Σπάρτη, η πόλη των «ίσων». Έτσι παρουσιάζεται αιώνες τώρα η ελληνική πόλη που προκάλεσε ταυτόχρονα το μεγαλύτερο ενθουσιασμό σε ορισμένους και τις περισσότερες επιφυλάξεις σε άλλους. Απέδιδαν δε αυτήν την ισότητα στο άξιο έργου του Λυκούργου, ο οποίος, με σκοπό να αποσοβήσει μια σοβαρή κρίση που απειλούσε την ενότητα της πόλης, μοίρασε το έδαφος της Λακωνίας σε ίσους κλήρους και επέβαλε στους Σπαρτιάτες μια εκπαίδευση και έναν τρόπο ζωής που ενίσχυαν αυτήν την ισότητα.
Ωστόσο, από την αρχαιότητα υπήρχαν ερωτήματα για την ιστορική αλήθεια σχετικά με τον Λυκούργο. Ο Πλούταρχος, βασικός βιογράφος του νομοθέτη, αναγνωρίζει το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα την περίοδο που έζησε. Σε πείσμα της παράδοσης που κρατούσε το ρόλο του νομοθέτη, το σπαρτιατικό καθεστώς φαίνεται να εγκαθιδρύεται κατά το ήμισυ του 7ου αιώνα ή τ ο τέλος του 6ου αιώνα.
Τον 7ο αιώνα διεξήχθησαν οι Μεσσηνιακοί πόλεμοι και θα επέτρεπαν στους Σπαρτιάτες να επεκταθούν σε αυτήν την πλούσια γη. Είναι τότε επίσης που θα εκδηλωθεί στις γραμμές των οπλιτών, αυτών των βαριά οπλισμένων στρατιωτών η διεκδίκηση μιας ισότιμης διανομής, όχι βέβαια τη γης της Λακωνίας, αλλά της κατακτημένης Μεσσηνίας. Η ίση μοιρασιά της λείας των οπλιτών συνδεόταν με την ίδια τη φύση της φάλαγγας των οπλιτών και αυτό ακριβώς αποτελεί παράδοση, η οποία θα διατηρηθεί για πολύ καιρό. Άλλωστε, η αμοιβή μέσω του κλήρου γης της στρατιωτικής υπηρεσίας αποτελεί μια πρακτική που συναντάται μέχρι την ελληνιστική περίοδο, σε βασίλεια που ίδρυσαν οι Μακεδόνες άρχοντες.
Η ανάμνηση αυτής της ισομοιρίας θα τροφοδοτήσει το μύθο ενός συστήματος ισότιμης διανομής της πατρώας γης που νομοθετήθηκε από τον Λυκούργο, ένα μοίρασμα που θα εξασφάλιζε σε κάθε Σπαρτιάτη τη δυνατότητα συμμετοχής στα συνδεόμενα με την ιδιότητα του Σπαρτιάτη πολίτη συσσίτια.
Μια τέτοια ερμηνεία της ίσης μοιρασιάς, που αφορούσε μόνο το μεσσηνιακό έδαφος, αποδίδει καλύτερα την εικόνα μιας κοινωνικής ανισότητας την οποία άλλωστε αποκαλύπτουν τα ευρήματα σε τάφους πολύτιμων αντικειμένων και όπλων που μαρτυρούν την ύπαρξη μιας αριστοκρατικής τάξης στους κόλπους της σπαρτιατικής κοινωνίας. Ωστόσο, αυτές οι μαρτυρίες σπανίζουν από τα μέσα του 6ου αιώνα και μετά.
Εκτός από τους νόμους του Λυκούργου, υπήρξε και η μεταρρύθμιση του έφορου Χίλωνα που επέβαλε στο σύνολο των Σπαρτιατών έναν τρόπο διαβίωσης και μια κοινή αγωγή που αποσκοπούσαν στην κατασκευή «ομοίων», ενώ απαγορευόταν η κυκλοφορία χρυσών και αργυρών νομισμάτων. Αυτή η μεταρρύθμιση είχε για αντικείμενο τον έλεγχο της μάζας των εξαρτημένων, των ειλώτων της Λακωνίας και κυρίως της Μεσσηνίας, με αντιστάθμισμα το μετασχηματισμό την κοινότητα των Σπαρτιατών σε στρατό και μάλιστα διαρκή.
Η πολιτική οργάνωση των Σπαρτιατών ήταν σύμφωνα με τη παράδοση δομημένη με τη Μεγάλη Ρήτρα, το χρησμό που είχε πάρει ο Λυκούργος από τους Δελφούς. Υποδήλωνε πως ο λαός κατανεμημένος σε φυλές και οβάς θα συγκεντρώνεται κάποιες περιόδους κατόπιν καλέσματος ενός Συμβουλίου, αποτελούμενου από τριάντα μέλη, εκ των οποίων δύο «αρχηγέτες», δηλαδή τους δύο βασιλείς. Αργότερα, θα δημιουργούνταν το σώμα των πέντε αξιωματούχων, των Εφόρων, οι οποίοι εκλέγονταν κάθε χρόνο.
Το σύνταγμα των Λακεδαιμονίων παρουσίαζε λοιπόν καθαρά ολιγαρχικό χαρακτήρα, αφού οι κάτοχοι της αρχής, βασιλείς, Γερουσία και έφοροι, αποτελούσαν μια μειονότητα. Οι δύο βασιλείς εναλλάσσονταν στην εξουσία κληρονομικά. Τα μέλη της Γερουσίας ήταν πάνω από εξήντα πέντε ετών και εκλέγονταν δια βίου. Μόνο οι έφοροι εκλέγονταν κάθε χρόνο και επιλέγονταν μέσα από το σύνολο των Σπαρτιατών, γεγονός που δικαιολογεί ορισμένους να βλέπουν στο πρόσωπο τους το «δημοκρατικό» στοιχείο του λακεδαιμονικού συντάγματος. Άλλωστε, στη Σπάρτη εκτός από την Απέλλα υπήρχε και η μικρή εκκλησία, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, η οποία μπορούσε να αναλάβει μια επείγουσα κατάσταση.
Η Συνέλευση μπορεί να ήταν ανοιχτή στους περίοικους, τους ελεύθερους κατοίκους της Λακωνίας που τελούσαν κάτω από την εξάρτηση των Σπαρτιατών, αλλά απολάμβαναν μια σχετική αυτονομία, καθώς και στις άλλες κατηγορίες «ελεύθερων κατώτερων στρωμάτων». Ο όρος Λακεδαιμόνιοι περιελάμβανε κατά την κλασική εποχή όχι μόνο τους «όμοιους», τους αποκαλούμενους απλά Σπαρτιάτες, αλλά και τους περίοικους. Αυτό βεβαιώνεται τον 4ο αιών π.Χ. από τον Ισοκράτη που συγκρίνει τους περίοικους με το αθηναϊκό δήμο.
Οι Σπαρτιάτες στηρίζονταν τόσο στην κυβέρνηση των άριστών, μικρή ομάδα εξ ορισμού και στην εξουσία ενός δήμου που αποτελούνταν τόσο από Ίσους, που ποτέ κανείς δεν διανοήθηκε να αποκλείσει από τις αποφάσεις, όσο και από πολίτες δεύτερης ζώνης, στους οποίους θα ήταν επικίνδυνο να αρνηθούν μια κάποια συμμετοχή: το πνίξιμο της φωνής μέσα στη συνέλευση αντιπροσώπευε μικρότερο κίνδυνο.
Οι περίοικοι και οι διάφορες κατηγορίες κατώτερων στρωμάτων σπάνια είχαν τη δυνατότητα να συμμετέχουν στη Συνέλευση. Από την άλλη η στενά ασκούμενη εποπτεία της Γερουσίας και των εφόρων περιόριζε στην πράξη αυτή την φαινομενική ισότητα.
Η σπαρτιατική ισότητα ήταν εντελώς σχετική. Οικονομική και κοινωνική επιζούσε χάρη σε κοινές πρακτικές. Πολιτικά αφορούσε μόνο τους γνήσιους πολίτες, όλο και περισσότερο μειοψηφία στους κόλπους των Λακεδαιμονίων. Η πόλη των «ίσων» και ο «μύθος» της εξακολουθούσε να λειτουργεί όταν οι μεταρρυθμιστές βασιλείς του 3ου αιώνα π.Χ. θα προσπαθούσαν να τον αναβιώσουν.