Χάρη στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο η Ιερουσαλήμ έγινε πρωτεύουσα του χριστιανικού κόσμου. Ένα από τα πρώτα έργα του αυτοκράτορα που άλλαξαν τη φυσιογνωμία της πόλης, ήταν η εκκλησία του Πανάγιου Τάφου, που οικοδομήθηκε στο σημείο που προγενέστερα υπήρχε ο ναός της Αφροδίτης, ο οποίος και διατάχθηκε να καταστραφεί.
Το συγκρότημα αποτελούνταν από τρεις πυρήνες, ο καθένας συνδεδεμένος με ένα ιερό σημείο: η Βασιλική που υψωνόταν στο σημείο της σταύρωσης, το αίθριο με τις στήλες, που οικοδομήθηκε γύρω από το βράχο του Τόπου του Μαρτυρίου, και τέλος μια ροτόντα, που θεωρείται το σημείο όπου έλαβε χώρα η Ανάσταση. Η εκκλησία του Παναγίου Τάφου, σύνηθες θύμα των γεγονότων στην Ιερουσαλήμ κατά την πάροδο των αιώνων, καταστράφηκε και ανεγέρθηκε ξανά πολλές φορές, ωστόσο ο αρχικός της σχεδιασμός αναγνωρίζεται ακόμη και σήμερα παρά τις πολυάριθμες προσθήκες που ακολούθησαν.
Παράλληλα άρχισαν να συρρέουν στην Ιερουσαλήμ οι πρώτοι προσκυνητές, που πραγματοποιούσαν, αυτόν τον μακρύ ταξίδι για να επισκεφθούν τον Πανάγιο Τάφο, όπου είχε ταφεί ο Ιησούς: στο 333π.Χ. ανέρχεται η πρώτη καταγραφή προσκυνήματος που πραγματοποίησε άγνωστος ακουιτανός από το Μπορντό προς την Ιερουσαλήμ μέσω του Μιλάνου, της Παννονίας, της Δακίας, της Θράκης, της Κωνσταντινούπολης, της Χαλκηδόνας, της Νικομήδειας, της Τύρου και της Πτολεμαΐδας.
Κατά το τέλος του 4ου μ.Χ. αιώνα, με τη δημιουργία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η «Γη του Ισραήλ», ήταν πλέον μία χώρα σε μεγάλο μέρος χριστιανική. Στους ιερούς τόπους της Ιερουσαλήμ, της Βηθλεέμ και της Γαλιλαίας, κατασκευάστηκαν εκκλησίες και μοναστήρια, ενώ στους Εβραίους αφαιρέθηκε η αυτονομία και αποκλείστηκαν από τις δημόσιες θέσεις. Την ίδια περίοδο ιδρύθηκε το πρώτο μοναστήρι στη Βηθλεέμ και πολυάριθμες εκκλησίες και ξενώνες για τους προσκυνητές.
Ανάμεσα στο τέλος του 4ου και την αρχή του 5ου αιώνα ανεγέρθηκε η εμβληματική Βασιλική της Αγίας Σιών και λίγο μετά η αυτοκράτειρα Ευδοκία, σύζυγος του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου, ζήτησε να κατασκευαστούν, εκτός από εκκλησίες και νοσοκομεία, τα νότια τείχη της πόλης, ώστε το όρος Σιών να ενωθεί με το ύψωμα του Πύργου του Δαυίδ. Η Ευδοκία είναι υπεύθυνη και για την ανοικοδόμηση της εκκλησίας του Αγίου Στεφάνου και της Εκκλησίας του Σιλωάμ, στην οποία εγκανίασε και την ομώνυμη κολυμβήθρα, που αναφέρεται συχνά στην Βίβλο.
Το να ζει κανείς στην Ιερουσαλήμ έγινε σχεδόν μόδα στους Βυζαντινούς ευγενείς, αλλά η αυτοκράτειρα φρόντισε να δοθεί στους Εβραίους και πάλι πρόσβαση στην πόλη, οι οποίοι μέχρι εκείνη την εποχή ήταν εξόριστοι από την Ιερουσαλήμ. Τον 6ο αιώνα η Ιερουσαλήμ, έφτασε στο απόγειο της ανάπτυξής της, κυρίως κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, που κατασκεύασε τη νέα Εκκλησία, που ανήκε σε ένα συγκρότημα κτιρίων που περιλάμβανε ένα μοναστήρι, έναν ξενώνα, ένα νοσοκομείο και μία βιβλιοθήκη.
Η έντονη ανάπτυξη της Ιερουσαλήμ τη συγκεκριμένη περίοδο μαρτυρείται επιπλέον από τον τεράστιο αριθμό προσκυνητών που την επισκέπτονταν και για τους οποίους γίνεται αναφορά στα χρονικά της εποχής. Ανάμεσα στις μαρτυρίες του χριστιανικού πολιτισμού που είναι παρούσες σε όλη την επικράτεια της Παλαιστίνης, ξεχωρίζει ένα δάπεδο με ψηφιδωτό που ανακαλύφθηκε στα τέλη του 1800 ανάμεσα στα ερείπια ενός κτιρίου που ανάγεται στα μέσα του 4ου μ.Χ. αιώνα στην Επτάπηγο, στις όχθες της θάλασσας της Γαλιλαίας, όπου θεωρείται πως συνέβη το επεισόδιο του πολλαπλασιασμού των άρτων και ιχθύων, όπως μας αφηγούνται τα ευαγγέλια και συμβολίζεται με τα δύο ψάρια και το καλάθι με το ψωμί.
Με πληροφορίες από: nationalgeographic