Η Σικελία σε βυζαντινό ρυθμό (6ος-11ος αιώνας)

Η Σικελία είναι το μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου. Τη βυζαντινή κυριαρχία πάνω στη Σικελία οριοθετούν οι Βελισάριος και Γεώργιος Μανιάκης. Ο Βελισάριος κατέκτησε τη Σικελία από τους Οστρογότθους το 535 στο όνομα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α‘ ενώ ο δεύτερος ηγήθηκε της τελευταίας επιτυχούς αναμέτρησης με τους Άραβες στο ίδιο νησί το 1038-1040.

Η Σικελία σε βυζαντινό ρυθμό (6ος-11ος αιώνας)
Ο Βυζαντινός στρατηγός Γεώργιος Μανιάκης

Η Σικελία πριν το Βυζάντιο

Η ελληνική παρουσία στο νησί ξεπερνά τα 500 χρόνια της βυζαντινής κυριαρχίας. Οι πρώτες αποικίες που ιδρύθηκαν στις ανατολικές ακτές της, απέναντι από τα μητροπολιτικά ελληνικά εδάφη είναι η Νάξος/ Ταορμίνα, οι Συρακούσες, οι Λεοντίνοι και η Ζάγκλη (Μεσσήνη). Καθώς οι άποικοι εξαπλώνονταν προς τα δυτικά συνάντησαν αντίσταση από τους Φοίνικες της Καρχηδόνας. Έτσι ξεκίνησε ένας μακροχρόνιος αγώνας για την κυριαρχία της Σικελίας, στον οποίο επικρατούσε πότε η μία πότε η άλλη πλευρά. Νικητής της αναμέτρησης, ωστόσο, στέφθηκε μια τρίτη δύναμη: το ρωμαϊκό κράτος. Το 241π.Χ. οι Καρχηδόνιοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις κτήσεις τους στη Σικελία προς χάριν της Ρώμης, ενώ το 212 η τελευταία ελληνική πόλη-κράτος, οι Συρακούσες, έχασε την ανεξαρτησία της.

Οι νέοι κύριοι του νησιού δεν επενέβησαν στις δομές του. Η Σικελία κατέληξε μια παραγκωνισμένη αγροτική οικονομία. εν μέσω του «mare nostrum», όπου συνυπήρχαν τα λατινικά της κρατικής διοίκησης με την ελληνική γλώσσα και κουλτούρα. Η ισορροπία αυτή διαταράχθηκε από δύο παράγοντες. Η άνθηση του Χριστιανισμού που έφτασε στη Σικελία από τη λατινόγλωσση Ρώμη αντιμετώπισε εχθρικά την κλασική ελληνική ειδωλολατρική παράδοση.

Από την άλλη παρατηρείται αυξανόμενη εμπορική και οικονομική σημασία του νησιού: όταν οι Βάνδαλοι θα αποκόψουν την παροχή σιτηρών από τη Βόρεια Αφρική προ τη Ρώμη, το ρόλο αυτό θα αναλάβει η Σικελία, η οποία έτσι αποκτά ισχυρούς δεσμούς με την έδρα του δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας. Τα τεράστια κτήματα στα οποία καλλιεργούνταν τα σιτηρά ανήκαν σε οικογένειες που εδώ και αρκετές γενιές καθόριζαν τις πολιτικές τύχες στη σύγκλητο της Ρώμης. Αρκετοί ευσεβείς μεγαλοκτηματίες δώρισαν τέτοιες μεγάλες έγγειες ιδιοκτησίες στην εκκλησία με αποτέλεσμα η παπική εκκλησία της Ρώμης να εξελιχθεί σε ένα από τους μεγαλύτερους ιδιοκτήτες γης στη Σικελία.

Το 491 οι Οατρογότθοι υπό την ηγεσία του Θεοδώριχου κατέκτησαν με μεγάλη ευκολία το νησί, αφού φρόντισαν να υποσχεθούν στην άρχουσα τάξη εσωτερική αυτονομία, πράγμα το οποίο και σεβάστηκαν. Αργότερα όμως η γοτθική πολιτική θα κάνει το λάθος να απομακρύνει από τη από τις κρατικές υποθέσεις τόσο τις συγκλητικές οικογένειες όσο και την εκκλησία της Ρώμης. Οι δύο αυτοί παράγοντες έστρεψαν τη συμπάθεια τους σταδιακά ολοένα και περισσότερο προς τη Νέα Ρώμη στο Βόσπορο.

Η βυζαντινή Σικελία

Τα βυζαντινά στρατεύματα την κατέκτησαν «ουδενί πόνω», όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός Προκόπιος. Στο εικοσαετή πόλεμο που ακολούθησε η Σικελία αποτέλεσε τα ασφαλή μετόπισθεν αυτής της αναμέτρησης προμηθεύοντας πολεμοφόδια. στον εν τέλει νικηφόρο στρατό του Ιουστινιανού. Οι εκστρατείες εναντίον των Γότθων στόχευαν στη «renovatio imperiii Romani», δηλαδή της ανασύσταση της αυτοκρατορίας των Ρωμαίων.

Αποτελεί ειρωνεία της τύχης ότι η ανανέωση μιας αυτοκρατορίας λατινικού πνεύματος στη Σικελία δυνάμωσε την παρουσία της ελληνικής γλώσσας στο νησί, η οποία τα προηγούμενα χρόνια φυτοζωούσε. Δύο γενιές μετά την εποχή του Ιουστινιανού οι κτήσεις του είχαν πλέον χαθεί, εν τούτοις η Σικελία παρέμεινε υπό βυζαντινή κυριαρχία και αποτελούσε τμήμα μιας αυτοκρατορίας στη οποία κυριαρχούσε η ελληνική γλώσσα.

Παράλληλα με την απειλή των Λογγοβάρδων στην Ιταλία το Βυζάντιο έχει να αντιμετωπίσει και άλλες εξωτερικές απειλές. Η Σικελία, όμως, παρέμεινε ως τα τέλη του έβδομου αιώνα αμέτοχη τέτοιων απειλών.. Είναι βέβαια ευνόητο, πως αριθμός προσφύγων προσπάθησε να καταφύγει σε ένα τέτοιο ασφαλές έδαφος. Την τελευταία αυτή πληροφορία αντλούμε αποσπασματικά μέσα από τις πηγές. Πληροφορούμαστε ότι ένα τμήμα των κατοίκων της Λακεδαίμονος, όταν ένιωσαν την απειλή των Σλάβων κατέπλευσαν στη Σικελία και ίδρυσαν εκεί την πόλη Λέμεννα. Ακόμη και ένας αυτοκράτορας κατέφυγε εκεί. Ο Κώνστας Β’ παρέμεινε στις Συρακούσες από 663 ως το 668, έτος της δολοφονίας του. Η παραμονή του εκεί θεωρείται αποφασιστικό γεγονός στη νέα φάση εξελληνισμού του νησιού.

Δείγματα του υλικού βίου του απλού λαού στο νησί δείχνουν ότι η Σικελία έχει φτάσει περί το 700 ήδη στο σημείο να αποτελεί μια κανονική ως προς τις δομές και τον τρόπο ζωής επαρχία, έτσι ώστε η ένταξη της στο σύστημα των θεμάτων να είναι δυνατή αρκετά νωρίς. Αυτό έγινε λίγο μετά τη δημιουργία του θέματος Ελλάδος αλλά αρκετά πριν από το θέμα Πελοποννήσου, που συγκροτήθηκε μετά το 783.

Η στρατιωτική δύναμη του νησιού αυξήθηκε με άνδρες που κατείχαν μικρά τμήματα γης, απαραίτητη κίνηση λόγω της γειτνίασης με τους Άραβες. Τον όγδοο αιώνα για την προστασία του νησιού και από ληστρικές επιδρομές χτίστηκαν κάστρα για τα οποία δαπανήθηκαν μεγάλα χρηματικά ποσά.

Την ίδια εποχή οι Βυζαντινοί απομάκρυναν τη Σικελία από την παπική επιρροή. Δεν ήταν απλά μια θρησκευτική πολιτική των εικονομάχων αυτοκρατόρων, αλλά ουσιαστικά ήταν και μια οικονομική πολιτική. Με την δικαιοδοσία του πατριάρχη πάνω στη Σικελία, το Βυζάντιο αποκτούσε ταυτόχρονα και την κυριότητα πάνω στην εκτεταμένη έγγειο ιδιοκτησία της ρωμαϊκής εκκλησίας. Στα μέσα του όγδοου αιώνα η Σικελία αποτελεί έδαφος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε λες τις εκφάνσεις.

Οι Βυζαντινοί χάνουν τη Σικελία

Τον 9ο αιώνα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρξε το θέατρο του εμφυλίου πολέμου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β’ και του αποστάτη Θωμά. Οι πρώτες επιτυχίες των στασιαστών επέφεραν αντιδικίες στην ηγεσία τους και ο Ελπίδιος ζήτησε τη συνδρομή των Αράβων οι οποίοι αποβιβάστηκαν στη Δυτική Σικελία. Ο αποδυναμωμένος βυζαντινός στόλος που βρισκόταν στην Κρήτη λόγω απόβασης των Αράβων εκεί το 824 δε κατάφερε να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια. Αρχικά το εκτεταμένο δίκτυο αμυντικών έργων της Σικελίας αρχικά συγκράτησε το πρώτο κύμα επιθέσεων. Ωστόσο, ήταν αδύνατη η εκτέλεση μιας ικανής αντεπίθεσης, χωρίς ενισχύσεις από την κεντρική διοίκηση. Οι Άραβες κατέκτησαν το δυτικό τμήμα του νησιού με κέντρο το Παλέρμο ως το 840 και ως το 860 κατόρθωσνα να υποτάξουν σημαντικές πόλεις της Σικελίας. Το 878 άρχισε η αραβική επέλαση στις Συρακούσες. Στις περιοχές Καλαβρία και Απουλία η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ανέκτησε τις δυνάμεις και εδραίωσε την εξουσία της για τα επόμενα διακόσια χρόνια.

Τελευταίες προσπάθειες για την ανακατάληψη ολόκληρης της Σικελίας είναι αυτές του Νικηφόρου Φωκά και του Γεωργίου Μανιάκη. Ο πρώτος, σε αντίθεση με την Κρήτη, στην Σικελία ηττήθηκε κατά κράτος. Ο δεύτερος σημείωσε κάποιες επιτυχίες οι οποίες, όμως, οφείλονταν και στους Νορμανδούς που πολεμούσαν στο πλευρό των Βυζαντινών. Το εγχείρημα απέτυχε από πλευράς των Βυζαντινών λόγω εσωτερικών διαφορών το 1040. Από το 1061 αρχίζει μια νέα εποχή για τη Σικελία χάρη στην αποτελεσματικότητα και την ευφυή ισορροπία δυνάμεων των Νορμανδών κατακτητών.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *