Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913)

Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου είναι εκείνη η συνθήκη ειρήνης που υπογράφτηκε στις 10 Αυγούστου 1913 μεταξύ Βουλγαρίας, από τη μια μεριά, και της Ελλάδας, της Ρουμανίας, του Μαυροβουνίου και της Σερβίας από την άλλη.

Τα εδάφη της Ελλάδας μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου
Η Ελλάδα μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου

Όροι της Συνθήκης του Βουκουρεστίου

Το άρθρο 4 πρόβλεπε την χάραξη της οροθετικής γραμμής μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας από των νέων βουλγαροσερβικών συνόρων επί της κορυφογραμμής του όρους Μπέλες ως τις εκβολές του ποταμού Νέστου στο Αιγαίο. Τα βόρεια σύνορα διέρχονταν ανάμεσα από το Μοναστήρι και τη Φλώρινα και κατέληγαν στη Δοϊράνη. Η δυτική Θράκη επιδικαζόταν οριστικά στη Βουλγαρία, ενώ η Τουρκία ανακτούσε το ανατολικό τμήμα της, εξασφαλίζοντας τη διατήρηση της Αίνου, του Διδυμοτείχου και της Αδριανουπόλεως. Τα τελευταία άρθρα καθόριζαν τους όρους για την εκκένωση του βουλγαρικού εδάφους από τα ξένα στρατεύματα και την αμοιβαία απόδοση των αιχμαλώτων.

Δύο μέρες αργότερα, με πρωτοβουλία του Ελευθερίου Βενιζέλου συνομολογήθηκε τετραμερές μυστικό πρωτόκολλο που εγγυόταν την αμοιβαία διπλωματική και στρατιωτική υποστήριξη μεταξύ Ελλάδας, Σερβίας, Ρουμανίας και Μαυροβουνίου σε περίπτωση μη επικυρώσεως της συνθήκης από τη Βουλγαρία. Στο πλαίσιο των διμερών διακυβερνητικών επαφών Ελλάδας και Ρουμανίας είχε προβλεφθεί, στις 5 Αυγούστου, με ανταλλαγή επιστολών από τους πρωθυπουργούς των δύο χωρών, η σύσταση επισκοπής και η παροχή αυτονομίας στις σχολές και τις εκκλησίες των Κουτσοβλάχων στα νεοπροσκτηθέντα ελληνικά εδάφη. Η παραχώρηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη όχι μόνο από την εξασφάλιση της συμπαραστάσεως του Βουκουρεστίου στη διεκδίκηση της Καβάλας, αλλά και για την εξισορρόπηση ανάλογης παραχωρήσεως της Βουλγαρίας, στο περιθώριο της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου.

Η συνθήκη του Βουκουρεστίου για την Ελλάδα

Η συνθήκη του Βουκουρεστίου, χωρίς να εκφράζει την ολοκληρωτική δικαίωση, αποτέλεσε γενναίο βήμα στην πορεία για την εκπλήρωση των εθνικών προσδοκιών. Στη σύνθεση των νέων παραγόντων, αντικειμενικών και υποκειμενικών, που έτειναν να δώσουν νέα μορφή και υπόσταση στη διεθνή παρουσία της Ελλάδας, δεσπόζει η σημαντική διεύρυνση, ο ουσιαστικός διπλασιασμός, της ελληνικής εδαφικής επικράτειας. Η εδαφική έκταση του ελληνικού κράτους από τα 63.211 έφτασε στα 120.308 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Η εντυπωσιακή αυτή μεγέθυνση, πέρα από την ποσοτική της αποτίμηση, θα όφειλε να συναρτηθεί με την επισήμανση των ειδικότερων πλεονεκτημάτων που συνεπαγόταν η προσάρτηση επαρχιών με αυξημένη γεωπολιτική σημασία, όπως η Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου. Παρά την έλλειψη στερεάς σπονδυλικής στήλης, η νέα Ελλάδα ενίσχυε σημαντικά την παράκτια διάσταση της. Η επέκταση ως τον ποταμό Νέστο κάλυπτε, με επίκεντρο τον καίριο στρατηγικό κόμβο της Θεσσαλονίκης, το μέγιστο μέρος των νοτίων παραλίων της Βαλκανικής Χερσονήσου, προκεχωρημένου τμήματος της ευρωπαϊκής ηπείρου προς την κατεύθυνση της Ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής. Η κυριαρχική παρουσία στη νευραλγική ζώνη του Αιγαίου ενίσχυε τη σημασία του ελληνικού χώρου για τον έλεγχο των θαλάσσιων διαβάσεων και για την στρατηγική στήριξη στο ευαίσθητο τρίγωνο Δαρδανελλίων-Γιβραλτάρ-Σουέζ.

Η διεύρυνση της ελληνικής επικράτειας συνοδευόταν, από την αντίστοιχη αύξηση του πληθυσμιακού δυναμικού της, από 2.631.912 σε 4.718.221 κατοίκους. Το φαινόμενο αυτό, πέρα από την ευεργετική επίδραση στον τομέα κάθε παραγωγικής διαδικασίας, συνέβαλλε αποφασιστικά στην επαύξηση της ισχύος της χώρας και στη ριζική βελτίωση βελτίωση της διεθνούς θέσης της. Η υπερκέραση, σε σημαντικό βαθμό, των εγγενών αδυναμιών που είχαν ως τότε περιστείλει την αποδοτικότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, υπογραμμιζόταν από την προσάρτηση εδαφών πρόσφορων να συντελέσουν στη ριζική αναβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας. Η επέκταση προς την κατεύθυνση της Ηπείρου, των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης, ιδιαίτερα όμως της Μακεδονίας, συντελούσε στην εξασφάλιση αξιόλογων πλουτοπαραγωγικών πηγών που προορίζονταν να ανεβάσουν αισθητά τον ποιοτικό και ποσοτικό δείκτη της αγροτικής παραγωγής, να ενισχύσουν τις προϋποθέσεις για την εκβιομηχάνιση και, γενικότερα, να συντελέσουν καθοριστικά στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Η μερική, τουλάχιστον, απαλλαγή από τη χρόνια παραγωγική καχεξία που απέρρεε από τη στενότητα και την πενία του ελλαδικού χώρου επέτρεπε την αποτελεσματικότερη αναζήτηση τρόπων και μεθόδων ικανών να συμβάλλουν στην περισσότερο ισόρροπη σχέση της Ελλάδας με τα ισχυρότερα μέλη της διεθνούς κοινότητας.

Σε αναζήτηση των παραγόντων που επέδρασαν καθοριστικά στη βελτίωση της διεθνούς θέσης της Ελλάδας, θα ήταν δυνατό, πέρα από τα αντικειμενικά στοιχεία, να γένει μνεία και ορισμένων υποκειμενικών, περισσότερο, παραγόντων. Προς την κατεύθυνση αυτή, θα ήταν αναγκαίο να υπογραμμιστεί ότι η ευόδωση της πολεμικής προσπάθειας και η πρόσκτηση εδαφών σε έκταση που άγγιζε, αν δεν ξεπερνούσε, τις άμεσες προσδοκίες της υπεύθυνης ηγεσίας της χώρας, είχε εύλογα δημιουργήσει κλίμα γενικής ευφορίας και αισιοδοξίας στους κόλπους της εθνικής οικογένειας. Το αίσθημα αυτό δεν αποτελούσε την απόρροια στιγμιαίων ή ανεδαφικών συναισθηματικών παρορμήσεων. Αντίθετα, είχε ως αφετηρία συγκεκριμένα επιτεύγματα που εξασφαλίστηκαν με αιματηρούς αγώνες. Η πίστη στις δυνάμεις του έθνους και του λαού διασταυρώνονταν με την έξαρση της ανάγκης για διαφύλαξη της εθνικής ομοψυχίας, η οποία και είχε αποφασιστικά συμβάλει στη θετική έκβαση της μεγάλης προσπάθειας. Πέρα όμως από το διάχυτο αυτό αίσθημα, θα ήταν δυνατό να επισημανθούν στο χώρο της νέας Ελλάδας και άλλες ποιοτικές μεταβολές. Το ελεύθερο τμήμα του έθνους εμπλουτιζόταν με τη δυναμική παρουσία πληθυσμιακών ομάδων που εισέφεραν τα βιώματα, τις εμπειρίες και τις παραδόσεις της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Η επαναθεώρηση και η γονιμοποίηση των σταθερών προσανατολισμών και των καθιερωμένων αξιών άνοιγε νέους ορίζοντες και πρόσθετε νέες παραμέτρους στην πολιτική και πνευματική ζωή του έθνους.

Πηγή: Η ελληνική εξωτερική πολιτική 1900-1945, Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας

8 Σχόλια

  1. […] Τον Οκτώβριο του 1912 η Θεσσαλονίκη απελευθερώνεται από τον νικηφόρο Ελληνικό στρατό. Ο Τούρκος διοικητής θα υπογράψει το πρωτόκολλο παράδοσης και η πόλη θα περάσει στην ελληνική επικράτεια χωρίς να γίνει μάχη. Η συνθήκη η οποία επισφράγισε επίσημα ότι η Θεσσαλονίκη προσαρτάται πλέον στο ελληνικό κράτος, υπεγράφη στο Βουκουρέστι το 1913. […]

  2. […] Το 1911 προβιβάστηκε σε υποστράτηγο κατ’ απόλυτον εκλογήν. Τον Αύγουστο του 1912 τοποθετήθηκε αρχηγός της Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού (Γενικού Επιτελείου Στρατού) και από την κήρυξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου, αρχηγός του Επιτελείου του Στρατού της Θεσσαλίας-Μακεδονίας. Από τη θέση του επιτελάρχη του Γενικού Στρατηγείου Θεσσαλίας διηύθυνε τη σχεδίαση των επιχειρήσεων, παρακολούθησε τη νικηφόρα πορεία του στρατού και εισήλθε μαζί με τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο στη Θεσσαλονίκη. Μετά τη λήξη της εκστρατείας στο μακεδονικό χώρο, χρησιμοποιήθηκε ως τεχνικός σύμβουλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στις συζητήσεις του Λονδίνου (Νοέμβριος 1912-Ιανουάριος 1913). […]

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *