Η Ελλάδα έφθασε στο κατώφλι των κλασικών χρόνων με μια σχετικά κατασταλαγμένη ολυμπιακή θεολογία, με πλήθος τοπικών λατρειών, από τις οποίες οι περισσότερες είχαν σχετισθεί με ολυμπιακές θεότητες και με πολλές μυστικές ή εκστατικές τάσεις, που ελεύθερα εξαπλώνονταν ως θρησκευτικές αιρέσεις και δέχονταν τους κόλπους τους άτομα που ενδιαφέρονταν για περισσότερη και θερμότερη θρησκευτική ζωή.
Το ιερό των Δελφών, το σεβαστότερο θρησκευτικό κέντρο του τόπου, έτρεφε μεγαλύτερη συμπάθεια για τις ολυμπιακές θεότητες, εμπλουτισμένες με όσο το δυνατόν περισσότερο ηθικό περιεχόμενο. Δεν εκτιμούσε την υπερτροφική τόνωση της θρησκευτικής ορμής, η οποία δύσκολα συμπιέζεται στα πλαίσια της κοινωνικής ζωής και συνηθέστερα την διαταράσσει.
Κατά την δελφική νοοτροπία, όποιος πιστεύει στους θεούς του τόπου, εκτελεί τακτικά τις καθιερωμένες ιεροπραξίες και δεν παραβαίνει τους κανόνες της ηθικής και της δικαιοσύνης είναι αρεστός άνθρωπος στον θεό. Την αρχή αυτή δεν έχανε ευκαιρία το μαντείο να τη διακηρύσσει και μετά τα αρχαϊκά χρόνια. Ωστόσο, δεν πολέμησε τις μυστικές και εκστατικές τάσεις, γιατί αποτελούσαν εκδηλώσεις αφθονότερης θρησκευτικότητας.
Ο δελφικός Απόλλων μοιράστηκε το ιερό του με τον Διόνυσο, τον αντιπρόσωπο των οργιαστικότερων τελετών. Και αυτό, γιατί οι εκστατικές λατρείες είναι πλησιέστερα στη φύση της αυθόρμητης θρησκευτικότητας: η θρησκευτικότητα είναι ορμή, που βρίσκεται έξω από τη σφαίρα της ηθικής, όπως και της τέχνης. Όταν είναι αυθόρμητη εκδηλώνεται ως άγρια ορμή όπως των βάκχων, ή μαινάδων, οι οποίες στο αποκορύφωμα μιας παράκρουσης κατακρεούργησαν χάριν του ωμοφαγίου όχι μόνο το ζώο που τύχαινε να βρεθεί μπροστά τους, αλλά και τα δικά τους παιδιά.
Αντίθετα όταν η θρησκευτική ορμή δεν αφήνεται αμιγής, αλλά εμπλουτίζεται με στοιχεία από την ηθική και την τέχνη, τότε γίνεται εκδήλωση ευγενέστερη και χρήσιμη στην κοινωνική ζωή. Χάνει τότε σε ένταση, αλλά αποκτά κοινωνικό χαρακτήρα. Έτσι η μόνη μορφή θρησκευτικότητας, η κατάλληλη για τις ανώτερες βαθμίδες την κοινωνικής ζωής είναι εκείνη που παρουσιάζεται ανάμεικτη με ηθικά και καλαισθητικά στοιχεία.
Η διεύρυνηση του ηθικού περιεχομένου της θρησκείας έγινε στην Ελλάδα με τον ίδιο ρυθμό, με τον οποίο συλλαμβάνονταν ή μία μετά την άλλη οι ηθικές αρχές. Τα καλαισθητικά όμως στοιχεία αναμείχθηκαν με τη θρησκεία γοργότερα, και έτσι στα κλασικά χρόνια, η ποίηση και οι εικαστικές τέχνες παραφόρτωσαν την θρησκεία με καλαισθητικό περιεχόμενο.
Στην Ελλάδα δεν δημιουργήθηκε ποτέ επίσημο ιερατείο με δικαίωμα όχι μόνο να ρυθμίζει τα πράγματα της θρησκείας, αλλά και να επεμβαίνει στην πολιτική και κοινωνική ζωή, δίνοντας σε αυτή θεοκρατικό χαρακτήρα. Στις ελληνικές πόλεις τις συνήθεις ιεροπραξίες για τους θεούς εκτελούσαν πολίτες που εκλέγονταν ως ιερείς. Δεν ήταν «σκεύη εκλογής του θεού», αλλά ευυπόληπτα μέλη της κοινωνίας που ασκούσαν ερασιτεχνικά τα ιερατικά καθήκοντα. Οι μάντεις και οι εξηγητές χρησμών και θεϊκών σημείων ήταν φυσικό να έχουν πιο αυθεντική γνώση για θρησκευτικά ζητήματα παρά οι ιερείς.
Πεπειραμένα ιερατεία είχαν διαμορφωθεί μόνο στα μεγάλα ιερά, ιδίως των Δελφών. Το δελφικό αναγνωριζόταν ως ο αυθεντικότερος ρυθμιστής των θρησκευτικών ζητημάτων και όλες οι πόλεις το συμβουλεύονταν για την εισδοχή ξένων λατρειών και για τη θέσπιση ή τροποποίηση τελετουργικών κανόνων. Τόσο το δελφικό ιερό όσο και οι πόλεις αντιμετώπιζαν με ανεκτικότητα την εισαγωγή ξένων λατρειών. Η μισαλλοδοξία άλλωστε δεν έχει θέση σε θρησκείες που τιμούν πολλούς θεούς. Έτσι το δελφικό ιερό όχι μόνο δεν εμπόδισε, αλλά και διευκόλυνε την εισαγωγή της λατρείας της φρυγικής θεάς Κυβέλης ή μεγάλης Μητέρας και της καρικής Εκάτης.
Εξίσου σημαντική είναι η συμβολή του δελφικού ιερού στην εξύψωση της στάθμης της ηθικής και της δικαιοσύνης στην αρχαϊκή Ελλάδα. Οι εγκληματικές πράξεις υποβάλλονταν σε καθαρμούς. Έτσι όσοι είχαν παρεκτραπεί και δέχθηκαν τον καθαρμό ένιωθαν τον εαυτό τους υποχρεωμένο να αρχίσουν μια ηθικότερη ζωή.
Οι μεγάλες νομοθεσίες που έγιναν στα αρχαϊκά χρόνια ήταν γενικά έργο δύσκολο, γιατί υποχρέωναν την ισχυρή τάξη των ευγενών να παραιτηθεί από προνόμια υπέρ των αδικημένων που εξεγείρονταν. Φυσικό ήταν να προκαλέσουν ισχυρές αντιδράσεις, οι οποίες τις περισσότερες φορές, καταπραΰνονταν γιατί ο δελφικός θεός καθαγίαζε τις νομοθεσίες. Όποιος αντιδρούσε έπρεπε να σκεφθεί ότι θα επέσυρε εναντίον την αγανάκτηση του θεού.
«Βουλή των θεών»
Οι περισσότεροι κάτοικοι των πόλεων και της υπαίθρου επιθυμούσαν στα αρχαϊκά χρόνια μια θεάρεστη θρησκευτική ζωή, θεμελιωμένη στη «βουλή των θεών». Μη θέλοντας να δυσαρετήσουν τους θεούς προσπαθούσαν να εξιχνιάσουν τη θέλησή τους ακόμα και στα παραμικρά προβλήματα της καθημερινής ζωής. Κάθε παραβίαση της θεϊκής βουλής έπρεπε να ακολουθείται από ενέργειες για την εξιλέωση των θεών.
Προσευχές, πολυειδείς προσφορές και κυρίως τελετουργικοί καθαρμοί ήταν τα μέσα, με τα οποία ικανοποιούσαν τους θεούςγια να μπορούν οι άνθρωποι να ξαναρχίσουν τη θεάρεση ζωή. Οι συνηθέστερες προσφορές, με τις οποίες μπορούσαν να εξασφαλίσουν την εύνοια των θεών κάθε μέρα ήταν μικρές «χοές» από κρασί, λάδι, γάλα ή μέλι ή το κάψιμο θυμιάματος στους μικρούς σπιτικούς βωμούς. Σε παρόδια ιερά ή σε ερμαϊκές στήλες που συναντούσαν έξω από την πόλη, προσέφεραν «πελάνους», «πέμματα» ή πλακούντια (ζυμωμένα με αλεύρι, λάδι και μέλι). Κατά την συγκομιδή των καρπών προσφέρονταν οι «απαρχές». Αραιότερες ήταν οι αιματηρές θυσίες μικρών και μεγάλων ζώων.
Περισσότερο επικτακτική όμως ήταν η ανάγκη των καθαρμών. Οι άνθρωποι μολύνονταν όχι μόνο από μεγάλα παραπτώματα, όπως είναι ο φόνος (εκούσιος ή ακούσιος), αλλά και από την απλή συμμετοχή στην κοινωνική ζωή και την προθυμία να επωμίζονται τα βάρη της: όσοι παραστέκονταν στον θάνατο ενός ανθρώπου, όσοι αναλάμβαναν να τον νεκροστολίσουν ή να μεταφέρουν το πτώμα στον τάφο ή να το κάψουν στην πυρά ένιωθαν τον εαυτό τους μολυσμένο. Το ίδιο και όσοι παραστέκονταν στην γέννηση ενός ανθρώπου ή περιποιούνταν τη λεχώνα. Όλοι αυτοί μόνο έπειτα από θρησκευτικό καθαρμό μπορούσαν να επανέλθουν στην κανονική ζωή της κοινότητας.
Για μεγάλου βαθμού μιάσματα υπήρχαν ιεροπραξίες πολύπλοκες που μόνο μάντεις ή πεπειραμένα στους καθαρμούς μέλη επαγγελματικών ιερατείων ή και εξέχουσες θρησκευτικές προσωπικότητες μπορούσαν να επιτελέσουν. Αν και τα ιερατεία αυτά ή οι μάντεις και οι προφήτες δεν κατόρθωσαν ποτέ να ασκήσουν τυρρανική πίεση στη θρησκευτική ή κοινωνική ζωή του τόπου, όμως η ανάγκη των καθαρμών, η επιθυμία των πόλεων και των ατόμων να ζουν θεάρεστα και ο εξίσου ζωηρός πόθος να μαθαίνουν τι τους επιφυλάσσει το κοντινό ή απώτερο μέλλον έκανε απαραίτητο στα αρχαϊκά χρόνια ένα πλήθος μαντείων και πλάι σε αυτά ένα μεγαλύτερο πλήθος ανεξάρτητων προφητών, «εξηγητών» των θεϊκών σημείων και των ονείρων, μάντεων, οιωνοσκόπων και χρησμολόγων.
Αυτοί ανήγαγαν σε πολύπλοκη επστήμη τη μελέτη των «σημείων», με τα οποία εκδηλωνόταν η θεϊκή θέληση, ώστε ο απλός πολίτης να μπορούσε να τα ερμηνευσει με ασφάλεια. Η επιστήμη των οιωνοσκόπων άρχιζε από τα ουράνια φαινόμενα, όπως οι αστραπές και οι βροντές, και κορυφωνόταν στη λεπτομερή παρατήρηση ενός κατ’ εξοχήν οιωνού, δηλαδή συγκεκριμένου πουλιού, του πετάγματος και των κρωγμών του.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους