Ο Σαλλούστιος έγραψε ένα λίβελλο κατά του Κικέρωνα και δύο παραινετικές-συμβουλευτικές επιστολές ή λόγους προς τον Καίσαρα. Τα έργα όμως που τον έκαναν γνωστό και ένδοξο είναι τα ιστορικά του. Ένα από αυτά είναι: Συνωμοσία του Κατιλίνα ή Κατιλιναϊκός Πόλεμος (42-41 π.Χ.)

Η συνωμοσία του Κατιλίνα
Προοίμιο
Όλοι οι άνθρωποι, οι οποίοι επιδιώκουν να είναι υπέρτεροι από τα άλλα έμβια όντα, πρέπει να προσπαθούν με όλη τους τη δύναμη να μην περάσουν τη ζωή τους στη σιωπή όπως τα βοσκήματα, τα οποία η φύση έπλασε στραμμένα προς τα κάτω και υπάκουα στην κοιλιά (τους). Αντιθέτως όλη η δική μας δύναμη έγκειται στο πνεύμα και το σώμα: του πνεύματος χρησιμοποιούμε την ηγεμονία, του σώματος μάλλον τη δουλική υπηρεσία, το ένα από τα δύο είναι σε μας κοινό με τους θεούς, το άλλο με τα θηρία. Γι’ αυτό μου φαίνεται σωστότερο να επιδιώκουμε τη δόξα με τις δυνάμεις του πνεύματος παρά με τις σωματικές και, επειδή η ίδια η ζωή, την οποία απολαμβάνουμε, είναι σύντομη, να δημιουργήσουμε όσο το δυνατόν μακροχρόνια ανάμνηση για μας. Διότι η δόξα του πλούτου και της ομορφιάς είναι ρευστή και εύθραυστη, η αρετή θεωρείται ένδοξη και αιώνια.
Αλλά επί μακρόν διάστημα υπήρξε μεγάλη διαμάχη μεταξύ των θνητών αν τα στρατιωτικά πράγματα προχωρούν περισσότερο με τη δύναμη του σώματος ή με την αρετή του πνεύματος. Διότι και πριν να αρχίσεις χρειάζεται σκέψη και όταν θα έχεις σκεφθεί (και αποφασίσει), (απαιτείται) έγκαιρη εκτέλεση. Έτσι, επειδή το καθένα από τα δύο είναι ελλιπές από μόνο του, το ένα χρειάζεται τη βοήθεια του άλλου.
Γι’ αυτό λοιπόν αρχικά οι βασιλείς – διότι αυτό ήταν το πρώτο όνομα της εξουσίας στις χώρες – ακολουθώντας αντίθετους δρόμους μερικοί το πνεύμα, άλλοι το σώμα εξασκούσαν: τότε η ζωή των ανθρώπων περνούσε ακόμη χωρίς πλεονεξία, ο καθένας ήταν αρκετά ευχαριστημένος με τα δικά του. Αφ’ ότου όμως στην Ασία ο Κύρος, στην Ελλάδα οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι άρχισαν να υποτάσσουν πόλεις και έθνη, να επιθυμούν την επιθυμία της κυριαρχίας αιτία πολέμου, να νομίζουν ότι η μέγιστη δόξα έγκειται στη μέγιστη εξουσία, τότε τέλος διαπιστώθηκε (μέσα) στον κίνδυνο και τις επιχειρήσεις ότι στον πόλεμο το πνεύμα έχει μέγιστη ισχύ. Εάν δε η δύναμη του πνεύματος των βασιλέων και των ηγεμόνων είχε την ίδια ισχύ στην ειρήνη όπως στον πόλεμο, τότε α ανθρώπινα πράγματα θα ήταν ομαλότερα και και σταθερότερα και ούτε θα έβλεπες το ένα να φέρεται προς τα εδώ και το άλλο προς τα εκεί ούτε να μεταβάλλονται και να αναμειγνύονται τα πάντα. Διότι η εξουσία διατηρείται εύκολα με εκείνα τα μέσα, με τα οποία αρχικά γεννήθηκε. Μόλις όμως εισβάλλουν αντί της επίπονης εργασίας η αργία, αντί της σωφροσύνης και δικαιοσύνης η ηδονή και η αλαζονεία, η τύχη μεταβάλλεται μαζί με τα ήθη. Έτσι η ηγεμονία περνάει πάντοτε από τον λιγότερο καλό στον εκάστοτε άριστο. Όσα δημιουργούν οι άνθρωποι στη γεωργία, τη ναυτιλία, την αρχιτεκτονική, όλα πειθαρχούν στη δύναμη του πνεύματος.
Αλλά πολλοί θνητοί παραδομένοι στην κοιλιά (τους) και στον ύπνο περνούν συνήθως τη ζωή τους αμαθείς και απαίδευτοι σαν ταξιδιώτες (σε ξένη χώρα), γ’ αυτούς δηλαδή αντίθετα προς τη φύση το μεν σώμα υπάρχει για την ηδονή, η δε ψυχή για βάρος. Αυτών εγώ τη ζωή και τον θάνατο το ίδιο εκτιμώ, επειδή για καθένα από τα δύο επικρατεί σιγή. Διότι πράγματι εμένα μου φαίνεται ότι αυτός μόνο ζει και απολαμβάνει τους καρπούς της ψυχής του, οποίος αφοσιωμένος σε κάποιο έργο επιζητεί τη φήμη μιας εξαίρετης πράξης ή μιας καλής τέχνης.
Αλλά μέσα στη μεγάλη αφθονία των πραγμάτων η φύση δείχνει διαφορετικό δρόμο στον καθένα. Είναι ωραίο να ευεργετεί κανείς (με τις πράξεις του) την πολιτεία, αλλά και το να την εγκωμιάζει με λόγους δεν είναι ανάρμοστο, είτε στην ειρήνη είτε στον πόλεμο είναι δυνατόν να γίνει κανείς ένδοξος, και πολλοί επαινούνται και όσοι έδρασαν και όσοι συνέγραψαν τα πεπραγμένα άλλων. Και σε μένα βεβαίως, μολονότι καθόλου ίση δόξα δεν ακολουθεί τον συγγραφέα και τον ήρωα των πράξεων, όμως μου φαίνεται πάρα πολύ δύσκολο να γράψει κανείς ιστορία: πρώτον, διότι τα έργα πρέπει να εξισωθούν με τα λόγια, έπειτα, διότι οι περισσότεροι, όσα τυχόν (ως) ελαττώματα ήθελες ψέξει, νομίζουν ότι ειπώθηκαν από κακεντρέχεια και φθόνο, όταν (δε) κάνεις λόγο για μεγάλη αρετή και δόξα γενναίων ανθρώπων, όσα καθένας νομίζει εύκολα ως προς την εκτέλεση τους (και) από τον ίδιο, τα δέχεται με ατάραχο πνεύμα, πάνω από αυτά τα θεωρεί εσφαλμένα σαν αν είναι πλαστά.
Αλλά (και) εγώ ως νέος αρχικά οδηγήθηκα όπως οι περισσότεροι με ζήλο προς την πολιτική και εκεί πολλά υπήρξαν αντίθετα σε μένα. Διότι αντί για την ντροπή, αντί για την αυτοσυγκράτηση, αντί για την αρετή, ανθούσαν η θρασύτητα, η δωροδοκία, η πλεονεξία. Αυτά μολονότι η ψυχή μου τα περιφρονούσε, ασυνήθιστη στους κακούς τρόπους, πάρα ταύτα η αδύναμη (νεανική μου) ηλικία διεφθαρμένη από τη φιλοδοξία εκρατείτο ( (αιχμάλωτη) ανάμεσα στα τόσο μεγάλα ελαττώματα, και εμένα, αν και διαφωνούσα προς τις κακές συνήθειες των υπολοίπων, η επιθυμία της εξουσίας εξ ίσου έβλαπτε με την ίδια με τους άλλους δυσφήμιση και φθόνο.
Μόλις λοιπόν το πνεύμα μου ηρέμησε από τις πολλές αθλιότητες και τους κινδύνους και έκρινα ότι πρέπει να περάσω τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μου μακρυά από την πολιτική, δεν υπήρξε πρόθεση (μου) να σπαταλήσω την ωραία ησυχία (μου) με την αμεριμνησία και την αδράνεια ούτε όμως και να περνώ τον καιρό μου με την καλλιέργεια του αγρού ή το κυνήγι, αλλά αφού επέστρεψα στο ίδιο εγχείρημα και τη σπουδή, απ’ την οποία η κακή φιλοδοξία με είχε κρατήσει μακρυά, αποφάσισα να συγγράψω πεπραγμένα του ρωμαϊκού λαού κατ’ επιλογήν, όπως δηλαδή καθένα (από αυτά) μου εφαίνοντο άξια μνήμης, τόσο περισσότερο, όσο το πνεύμα μου ήταν ελεύθερο από ελπίδα, φόβο, πολιτικά κόμματα.
Γι’ αυτό λοιπόν για τη συνωμοσία του Κατιλίνα, όσο αληθέστερα μπορέσω, θα εξιστορήσω δι’ ολίγων, διότι αυτό το γεγονός εγώ το θεωρώ αξιομνημόνευτο μεταξύ των πρώτων λόγω του πρωτοφανούς του εγκλήματος και του κινδύνου…..