειρατικών επιδρομών.
Η αρχαία Ικαρία
Γύρω στο 800π.Χ δέχτηκε τους πρώτους Ίωνες αποίκους από τη Μίλητο. Πέρασε στη κατοχή της Σάμου, και έπειτα και τα δύο νησιά υποτάχθηκαν στους Πέρσες. Μετά τη ναυμαχία στη γειτονική Μυκάλη, τα δύο νησιά ελευθερώθηκαν και οι τέσσερις πόλεις της Ικαρίας μπήκαν στην Αθηναϊκή Συμμαχία: η Οινόη και οι Θέρμες πλήρωναν συμμαχικό φόρο και είχαν μία ψήφο, ενώ το Δράκανο και το Ταυροπόλιο ήταν σύμμαχοι χωρίς ψήφο.
Έμειναν πιστοί στους Αθηναίους έως το 404π.Χ., οπότε οι νικητές του Πελοποννησιακού πολέμου, Σπαρτιάτες τοποθέτησαν δικούς τους διοικητές. Οι άνθρωποι των Σπαρτιατών εκδιώχθηκαν δέκα χρόνια αργότερα και οι κάτοικοι του νησιού συνέπηξαν συμπολιτεία: το Κοινόν των Ικαριακών Πόλεων με το όνομα «Ικαρία». Το νησί γνώρισε περίοδο ειρήνης και ακμής.
Στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., διέπρεψε ο γλύπτης Τιμοκλής, ο οποίος πήγε στην Αίγυπτο με την εταίρα φίλη του Τιμόεσσα. Η Τιμόεσσα κατέπληξε τους Αλεξανδρινούς σοφούς με το μυαλό και κυρίως με την ομορφιά της και ο Τιμοκλής εργαζόταν στα ανάγλυφα του Σεράπιου της Αλεξάνδρειας. Σέραπις ήταν το όνομα ενός βαβυλωνιακού θεού, δημοφιλούς ανά τον τότε γνωστό κόσμο.
Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε κάποια στιγμή αποφασίσει να τον ανακηρύξει υπέρτατο θεό του απέραντου κράτους του, αλλά δεν πρόλαβε. Όταν ο στρατηγός Πτολεμαίος πήρε την Αίγυπτο ως μερίδιο του στη διανομή των εδαφών, έχτισε στην Αλεξάνδρεια, μεγάλο ναό αυτού του θεού, το Σεράπιο. Εκεί δούλευε ο Τιμοκλής. Κι από εκεί, η λατρεία του Σέραπι πέρασε και στην ελλαδική επικράτεια.
Ενώ, όμως, ο Τιμοκλής και η Τιμόεσσα περνούσαν καλά στην Αλεξάνδρεια, οι συμπατριώτες τους στην Ικαρία υπέφεραν, καθώς το νησί βρέθηκε στη δίνη των πολέμων που είχαν ανοίξει μεταξύ τους οι διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τα πράγματα ησύχασαν όταν την Ικαρία κατέλαβε ο Πτολεμαίος.
Στη συνέχεια κατελήφθη από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή και από τον Αντίοχο. Στα 190π.Χ. πέρασε στο βασίλειο της Περγάμου. Στα 133, ο Άτταλος την άφησε με διαθήκη του στη Ρώμη. Στα 138μ.Χ. αυτοκράτορας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έγινε ο Αντωνίνος ο Ευσεβής, άνθρωπος που απεχθανόταν τον πόλεμο και δεν ενδιαφερόταν σε ποιον θεό θα πίστευαν οι υπήκοοι του.
Η Ικαρία ησύχασε και ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε στο νησί. Από τον 5ο αιώνα μ.Χ. ήταν έδρα επισκοπής, αν και οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες έστεκαν εκεί τους ανεπιθύμητους επιφανείς που ήθελαν να εξορίσουν.
Η λαοκρατία της Ικαρίας
Οι περιπέτειες της Ικαρίας ξεκίνησαν το 1191μ.Χ., ταυτόχρονα με τη διοικητική παράλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Β’ Άγγελος, με χρυσόβουλο, τη χάρισε στον Βενετό Σικάρντο Βεγιασιάνο για να την έχουν αυτός και ου απόγονοι του φέουδο ως βαρόνοι Ιππότες του Αγίου Γεωργίου. Ο Βενετός εκμεταλλεύτηκε άγρια το νησί επί 46 ολόκληρα χρόνια, ως το θάνατό του, το 1237. Την άγρια εκμετάλλευση συνέχισε ο γιος του που έφερε το βαρύγδουπο όνομα Ιούλιος Καίσαρ. Στα 1247, ξεσηκώθηκαν οι νησιώτες και τον έδιωξαν. Στην Ικαρία, σήκωσαν τη σημαία του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη.
Στα 1283, κατέφθασαν οι Γενοβέζοι. Αποβιβάστηκαν στο νησί, έδωσαν σκληρή μάχη με τους ντόπιους στο κάστρο Κοσκινά, νίκησαν, κατέλαβαν το νησί και το το οργάνωσαν σ επιχειρηματική βάση. Ήταν μια «μαόνα», εταιρεία που κυρίευε ελληνικά νησιά και αναλάμβανε τη διοικητική και οικονομική εξουσία με κύριο, και όχι μόνο, σκοπό το κέρδος. Μετά τα ογδόντα χρόνια εντατικής εκμετάλλευσης πούλησαν την Ικαρία στον συμπατριώτη τους Φραγκίσκο Αράτζιο (1362), ο οποίος ήταν κόμης. Το φέουδο κληρονομήθηκε κατά σειρά στους Ραφαήλ Α’ Φραγκίσκο Β’, Βαρνάβα και Ραφαήλ Β’.
Το 1481, στις θάλασσες κυριαρχούσαν οι πειρατές. Ο Αράτζιο έφυγε. Οι νησιώτες έμειναν μόνοι, χωρίς δυνάστη και αυτοδιοικούμενοι. Στα 1567 δήλωσαν υποταγή στον σουλτάνο Σελίμ Β’. Τους όρισε το ύψος του φόρου που έπρεπε να πληρώσουν και τους άφησε να συνεχίσουν αυτόνομοι και αυτοδιοικούμενοι.
Χρειάζονταν όμως έναν «ρυθμιστή του πολιτεύματος» και ζήτησαν από την Υψηλή Πύλη να τους στείλει έναν αγά να ρυθμίζει τις σχέσεις με τους προκρίτους. Η Ικαρία είχε τότε 55 χωριά. Εξελίχθηκαν σε δύο δήμους, της Μεσαριάς και της Πέρα Μεριάς. Από τον 18ο αιώνα δημιουργήθηκε και το Φανάρι. Κάθε δήμος διοικούνταν από έναν πρόεδρο με βοηθούς δημογέροντες. Οι τρεις πρόεδροι απάρτιζαν το «Μέγα Συμβούλιο», που είχε τον τελευταίο λόγο σε ό,τι γινόταν στο νησί. Το καθεστώς αυτής της ιδιότυπης λαοκρατίας υπήρχε ως το 1821, που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση. Οι νησιώτες πέρασαν τον αγά στη απέναντι ακτή του Τσεσμέ και μετά ύψωσαν την επαναστατική σημαία. Και μια και Τούρκος δεν υπήρχε, συνέχισαν αυτοδιοικούμενοι όπως και πρώτα αλλά επαναστατημένοι.
Το 1828 έφτασαν οι πρώτοι δημόσιοι υπάλληλοι του ελληνικού κράτους. Στα 1830, έφυγαν καθώς η Ικαρία κυρώθηκε στην Τουρκία με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Οι κάτοικοι συνέχισαν όπως παλιά, αλλά «στο όνομα του Ελληνικού κράτους». Στα 1832, ξαναγύρισαν στο «Μέγα Συμβούλιο» των τριών δημάρχων και, σε συνεννόηση με τους Δωδεκανήσιους, προσπάθησαν να αποκτήσουν διοίκηση όμοια με της γειτονικής Σάμου.
Στα 1835, ένα φιρμάνι τους πληροφορούσε ότι στο εξής αποτελούσαν μέρος της «επαρχίας Τετρανήσου» (μαζί με Κάλυμνο, Λέρο και Πάτμο). Ουσιαστικά, συνέχισαν όπως παλιά και μόλις στα 1869 ξαναείδαν δημοσίους υπαλλήλους, Τούρκους αυτή τη φορά. Στα 1912, ξεσηκώθηκαν, πέταξαν τον Τούρκο Αγά στον γκρεμό, κήρυξαν την αυτονομία του νησιού και έστειλαν αντιπροσωπεία στον υποναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη να διαθέσει ένα πλοίο να τους κυριεύσει. Στις 4 Νοεμβρίου 1912 η Ικαρία απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό.