Η συνθήκη της 6ης Ιουλίου 1827

Η συνθήκη της 6ης Ιουλίου 1827 δεν ήταν μια συνθήκη μεσολάβησης, όπως οι ίδιες οι Δυνάμεις διακήρυξαν, αλλά μια καθαρή παρέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η συνθήκη δημοσιεύτηκε στις 12 Ιουλίου στους Times του Λονδίνου και όταν μαθεύτηκε στην Ελλάδα προκάλεσε μεγάλη χαρά, που εκδηλώθηκε με κωδωνοκρουσίες και πανηγυρισμούς.

Η συνθήκη της 6ης Ιουλίου 1827
Ο Γεώργιος Κάνινγκ

Στις 19 Ιανουαρίου η Γαλλία υπέβαλε στην κρίση της Αγγλίας ένα σχέδιο συνθήκης, το οποίο όμως δεν προέβλεπε τα μέσα ενδεχόμενου εξαναγκασμού της Τουρκίας. Ενώ το σχέδιο εξεταζόταν ακόμη, ο Λίβερπουλ παραιτήθηκε και το ζήτημα της Ελλάδας και της συνθήκης παραμελήθηκε για τρεις μήνες, ως τον σχηματισμό κυβέρνησης από τον Κάνινγκ. Ως τότε η αντίδραση του Ουέλλιγκτον είχε αναγκάσει τον Κάνινγκ να διαπραγματεύεται με τη Γαλλία μυστικά. Τώρα όμως ο λόρδος Ντάνλεϋ ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών και ο Ουέλλιγκτον παραιτήθηκε από την κυβέρνηση και από τη στρατιωτική του θητεία, αφήνοντας τον δρόμο ανοιχτό για τον νέο πρωθυπουργό.

Έπειτα από μακρές διαπραγματεύσεις η Γαλλία και η Ρωσία αποδέχτηκαν ένα τροποποιημένο σχέδιο της Αγγλίας, που υπογράφτηκε στο Λονδίνο στις 6 Ιουλίου 1827 και η συμφωνία αυτή αποτέλεσε τη Συνθήκη της 6ης Ιουλίου 1827.

Η πρωτοβουλία των τριών δυνάμεων να υπογράψουν τη συνθήκη του Λονδίνου θεμελιωνόταν στο προοίμιο της πάνω στην ανάγκη προστασίας του εμπορίου, στην αίτηση προστασίας που είχαν κάνει οι Έλληνες στην Αγγλία και τη Γαλλία και σε γενικότερους ανθρωπιστικούς λόγους. Οι όροι της συνθήκης αποτελούσαν ουσιαστικά επανάληψη των όρων του πρωτοκόλλου της Πετρούπολης. Οι Δυνάμεις θα απαιτούσαν από τους Τούρκους και από τους Έλληνες να κάνουν ανακωχή. Αν γινόταν δεκτό οι Δυνάμεις και ο αντιμαχόμενοι θα άρχιζαν αμέσως διαπραγματεύσεις στην Κωνσταντινούπολη. Η Ελλάδα θα παρέμενε φόρου υποτελής στον σουλτάνο, αλλά θα κέρδιζε την αυτονομία της. Τα σύνορα της Ελλάδας θα γίνονταν αντικείμενο διαπραγματεύσεων των συμμάχων όχι μόνο με την Τουρκία, αλλά «με τις αντιμαχόμενες παρατάξεις».

Το σημαντικότερο μέρος της συνθήκης ήταν το μυστικό «συμπληρωματικό» άρθρο που καθόριζε τα μέσα εξαναγκασμού των μερών, ιδίως της Τουρκίας, για τη συμμόρφωση με τους όρους της. Αν σε ένα μήνα οι αντιμαχόμενες πλευρές δεν αποδέχονταν την ανακωχή, οι Δυνάμεις ήταν αποφασισμένες να την επιβάλλουν, με οδηγίες που θα έστελναν στους ναυάρχους των στόλων τους, που ήδη βρίσκονταν στην περιοχή της Μεσογείου.

Στις οδηγίες που στάλθηκαν στον Κόδριγκτον, Άγγλο ναύαρχο, καθορίζονταν και οι ακτές που θα έπρεπε να αποκλεισθούν ειρηνικά: από τον Παγασητικό ανατολικά μέχρι την εκβολή του Ασπροπόταμου δυτικά, τα νησιά Εύβοια, Σαλαμίνα, Αίγινα, Ύδρα, Πόρος, Σπέτσες, αλλά και τα άλλα γειτονικά νησιά, εκτός από τη Σάμο, τη Ρόδο και την Κρήτη (σχεδόν τα όρια του μελλοντικού ανεξάρτητου ελληνικού κράτους). Οι οδηγίες κατέληγαν: «όσο για τα τουρκικά και τα αιγυπτιακά πλοία που είναι τώρα στο λιμάνι του Ναβαρίνου και της Μεθώνης και που θα επιμείνουν να παραμείνουν εκεί, θα πρέπει να αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο μιας επίθεσης», φράση που προμήνυε την ναυμαχία του Ναβαρίνου.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών

5 Σχόλια

  1. […] Στις τελευταίες συνεδριάσεις εγκρίθηκαν άλλα δύο ψηφίσματα υπ’ αριθ. Θ’ και Ι’-ΙΓ’. Το Θ’ από έγγραφη πρόταση του Κολοκοτρώνη ψηφίστηκε αμοιβή για τον Κυβερνήτη 180.000 φοινίκων, τα οποία ο Καποδίστριας αρνήθηκε. Το Ι’ απαγόρευε την εξαγωγή αρχαιοτήτων από τη χώρα, το ΙΑ’ θέσπιζε μέτρα για την εξασφάλιση πόρων με σκοπό τη βελτίωση του κλήρου, του ορφανοτροφείου και της παιδείας, το ΙΒ’ κανόνιζε τον τρόπο εκδικάσεως των ποινικών διαφορών των Ελλήνων, που ανέκυψαν κατά τα χρόνια της Επανάστασης. Τέλος, το ΙΓ’ ψήφισμα όριζε ότι η παρούσα Συνέλευση θα συνεδριάσει όταν θα χρειαζόταν να επικυρωθούν από τους πληρεξουσίους συμφωνίες του Κυβερνήτη με τις Δυνάμεις σχετικά με την εφαρμογή των όρων της Συνθήκης του Λονδίνου της 6ης Ιουλίου 1827. […]

  2. […] Τη μεταβολή αυτή υπαγόρευαν, κατά την εκτίμηση του Καποδίστρια και άλλοι σοβαρότεροι λόγοι: Η μεγάλη αντίδραση που γνώριζε ότι θα συναντούσε από ισχυρές, κοινωνικές και οικονομικές ομάδες, ιδίως από τους γαιοκτήμονες της Πελοποννήσου και από τους πλούσιους γαιοκτήμονες της Ύδρας, όταν τα μέτρα υπέρ της χώρας και του λαού θα έθιγαν κατ’ ανάγκην τα οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα τους. Προπάντων η ανάγκη να εμφανισθεί προς το εξωτερικό το ελληνικό πολίτευμα συντηρητικότερο, εφόσον το Ελληνικό ζήτημα βρισκόταν ακόμη υπό διαπραγμάτευση μεταξύ των τριών ευρωπαϊκών Δυνάμεων, που είχαν υπογράψει τη συνθήκη της 6ης Ιουλίου 1827. […]

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *