Η τραγωδία της «Αντιγόνης» είναι το τρίτο κατά σειρά μέρος της τριλογίας του «Θηβαϊκού Κύκλου» του Σοφοκλή. Τα άλλα δύο είναι «Οιδίππους Τύραννος» και «Οιδίπους επί Κολωνώ». Η Αντιγόνη, πιστή στους άγραφους νόμους και στην ηθική της, θα παρακούσει τις εντολές και θα παραβεί το νόμο του βασιλιά της Θήβας, Κρέοντα, και θα θάψει το νεκρό αδελφό της, μολονότι γνωρίζει ότι αυτήν την «παρανομία» θα την πληρώσει με την ίδια της τη ζωή.
Η τραγωδία της «Αντιγόνης» (απόσπασμα)
Αντιγόνη: Ισμήνη, αγαπημένη μου αδελφούλα, ξέρεις καμιά κληροδοσιά του Οιδίποδα, που ο Δίας να μην την φύλαξε για μας, τις μόνες που απομείναμε; Κληροδοσιά βαριά; Γιατί όσο βλέπω, τουλάχιστον εγώ κανένας πόνος, καμιά κατάρα και κανένα κρίμα, καμιά ντροπή δεν έχει λείψει απ΄ τα δεινά που τυραννούν κι σε και μένα. Και τώρα, τι είναι τούτο πάλι το στερνό που ο άρχοντας μας πρόσταξε σ΄ όλη την πόλη; Άκουσες τίποτα; Ή δεν ξέρεις τι μηχανεύτηκαν για τους φίλους οι εχθροί;
Ισμήνη: Εγώ Αντιγόνη τίποτα δεν άκουσα μήτε καλό μήτε κακό για τους φίλους, αφότου μέσα σε μια μέρα, οι δυο μας τους δυο αδελφούς μας στερηθήκαμε, αφανισμένους ο ένας από το χέρι του άλλου, κι αφού πια των Αργείων ο στρατός εσκόρπισε τη νύχτα ετούτη, δε γνωρίζω πιότερο δυστυχισμένη είμαι ή καλομοίρα.
Αντιγόνη: Το φανταζόμουν, και γι΄ αυτό σε ξέβγαλα έξω απ΄ τις πύλες, να τ΄ ακούσεις μόνη.
Ισμήνη: Μα τι συμβαίνει; Κάτι σε ταράζει, πες το.
Αντιγόνη: Και πως να μην ταράζομαι όταν ο Κρέων, τιμώντας με ταφή τον έναν από τους αδελφούς μας, άταφον ατιμάζει τον άλλον; Τον Ετεοκλή, όπως λένε, σύμφωνα με όσα ο νόμος ορίζει και με δίκαιη κρίση στη γη παρέδωσε, τιμημένος να σμίξει τις μακάριες σκιές του Κάτω Κόσμου. Όμως του Πολυνείκη το άθλιο σώμα, στους πολίτες διαλάλησε, κανείς να μην το κρύψει στη γη, να μην το κλάψει. Άταφο, αθρήνητο να μείνει, για τα όρνια τα λιμασμένα, τροφή χορταστική. Τέτοια ο καλός ο Κρέοντας διαλάλησε για σένα και για μένα -ναι, λέω και για μένα-. Και όπως ακούστηκε, όπου να ΄ναι θα ΄ρθει να το βροντοφωνάξει, εδώ, για όσους δεν το ΄μάθαν. Κι είναι το πράγμα σοβαρό. Αν κανένας την προσταγή αψηφήσει, η τιμωρία θα είναι θάνατος με λιθοβολισμό. Αυτά λοιπόν είναι τα νέα μας. Τώρα θα δείξεις αν την ευγενική γενιά σου θα τιμήσεις ή θα ντροπιάσεις.
………………………………………………………………………………..
Κρέων: Πώς τόλμησες, λοιπόν, το νόμο να πατήσεις;
Αντιγόνη: Ο Δίας δεν ήταν που με πρόσταξε, μα ούτε η Δίκη, η συγκάτοικη των θεών του Κάτω Κόσμου, όρισε στους ανθρώπους τέτοιους νόμους. Ούτε φαντάστηκα, πως τα κηρύγματα σου έχουν τόση δύναμη, ώστε τους άγραφους των θεών κι απαρασάλευτους νόμους, θνητός εσύ, να μπορείς να αψηφάς. Γιατί ΄ναι νόμοι αιώνιοι, ούτε του σήμερα, ούτε χτες, υπάρχουν από πάντα και κανείς δεν ξέρει πότε πρωτοφάνηκαν, λοιπόν, εγώ, σκοπό δεν το ΄χα, δειλιασμένη από θνητών προσταγές, να δώσω λόγο στη θεία δικαιοσύνη. Ότι θα πεθάνω το ΄ξερα, ήταν βέβαιο, και δίχως το δικό σου πρόσταγμα. Κι αν πριν της ώρας μου πεθάνω, κέρδος το λογαριάζω, γιατί εκείνος που ζει μέσα σε τόσες συμφορές, καθώς εγώ, πώς να μη λέει το θάνατό του κέρδος; Έτσι, λοιπόν, αν θα ΄χω τέτοια τύχη, διόλου δε νοιάζομαι. Θα με πονούσε, ωστόσο, αν θ΄ ανεχόμουν άθαφτος να μείνει εκείνος που γεννήθηκε απ΄ την ίδια μάνα με μένα. Άκουσες, τώρα, τι με πονεί και τι όχι, κι αν σου φαίνομαι αστόχαστη για εκείνο που έχω πράξει, ίσως ο αστόχαστος για αστόχαστη με παίρνει.
Σοφοκλέους Αντιγόνη